Τον Νίκο Νικολάου τον γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τότε που η Ελλάδα άρχισε να συνειδητοποιεί τις μεγάλες προκλήσεις που είχε μπροστά της αν ήθελε να γίνει κάποτε μέλος της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και να φύγει από την θέση του ουραγού. ΤΟ ΒΗΜΑ είχε τότε οργανώσει μια σειρά συζητήσεων μεταξύ φορέων, θεσμών και εμπειρογνωμόνων με την εποπτεία του Νίκου Νικολάου, που σύντομα εξελίχθηκαν σε σημεία αναφοράς για την πορεία της χώρας και την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει. Οι γνώσεις του – αλλά και το πολύπαθο πολιτικό αισθητήριο που είχε αναπτύξει από τα νιάτα του – τον έκαναν να νιώθει πως η ΟΝΕ ήταν μια μεγάλη ευκαιρία που δεν έπρεπε επ’ ουδενί να χαθεί. Χωρίς υπερβολή, η θέση αυτή κυριάρχησε στα γραπτά του, τα μαχητικά ρεπορτάζ και την σωρεία των συνεντεύξεων που πήρε τα επόμενα χρόνια.
Ο Νικολάου επέβαλε έναν δικό του τρόπο στο ρεπορτάζ. Ήξερε όλους και όλες που είχαν ρόλο στην οικονομική ζωή του τόπου, από επιχειρηματίες και συνδικαλιστές, έως υπουργούς και τραπεζίτες. Θα του ήταν εύκολο να ερανίζεται ιδέες τους ή να γράφει ανούσια σχόλια για δημόσιες σχέσεις. Όμως είχε επιλέξει τον δρόμο του καθημερινού ρεπορτάζ επί του πεδίου: στο γραφείο του κάθε αρμόδιου, στην αίθουσα που γίνεται η σύσκεψη, στο συνέδριο που θα ακουστεί η νέα ιδέα. Διασφάλιζε έτσι την αξιοπιστία του ρεπορτάζ που έκανε ο ίδιος, αλλά ταυτόχρονα έδινε και πρότυπα στους νεότερους δημιουργώντας μια ολόκληρη γενιά οικονομικής δημοσιογραφίας.
Στην διάρκεια τριάντα σχεδόν ετών γνωριμίας μας είχα την χαρά να μοιραστώ μαζί του πολλά θέματα της τρέχουσας πολιτικής, αλλά και να συζητήσω για παλιότερα ζητήματα, όπως οι συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο. Τότε δεν γινόταν μόνο ο οξυδερκής παρατηρητής των οικονομικών εξελίξεων, αλλά του έβγαινε και η μελαγχολία του Μακρονησιώτη που μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνίστηκε να φτιάξει τα πράγματα καλύτερα, αλλά κατέληξαν πολύ χειρότερα για τους ίδιους. Ίσως όμως και για αυτό να απέκτησε την πολιτική οξυδέρκεια που αργότερα τον έκανε τόσο ξεχωριστό στον οικονομικό τύπο και σαν ξεχωριστό αξίζει να τον θυμόμαστε.
Τα θερμά μου συλλυπητήρια στην κόρη του Γιόρκα και τους οικείους του.