Οι συναντήσεις των ελλήνων ηγετών με τους τούρκους ομολόγους τους διαπνέονται από μία δική τους δυναμική. Εχουν παρεξηγήσεις, δυστοκίες και προφανώς υπακούν, σε μεγάλο βαθμό, στις εσωτερικές πολιτικές προτεραιότητες του καθενός. Ακόμη και όταν υπήρχαν πιθανότητες να πνεύσει ένας ούριος διπλωματικός άνεμος στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση των διαφορών τους σε κομβικές πολιτικές εξελίξεις – συνήθως εκλογικές αναμετρήσεις – οι συνομιλητές ανέβαλλαν τις αποφάσεις για αργότερα, δηλαδή για… ποτέ.
Υπάρχει όμως ένα στοιχείο το οποίο είναι μάλλον θλιβερό και εντοπίζεται κυρίως στην ελληνική πλευρά. Δεν αφορά την πολιτική ηγεσία, αλλά τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζονται οι ελληνοτουρκικές συναντήσεις (είτε κορυφής είτε χαμηλότερου επιπέδου) από τα μέσα ενημέρωσης και από την κοινή γνώμη. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι υπάρχει αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των δύο χωρών – και είναι λογικό να υπάρχει, ιδιαίτερα στην Αθήνα με όλα όσα έχουν συμβεί τα τελευταία, πολλά, χρόνια εξαιτίας της τουρκικής συμπεριφοράς. Το 2020 παραμένει άλλωστε πολύ φρέσκο.
Αλλο όμως αυτό και άλλο η δαιμονοποίηση όποιου έλληνα πολιτικού ή αξιωματούχου αποφασίσει να συνομιλήσει με έναν τούρκο ομόλογό του ή η άκριτη αναπαραγωγή της όποιας δήλωσης τούρκου αξιωματούχου αρέσκεται να το παίζει ειδικός επί των Ελληνοτουρκικών. Είναι δε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ήδη πριν από την πραγματοποίηση της συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την περασμένη Κυριακή 13 Μαρτίου στην Κωνσταντινούπολη, τα συμπεράσματα για την έκβασή της είχαν ήδη εξαχθεί. «Ξεπούλημα», «τα δίνουμε όλα», «συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο», «μοιράζουμε την ΑΟΖ» ήταν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία σε διάφορα, υποτιθέμενα, «ρεπορτάζ». Προφανώς ορισμένοι γνώριζαν εκ των προτέρων τι συζητήθηκε και σε ποιο πλαίσιο και είχαν καταλήξει στο συμπέρασμά τους: ότι ο έλληνας πρωθυπουργός «τα έδωσε όλα» στους Τούρκους.
Οι διαβουλεύσεις με την Τουρκία θα είναι πάντα δύσκολες. Ο φάκελος των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι δύσκολος ακόμη και για τους καλύτερους γνώστες των λεπτομερειών. Είναι όμως άδικο να ισχυρίζονται ορισμένοι, χωρίς μάλιστα σαφή στοιχεία, ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις ή οι αξιωματούχοι και εμπειρογνώμονες που χειρίστηκαν ή σήμερα χειρίζονται τα ζητήματα αυτά προσέρχονται σε μια συνάντηση – ή και σε μία καθαρή διαπραγμάτευση – με την πρόθεση να παραχωρήσουν κάτι στην άλλη πλευρά. Υπήρξαν παραλείψεις στο παρελθόν; Υπήρξαν. Σημειώθηκαν λάθη; Σημειώθηκαν. Θα μπορούσαμε να τα έχουμε πάει καλύτερα; Θα μπορούσαμε. Υφίστανται υπερβολικές και αναθεωρητικές επιδιώξεις από την άλλη πλευρά; Υφίστανται.
Αν όμως ορισμένοι θεωρούν ότι με μία «λογική μηδενικού αθροίσματος» ή με την οχύρωση πίσω από θέσεις που μπορεί ενώπιον δικαιοδοτικών οργάνων (στην προσφυγή στα οποία ομνύουμε, γενικώς και αορίστως) να μη γίνουν αποδεκτές, να λύσουμε προβλήματα, τότε μάλλον είναι εκείνοι που προωθούν άλλου είδους ατζέντες.
Ο εξ Ανατολών γείτονας θα παραμείνει δύσκολος αντίπαλος και η αντιμετώπισή του, όπως όλα τα προηγούμενα χρόνια, θα είναι περίπλοκη και πολύ απαιτητική. Η χώρα μας όμως έδειξε, τόσο τον Μάρτιο όσο και το καλοκαίρι του 2020 (για να επικαλεστούμε τα πιο πρόσφατα παραδείγματα), ότι είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί τα δίκαια και τα συμφέροντά της, προχωρώντας μάλιστα και σε κοστοβόρους, πλην αναγκαίους, εξοπλισμούς εν μέσω πανδημίας. Τώρα, αν κάποιοι προτιμούν να κλειστούμε στο καβούκι μας ή βλέπουν φινλανδοποίηση εκεί που δεν υπάρχει επειδή μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, ας επιμείνουν στον άγονο αρνητισμό. Απλά ας γνωρίζουν ότι αυτός δεν ταυτίζεται με τον σκληρό ρεαλισμό.