Εάν κανείς διαβάσει αρκετά δημοσιεύματα έγκυρων δυτικών μέσων, αλλά και δηλώσεις αμερικανών αξιωματούχων, οι ΗΠΑ προσπαθούν να στείλουν το μήνυμα στην Κίνα ότι εάν συνεχίσει να υποστηρίζει τη Ρωσία, αυτό θα οδηγήσει σε κυρώσεις των ΗΠΑ σε βάρος της Κίνας, κυρώσεις που θα έχουν μεγάλο κόστος.
Ωστόσο, το ερώτημα που υπάρχει είναι εάν και σε ποιο βαθμό μπορούν σήμερα οι ΗΠΑ να διατυπώσου απειλές με πραγματικό αντίκρισμα σε βάρος της Κίνας.
Πόσο μπορούν να πλήξουν οι ΗΠΑ την Κίνα;
Σύμφωνα με το αφήγημα που έχει αρχίζει και διαμορφώνεται οι ΗΠΑ έχουν ακόμη τη δυνατότητα να απειλήσουν την Κίνα.
Καταρχάς έχουν τη δυνατότητα να κηρύξουν εμπορικό πόλεμο, μια πρόγευση του οποίου είχαν οι Κινέζοι στην περίοδο της διακυβέρνησης Τραμπ, κάτι που θα περιόριζε τις εξαγωγές της Κίνας προς τις ΗΠΑ και θα περιόριζε τον οικονομικό της δυναμισμό.
Έπειτα έχουν τη δυνατότητα να την αποκόψουν από κρίσιμες τεχνολογίες τις οποίες χρειάζεται η κινεζική οικονομία, κυρίως σε ό,τι αφορά τα μικροτσιπ τελευταίας γενιάς, κάτι που ήδη κάνουν καθώς η Κίνα δεν μπορεί να τα προμηθευτεί αυτά από χώρες που τα παράγουν και ταυτόχρονα δεν μπορεί να προμηθευτεί και τον εξοπλισμό για να μπορεί να τα παράγει η ίδια.
Υπάρχει πάντα η δυνατότητα να επιβάλουν κυρώσεις σε βάρος κινεζικών επιχειρήσεων, κάτι που θα περιόριζε σημαντικά τη δυνατότητά τους να λειτουργούν στις ΗΠΑ ή σε άλλες δυτικές χώρες και άρα επίσης θα περιόριζε τον οικονομικό τους δυναμισμό.
Και βέβαια έχουν τη δυνατότητα, κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που έκαναν σε βάρος της Ρωσίας να αποκόψου την Κίνα από πολύ μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας που συναλλάσσεται σε δολάρια και χρησιμοποιεί το σύστημα SWΙFT για τις διεθνείς συναλλαγές.
Οριακά, όπως οδυνηρά διαπίστωσε η Ρωσία, μπορούν ακόμη και να παρακρατήσουν τα στοιχεία ενεργητικού (συναλλαγματικά αποθέματα και χρυσό) που μπορεί να έχει η κινεζική τράπεζα εκτός των κινεζικών συνόρων.
Και βέβαια οι ΗΠΑ μπορούν πάντα να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την Ταϊβάν και να εγκαταλείψουν την πολιτική της «μίας Κίνας», που έχουν από την εποχή του Νίξον, και να προχωρήσουν στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν παρά την πάγια αντίθεση της Κίνας.
Πόσο αποτελεσματικές μπορεί να είναι αυτές οι απειλές;
Ωστόσο, το ερώτημα είναι πόσο αποτελεσματικές μπορούν να είναι αυτές οι κυρώσεις που συνδυάζεται με το ερώτημα εάν αυτές οι κυρώσεις θα πλήξουν μόνο την Κίνα ή εάν θα έχουν επιπτώσεις και στις ίδιες τις ΗΠΑ.
Καταρχάς προφανώς η Κίνα δεν θα ήθελε να δει να μειώνονται σημαντικά οι εξαγωγές της, εφόσον παραμένει μια χώρα εξαγωγική με θετικό εμπορικό ισοζύγιο με τις ΗΠΑ. Το 2021 το διμερές εμπόριο περιλάμβανε 506,37 δισεκατομμύρια δολάρια κινεζικών εξαγωγών στις ΗΠΑ και 151,07 δισεκατομμύρια αμερικανικών εξαγωγών στην Κίνα.
Όμως, την ίδια στιγμή ισχύει ότι η Κίνα έχει επιλέξει μια κατεύθυνση «ωρίμανσης» που αποτυπώνεται στην έμφαση στην εσωτερική της ευημερία και την προσπάθεια να αξιοποιήσει το ίδιο το βάρος της εσωτερικής κινεζικής αγοράς.
Έπειτα, η Κίνα εξακολουθεί να παράγει διάφορα προϊόντα που η Δύση χρειάζεται. Από τις μάσκες και τον λοιπό προστατευτικό εξοπλισμό, η ανάγκη των οποίων αναδείχτηκε στην περίοδο της πανδημίας όταν μεγάλες δυτικές χώρες ανακάλυψαν ότι εδώ και χρόνια δεν παρήγαγαν μάσκες μίας χρήσης και έσπευδαν να υποδεικνύουν στον πληθυσμό πώς να κατασκευάσει υφασμάτινες μάσκες, μέχρι το γεγονός ότι πλήθος προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, από αυτά που αποτελούν καταναλωτικά σύμβολα, ως τελικά προϊόντα κατασκευάζονται σε κινεζικά εργοστάσια και το ενδεχόμενο να μετεγκατασταθεί η παραγωγή τους θα σήμαινε μια σημαντική αύξηση του κόστους τους.
Αρκεί να αναλογιστούμε πόσα επώνυμα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας κατασκευάζονται στα εργοστάσια της Foxconn στην Κίνα που απασχολούν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους.
Άλλωστε, ακόμη και ως προς την αποκοπή από προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, η Κίνα αυτή τη στιγμή έχει κάνει μεγάλη προσπάθεια να καλύψει το τεχνολογικό χάσμα και να καταστεί και τεχνολογικά αυτάρκης μέσα στα επόμενα χρόνια.
Και βέβαια υπάρχει πάντα το θέμα του αμερικανικού χρέους. Η Κίνα όπως και η Ιαπωνία είναι από τους βασικούς χρηματοδότες του αμερικανικού χρέους, κατέχοντας σημαντικότατο όγκο εντόκων γραμματίων του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι σε κινεζικά χέρια βρίσκονταν το 2021 τίτλοι του αμερικανικού δημοσίου ύψους άνω του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων (και τίτλοι ύψους 229 δισεκατομμυρίων στο Χονγκ Κονγκ).
Τυχόν μαζική έξοδος της Κίνας από αυτές τις τοποθετήσεις θα σήμαινε πολύ απλά ότι θα υπήρχε ένα πρόβλημα στην διαρκή αναχρηματοδότηση του αμερικανικού χρέους.
Και βέβαια εάν θελήσουν οι ΗΠΑ να δεσμεύσουν κινεζικά περιουσιακά στοιχεία εκτός Κίνας, η κλίμακα των αμερικανικών ή δυτικών περιουσιακών στοιχείων και επενδύσεων στην Κίνα, είναι τέτοια που καθιστά πολύ μεγαλύτερο το κόστος του όποιου οφέλους.
Στην ίδια κατεύθυνση κατατείνει ούτως ή άλλως η προσπάθεια για «αποκοπή» χωρών από το τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας που στηρίζεται στο δολάριο ως διεθνές νόμισμα αναφοράς. Ούτως ή άλλως, η Κίνα, όπως και η Ρωσία, εδώ και καιρό εξετάζουν τρόπους για εκκαθάριση διεθνών συναλλαγών χωρίς τη μεσολάβηση του συστήματος SWIFT αλλά και συστήματα συναλλαγών χωρίς τη μεσολάβηση του δολαρίου. Ενδεικτική η πρόσφατη είδηση ότι έχουν προχωρήσει οι συνομιλίες με τη Σαουδική Αραβία για την τιμολόγηση του πετρελαίου απευθείας σε γουάν, που εντάσσεται σε μια συνολικότερη προσπάθεια να αποκτήσει χαρακτηριστικά νομίσματος αναφοράς. Σε αυτή την περίπτωση ο ρόλος του δολαρίου ως διεθνούς νομίσματος αναφοράς θα υπονομευόταν ακόμη περισσότερο, όπως και η δυνατότητα των ΗΠΑ να χρηματοδοτούν το αυξανόμενό χρέος τους από τις διεθνείς χρηματαγορές.
Επιπλέον, υπάρχει και το γεγονός ότι συστηματικά προσπαθεί να οικοδομήσει σχέσεις με όλο εκείνο το μέρος του πλανήτη που δεν περιλαμβάνεται σε στενά όρια της Δύσης. Αυτό σημαίνει την πρόσβαση σε ένα μεγάλο φάσμα αγορών, σε χώρες με σημαντικό οικονομικό δυναμισμό.
Όλα αυτά συνηγορούν στην εκτίμηση ότι παρότι σε ένα βραχύ χρόνο οι ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν κυρώσεις στην Κίνα που θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην κινεζική οικονομία, μεσοπρόθεσμα τέτοια μέτρα θα έχουν αρνητική επίπτωση στις ίδιες τις ΗΠΑ, την ώρα που η Κίνα ξεδιπλώνει η ήδη μια στρατηγική που προσπαθεί να απαντήσει και σε αυτό το ενδεχόμενο.
Το υψηλό ρίσκο με την Ταϊβάν
Υπάρχει πάντα το θέμα με την Ταϊβάν. Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε δείξει εξαρχής ότι θέλει να το ανοίξει, εκτιμώντας ότι ένα θέμα που μπορεί να εξελιχθεί σε «ανοιχτή πληγή» για την Κίνα, ιδίως στο βαθμό που σε νεώτερες γενιές καταγράφεται ένας εντονότερος εθνικισμός υπέρ της ανεξαρτησίας. Ωστόσο, την ίδια στιγμή η Κίνα έχει κάνει σαφές ότι είναι σε μια τροχιά να μπορεί να αντιμετωπίσει το θέμα στην Ταϊβάν και με στρατιωτικούς όρους, την ώρα που μια πιο επιθετική πολιτική των ΗΠΑ, π.χ. με βήματα προς την αναγνώριση, το πιο πιθανό θα ήταν απλώς να οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερη επιθετικότητα της Κίνας. Και βέβαια παρά την ανάπτυξη αντικινεζικών αισθημάτων, δεν πρέπει να υποτιμάμε το γεγονός ότι σημαντικό μέρος της οικονομικής ανάπτυξης της Ταϊβάν στηρίζεται ακριβώς στις οικονομικές σχέσεις με την Κίνα.
Ούτως ή άλλως, παρά την προσπάθεια των ΗΠΑ να διευρύνουν τις συμμαχίες τους στην ευρύτερη περιοχή σε μια γραμμή αντιπαράθεσης με την Κίνα, φαίνεται ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Η Κίνα μπορεί να έχει αντιθέσεις σε διάφορα επίπεδα, από τις αντιπαραθέσεις για τη Νότια Σινική Θάλασσα, μέχρι τις κατά καιρούς αψιμαχίες ανάμεσα σε Κινέζους και Ινδούς στρατιώτες, ωστόσο την ίδια στιγμή είναι τμήμα μια ιδιαίτερα αναπτυσσόμενης οικονομικής ζώνης στον Ινδοειρηνικό και οι περισσότερες χώρες δεν επιθυμούν διακοπή των οικονομικών σχέσεων.
Επιπλέον, η Κίνα δείχνει όλο το προηγούμενο διάστημα να επενδύει ιδιαίτερα στην ενίσχυση των αμυντικών της δυνατοτήτων σε μια προσπάθεια να αποκτήσει χαρακτηριστικά «υπερδύναμης», κάτι που σημαίνει ότι στον ορίζοντα θέλει να κάνει σαφές ότι μπορεί να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή από τις ΗΠΑ.
Ποια η προοπτική των ρωσοκινεζικών σχέσεων;
Το παράδοξο με τον επιθετικό τόνο που έχουν επιλέξει οι ΗΠΑ σε σχέση με την Κίνα και τις ρωσοκινεζικές σχέσεις είναι ότι μπορεί να επιταχύνει αυτό που κανονικά θα ήθελε να αποτρέψει, δηλαδή μια μεγαλύτερη σύγκλιση ανάμεσα στην Κίνα και τη Ρωσία.
Προφανώς, ο αντίλογος είναι ότι με το να απειλούν με κυρώσεις την Κίνα, οι ΗΠΑ κάνουν μια προσπάθεια να διαμορφώσουν όρους ενός σινορωσικού ρήγματος και να το βαθύνουν, με αφετηρία την εκτίμηση ότι σε αυτή τη φάση η Κίνα δεν πρόκρινε μια μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση στο διεθνές τοπίο και ήταν κυρίως η Ρωσία αυτή που επιτάχυνε το δρόμο προς τη ρήξη, άρα – σύμφωνα με αυτό το σχήμα – η Κίνα δεν θέλει να ταυτιστεί με τη Ρωσία.
Μόνο, που υπάρχει το ενδεχόμενο να λειτουργήσει και με έναν αντίστροφο τρόπο: δηλαδή η Κίνα να αντιληφθεί αυτό που συμβαίνει απέναντι στη Ρωσία, από την επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι το φάσμα των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί, ως ένα μήνυμα προς την ίδια και ως προάγγελο ανάλογης αντιμετώπισης και της ίδιας εάν οι ΗΠΑ αποφασίσουν ότι χρειάζεται μια ρήξη.
Αυτό, με τη σειρά του, δίνει ένα πιο στρατηγικό βάθος στην τρέχουσα σύγκλιση ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα. Άλλωστε, μια ματιά στα κοινά ανακοινωθέντα, με πιο πρόσφατο αυτό που ακολούθησε τη συνάντηση του Πούτιν και του ΣΙ, λίγο πριν ξεκινήσουν οι συγκρούσεις, δείχνει ότι οι δυο χώρες μοιράζονται την ίδια επιφύλαξη για τις πολιτικές της Δύσης, βλέπουν επικριτικά την λογική της ένοπλης εξαγωγής δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπερασπίζονται μια σχετικά ισχυρή έννοια της εθνικής κυριαρχίας.
Βεβαίως, την ίδια στιγμή η Κίνα δεν παραλείπει να υπογραμμίζει ότι διαθέτει τη δική της εξωτερική πολιτική, επιμένοντας στην ανάγκη να δοθεί διπλωματική λύση στην Ουκρανική κρίση, χωρίς να παραλείπει να υπογραμμίζει ότι για την αντιπαράθεση έχουν ευθύνη και οι ΗΠΑ.