Η Ελβίρα Ναμπιουλίνα συνήθιζε να χρησιμοποιεί τις καρφίτσες που φορούσε ως συμβολισμούς για τις μακροοικονομικές πολιτικές που θα ακολουθούσε η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας. Εάν για παράδειγμα το κόσμημα απεικόνιζε ένα γεράκι, αυτό ήταν σημάδι ότι ερχόταν αύξηση των επιτοκίων, εάν ήταν ένα σύννεφο, τότε ο στόχος της ήταν να κατευνάσει πληθωριστικές προσδοκίες.
Ωστόσο, την ημέρα που είδε το ρούβλι να υποχωρεί 29% κάτω από τα ιστορικά χαμηλά του, υπό το βάρος των δυτικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, η Ναμπιουλίνα εμφανίστηκε, στην άλλη άκρη του οικείου μεγάλου τραπεζιού του προέδρου Πούτιν, χωρίς καμία καρφίτσα.
Για πολλούς ήταν η ένδειξη ότι μάλλον δεν είχε ενημερωθεί έγκαιρα για το ότι σχεδιαζόταν πόλεμος. Αυτό, εκτός όλων των άλλων, είχε και ως συνέπεια ένα μεγάλο μέρος του «πολεμικού ταμείου» ύψους 643 δισεκατομμυρίων δολαρίων ου είχε οικοδομήσει για να μπορέσει να υπερασπιστεί το ρούβλι σε περίπτωση κυρώσεων, να μην μπορεί να αξιοποιηθεί, εξαιτίας ακριβώς των κυρώσεων.
Ορισμένοι μάλιστα στη Ρωσία θεωρούν ότι ένα μέρος των κατηγοριών που εξαπολύονται για «Πέμπτη Φάλαγγα» στη Ρωσία, αφορά και το ανώτατο στελεχιακό δυναμικό στη Ρωσική Κεντρική Τράπεζα και τον τρόπο που παρέμεινε προσκολλημένο σε μια προσπάθεια να διατηρήσει το ρωσικό οικονομικό σύστημα στο δυτικό οικονομικό σύστημα και τη λογική, με αποκορύφωμα την καταστροφική όπως αποδείχτηκε επιλογή ένα μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Ρωσίας να βρεθούν τοποθετημένα εκτός Ρωσίας.
Αυτή η πρακτική, που είναι αρκετά συνηθισμένη μεταξύ κεντρικών τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών οργανισμών, προϋποθέτει ότι η χώρα δεν θα αντιμετωπίσει σκληρές κυρώσεις. Διαφορετικά, υπήρχε ήδη το οδυνηρό παράδειγμα της Βενεζουέλας που είδε να παρακρατείται ο χρυσός της κεντρικής της τράπεζας που είχε σταλεί στην Τράπεζα της Αγγλίας. Ωστόσο, η Ρωσική Κεντρικά τράπεζα δεν πήρε ανάλογα μέτρα.
Παρ’ όλα αυτά – και αυτό είναι ενδεικτικό της συνθετότητας του «συστήματος εξουσίας» του Πουτιν – ο Ρώσος Πρόεδρος πριν λίγες μέρες πρότεινε την ανανέωση της θητείας της ως επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας.
Άλλωστε, η ταταρικής καταγωγής Ναμπιουλίνα κέρδισε την εκτίμηση του Πούτιν αλλά και ευρύτερη διεθνή αναγνώριση όταν κατάφερε να υπερασπιστεί το ρούβλι μετά τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία το 2014. Τότε, αφού αρχικά χρησιμοποίησε πάνω από 70 δισεκατομμύρια δολάρια για να τονώσει την ισοτιμία του, στη συνέχεια το άφησε σε ελεύθερη διακύμανση ανεβάζοντας παράλληλα τα επιτόκια. Παρότι αυτό πυροδότησε αναπόφευκτα ύφεση, η Ναμπιουλίνα επέμεινε και τελικά η χώρα επέστρεψε στην ανάπτυξη και τα επιτόκια μειώθηκαν.
Με μία έννοια, ήταν μια ένδειξη ότι ο Πούτιν, σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, παραμένει μάλλον πιστός σε μια αντίληψη «φιλελεύθερης ορθοδοξίας», ιδίως ως προς τη νομισματική και μακροοικονομική πολιτική. Ως προς αυτό δεν έχει μετατοπιστεί και αυτό εξηγεί την παρουσία ανθρώπων, ιδίως γύρω από την κεντρική τράπεζα που εκπροσωπούν μια ιδιαίτερα «δυτική» αντίληψη, συμπεριλαμβανομένης και μιας πολύ κλασικής αντίληψης για το πώς πρέπει να λειτουργεί η κεντρική τράπεζα ή να διαμορφώνεται η ισοτιμία στις κεντρικές τράπεζες.
Άλλωστε, η Ρωσία μπορεί να στηρίχτηκε στα χρόνια του Πούτιν στην ανασυγκρότηση μεγάλων επιχειρήσεων, συχνά με πλειοψηφική συμμετοχή του ρωσικού κράτους, εντούτοις κατά τα άλλα είναι μια «οικονομία της αγοράς», πολύ μεγάλο μέρος της οικονομίας είναι σε ιδιωτικά χέρια (και συχνά αυτό σημαίνει τον γαλαξία off-shore εταιριών όπου έχουν μεταφέρει τα χρήματά τους οι Ρώσοι «ολιγάρχες») και όλο αυτός ο ιδιωτικός – επιχειρηματικός τομέας της οικονομίας γενικά ένιωθε ασφαλής όσο η κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα εξασφάλιζαν την ομαλή διασύνδεση με την υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία.
Η άλλη οπτική του Σεργκέι Γκλαζίεφ
Όμως την ίδια στιγμή ο πρόεδρος Πούτιν τοποθέτησε τον Σεργκέι Γκλαζίεφ στη θέση του υπουργού Ολοκλήρωσης και Μακροοικονομικών για την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση.
Ο Γκλαζίεφ, που ξεκίνησε την πολιτική παρουσία ως νεαρό μέλος της κυβέρνησης Γιέλτσιν, πριν παραιτηθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διάλυση του κοινοβουλίου το 1993 και που θα βρεθεί κοντά στον στενό κύκλο του Πούτιν στην περίοδο μετά το 2010, είναι αρκετά γνωστός στη Ρωσία για τις τοποθετήσεις του σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής.
Ο Γκλαζίεφ δεν ήταν ποτέ φιλελεύθερος στα οικονομικά και μάλιστα στη δεκαετία του 2000 ασκούσε κριτική στον Πούτιν για τον οικονομικό φιλελευθερισμό του. Άλλωστε, για ένα διάστημα συμμετείχε σε άλλα κόμματα, κυρίως εθνικιστικά.
Γι’ αυτό και προκάλεσε εντύπωση το γεγονός ότι το 2012 ανακοινώθηκε ότι αναλάμβανε οικονομικός σύμβουλος του Πούτιν, κυρίως γιατί ο Γκλαζίεφ ασκούσε δριμεία κριτική στις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και τη «δομική προσαρμογή» της δεκαετίας του 1990 και υποστήριζε έναν πολύ πιο ενεργό ρόλο του κράτους στην οικονομία. Βασικό στοιχείο της οικονομικής φιλοσοφίας του Γκλαζίεφ ήδη από τότε ήταν η κριτικής στον νομισματικό και χρηματοοικονομικό συντηρητισμό. Κατά τη γνώμη κακώς η νομισματική πολιτική περιόρισε την προσφορά χρήματος, χρηματοδοτώντας τη διεθνή κερδοσκοπία των εμπορικών τραπεζών αντί για την εγχώρια παραγωγή, σε μια χώρα που γινόταν ολοένα και πιο εξαρτημένη από πιστώσεις από το εξωτερικό. Αντίθετα, ο Γκλαζίεφ εδώ και χρόνια υποστηρίζει την παροχή φτηνού επιδοτούμενου δανεισμού στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και την καταφυγή σε αντιμονοπωλιακά μέτρα για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Αυτά συνδυάζονται με την έμφαση στην έρευνα και την εκπαίδευση και βεβαίως με την αντίληψη ότι το μέλλον της Ρωσίας βρίσκεται περισσότερο στην κατεύθυνση της ευρασιατικής ολοκλήρωσης, που θα μπορούσε να δώσει πολύ μεγαλύτερη οικονομική δυναμική.
Μια στρατηγική απέναντι στις κυρώσεις
Ο Γκλαζίεφ έκανε μια σημαντική παρέμβαση στην αρχή του πολέμου με το άρθρο του «Κυρώσεις και κυριαρχία». Το αντικείμενο του άρθρου είναι η διατύπωση προτάσεων για το πώς μπορεί η Ρωσία να αντιμετωπίσει τις κυρώσεις και να ενισχύσει την εθνική κυριαρχία και στο πεδίο της οικονομίας και η διαμόρφωση μιας «νέας – ολοκληρωμένης – παγκόσμιας οικονομικής τάξης που επαναφέρει το διεθνές δίκαιο, την εθνική κυριαρχία, την ισότητα των κρατών, την ποικιλομορφία των εθνικών οικονομικών μοντέλων και τις αρχές μιας αμοιβαία επωφελούς και εθελοντικής οικονομικής συνεργασίας».
Ο Γκλαζίεφ για άλλη μια φορά ασκεί κριτική στον τρόπο που έχει κινηθεί μέχρι τώρα και η κεντρική τράπεζα και οι μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες στη Ρωσία κατηγορώντας τους ότι δεν χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία αλλά «δημιουργούν χίμαιρες». Παράλληλα, χωρίς να υποτιμά το κόστος των κυρώσεων βλέπει ταυτόχρονα σε αυτές και μια ευκαιρία για έναν συνολικότερο αναπροσανατολισμό της οικονομίας.
Ως προς τις προτάσεις του αυτές περιλαμβάνουν μια πολύ πιο αυστηρή ρύθμιση των ζητημάτων που αφορούν το νόμισμα και το συνάλλαγμα, ώστε να μην υπάρχει φυγή κεφαλαίων, μέτρα κατά της κερδοσκοπίας στις συναλλαγές με συνάλλαγμα στην εγχώρια αγορά, τη δημιουργία μηχανισμών για την τιμολόγηση σε ρούβλια των ρωσικών πρώτων υλών αλλά και για τη διαμόρφωση ενός εναλλακτικού συστήματος πληρωμών και εκκαθάρισης συναλλαγών, σε συνεργασία με ασιατικές χώρες.
Ουσιαστικά, είναι μια πρόταση ταυτόχρονα για μεγαλύτερη οικονομική παρέμβαση του κράτους, μια σχεδιασμένη και στοχευμένη «νομισματική χαλάρωση» και βεβαίως επιτάχυνση τα προσπάθειας για τη δημιουργία όχι μόνο συστημάτων συναλλαγών αλλά και ενός ευρύτερου εναλλακτικού οικονομικού χώρου, προφανώς σε συνεργασία με όσες χώρες συμμετέχουν τώρα στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (Αρμενία, Λευκορωσία, Καζακστάν, Κιργιστάν, Ρωσία) αλλά με τον ορίζοντα προφανώς να περιλαμβάνει και την Κίνα.
Αυτό, άλλωστε δείχνει ότι η σύγκρουση που είναι ούτως ή άλλως εδώ και σε εξέλιξη για την οικονομική πολιτική της Ρωσίας δεν αφορά απλώς το εάν η κεντρική τράπεζα θα επιμείνει σε μια φιλελεύθερη ορθοδοξία, ή εάν θα ακολουθηθεί μια πολιτική ταυτόχρονα πιο επεκτατική νομισματικά και πιο παρεμβατική ως προς τον ρόλο του κράτους. Αφορά και το εάν ο ορίζοντας της Ρωσίας παραμένει ένα είδος «ατλαντικής ολοκλήρωσης», δηλαδή η βαθύτερη εμπλοκή στην οικονομική διάσταση της «Δύσης», ή εάν τελικά πρέπει να προκριθεί ακόμη περισσότερο η «ευρασιατική» κατεύθυνση.