Με τον 34χρονο Παύλο Σιντόροφ συναντηθήκαμε στη Νέα Σμύρνη, κοντά στο διαμέρισμα 29 τετραγωνικών που έχει παραχωρήσει για λίγες μέρες σε αυτόν και την οικογένειά του (την έγκυο σύζυγό του Τίνα και την 4χρονη κόρη τους Εμα) ένα ζευγάρι Ολλανδών. «Εκείνοι ζουν στη χώρα τους και το χρησιμοποιούν τα καλοκαίρια» λέει. Η εγκυμοσύνη της γυναίκας του (γεννάει το καλοκαίρι) και η αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά, οδήγησε τον Παύλο, παρά τις αντίθετες γνώμες φίλων και γνωστών στο Κίεβο, να προετοιμάσει ένα ταξίδι, σαν διακοπές, προς την Ελλάδα, λίγο προτού ξεσπάσει ο πόλεμος. Σκοπός τους να έρθουν στην Αθήνα (όπου έχουν φίλους και συγγενείς), με το αυτοκίνητο μέσω Βαλκανίων, να μείνει η γυναίκα του, μαζί με τη μικρή, για να γεννήσει. Ο ίδιος θα πήγαινε πίσω στη δουλειά του στην Ουκρανία (είναι εμπορικός διευθυντής σε εταιρεία που κατασκευάζει αποκωδικοποιητές) και θα γύριζε το καλοκαίρι στην Αθήνα για να πάρει την οικογένεια και να επιστρέψουν.
Ξύπνησαν με εκρήξεις
Μόνο που τα γεγονότα τους πρόλαβαν. Ηταν απόγευμα της 23ης Φεβρουαρίου όταν άφησαν πίσω το σπίτι, φόρτωσαν στο αυτοκίνητο τις βαλίτσες τους με τα απαραίτητα και ξεκίνησαν. Πρώτη στάση η Οδησσός, «νύχτωσε και δεν ήθελα να ταλαιπωρηθεί η γυναίκα και η κόρη μου», αφηγείται. Στις 6 το πρωί τους ξύπνησαν οι εκρήξεις· ο πόλεμος είχε αρχίσει. Αρον-άρον έφυγαν και σε μια ώρα ήταν στα σύνορα με τη Μολδαβία.
«Ηταν εκεί πολλοί που ήθελαν να φύγουν, χωρίς πράγματα, χωρίς τίποτα». Πέρασαν τη συνοριακή γραμμή. «Στην αρχή ήμασταν σοκαρισμένοι, νιώθαμε ότι πρέπει να τρέξουμε, να τρέξουμε. Μετά τη Βουλγαρία συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχαμε να πάμε πουθενά, τι πειράζει αν κάνουμε μια μέρα ή μια βδομάδα». Κοιτάζει στο κινητό του, έχει σημειώσει ονόματα ανθρώπων που τους βοήθησαν. «Ευχαριστώ πολύ τον βούλγαρο εστιάτορα που όταν είδε τις ουκρανικές πινακίδες αρνήθηκε να πάρει χρήματα, τη Σοφία στη Θεσσαλονίκη, τη Ρένα κοντά στον Αλμυρό, τη Λουκία στο Πόρτο Ράφτη που μας έδωσε πράγματα για τη μικρή μου…».
«Θα ήθελα να γυρίσω»
Το μυαλό του, φυσικά, βρίσκεται στην Ουκρανία και σε εκείνους που την υπερασπίζονται. «Θα ήθελα να γυρίσω. Οταν έχεις οικογένεια εκεί, θα γυρίσεις. Το ίδιο κι αν δεν έχεις καθόλου οικογένεια. Οταν όμως έχεις μια έγκυο γυναίκα… πώς να την αφήσω μόνη με ένα μικρό παιδί;». Ο ίδιος βοηθά, όπως μπορεί, τους συμπατριώτες του που έρχονται εδώ. Μιλάει καλά ελληνικά λόγω της μητέρας του (είναι Ελληνίδα της Ουκρανίας, πρόεδρος του ελληνικού πολιτιστικού κέντρου «Ζορμπάς» στο Κίεβο). Με το αυτοκίνητό του μεταφέρει γυναίκες και παιδιά στα σπίτια που διατίθενται για να τους φιλοξενήσουν. Τους πηγαίνει από τα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης που συγκεντρώνονται. Τον ρωτάμε τι σκέφτεται για το μέλλον. «Προγραμματίζω, προς το παρόν, μόνο για 2 μέρες μπροστά. Φεύγοντας από τη συνάντησή μας θα μεταφέρω τρόφιμα. Μεθαύριο θα παραλάβω μια γυναίκα με 3 παιδιά από ένα χωριό, μιλάει μόνο ουκρανικά, όλη της τη ζωή ασχολιόταν με το σπίτι, ο άνδρας της έκανε όλες τις εξωτερικές δουλειές. Πρέπει να τη βοηθήσω. Θα βρω και δουλειά, είμαι 34 ετών, χέρια και μυαλό έχω και μπορώ να δουλέψω. Αλλά τόσες γυναίκες μόνες, τόσες γιαγιάδες και παππούδες χρειάζονται βοήθεια».
Η περιπέτεια των γονιών της
Από την πλευρά της, η Ελίνα έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο Κίεβο από Ελληνίδα μητέρα. Σπούδασε στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πριν από έναν χρόνο γέννησε το δεύτερο παιδί της, ένα κοριτσάκι. Μεταξύ άλλων, βοηθάει εθελοντικά εγκύους που φτάνουν από την Ουκρανία. «Σχεδόν όλες τους έχουν αφήσει πίσω στον πόλεμο τους συντρόφους τους και βιώνουν την εγκυμοσύνη μόνες τους, σε μια χώρα που δεν γνωρίζουν, έχοντας χιλιάδες πράγματα να σκεφτούν».
Περιγράφει την περιπέτεια της μητέρας της, η οποία έφτασε το προηγούμενο βράδυ, στις 4, οδικώς από το Κίεβο. Στην αρχή αισθανόταν ασφαλής, πίστευε ότι το «κακό» δεν θα έφτανε στην πρωτεύουσα. «Οταν άρχισε να ξυπνάει κάθε βράδυ από τις εκρήξεις, αποφασίσαμε να τη βγάλουμε από τη χώρα». Η πρώτη απόπειρα ήταν άκαρπη: αγόρασε εισιτήρια για το τρένο αλλά με τον συνωστισμό δεν κατάφερε να μπει. «Φοβήθηκα ότι δεν θα φύγει. Το να θηλάζεις κάθε 3 ώρες το παιδί σου τα βράδια και να παρακολουθείς την τηλεόραση για να δεις αν έχουν βομβαρδίσει το σπίτι σου, αν ζουν οι δικοί σου, είναι τραγικό» λέει η Ελίνα. Τελικά την πήραν μαζί κάποιοι φίλοι τους μέχρι τα δυτικά σύνορα, από εκεί η μητέρα της βρήκε πούλμαν απευθείας για Αθήνα. Ο πατέρας της πήγε με πούλμαν μέχρι τα σύνορα, τα διέσχισε με τα πόδια και επιβιβάστηκε σε λεωφορείο για την Πολωνία. Από το κρύο έπαθε πνευμονία – ευτυχώς είναι καλύτερα.
Ο σημαντικός ρόλος του Διαδικτύου
Στη μεταφορά της μητέρας της βοήθησαν πολύ τα κοινωνικά δίκτυα και το Διαδίκτυο: «Υπάρχει ενημέρωση. Λες π.χ. έχω βγάλει τους γονείς μου και ρωτάς πού μπορούν να σταματήσουν. Σου απαντούν στο τάδε μέρος έχω συγγενείς να σε βοηθήσουν. Επίσης, παίρνεις πληροφορίες για τους ανοιχτούς δρόμους».
Με κάποιους από τους φίλους και συγγενείς που έμειναν πίσω επικοινωνεί καθημερινά. «Χθες έμαθα ότι ο πατέρας μιας φίλης μου εκτελέστηκε από Ρώσους στα καλά καθούμενα. Είχε βγει από το καταφύγιο αναζητώντας πετρέλαιο για τη σόμπα και νερό. Σας το διηγούμαι και προσπαθώ να συνειδητοποιήσω ότι συζητώ για αυτά τα πράγματα. Μέχρι τώρα τα βλέπαμε στην τηλεόραση και συνέβαιναν μακριά, όχι μέσα στην Ευρώπη».
«Πήραν μαζί τα παιδιά των φίλων τους για να τα σώσουν»
Η αλληλεγγύη των Ουκρανών που οργανώνονται με τη βοήθεια των συλλόγων τους, φέρνει στη συζήτηση την Αννα, που ήρθε στην Ελλάδα με τους δύο γιους της 9 και 12 ετών λίγο προτού ξεσπάσει ο πόλεμος και εγκλωβίστηκε. Βοηθάει εθελοντικά τους πρόσφυγες συμπατριώτες της τρεις φορές την εβδομάδα, μοιράζοντας τρόφιμα και είδη που έχουν συγκεντρωθεί. «Θέλουν να μιλήσουν, θέλουν τρόφιμα, θέλουν πληροφορίες. Είναι σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση. Χρειάζονται λίγο καιρό για να δουν τι θα κάνουν. Οι περισσότερες είναι γυναίκες με παιδιά, πολλές έχουν πάρει μαζί τους παιδιά φίλων τους για τα σώσουν». Ο σύζυγος, οι γονείς, οι φίλοι της έχουν μείνει στο Κίεβο. Η ίδια ήρθε στην Αθήνα όπου μένει η καλύτερή της φίλη, μετά από προτροπή του άνδρα της που έβλεπε τα σύννεφα να πλησιάζουν. «Τα γενέθλια του μικρού μου, στις 16 Φεβρουαρίου, τα γιορτάσαμε μέσα στο αεροπλάνο» λέει. Οταν ήρθαν νοίκιασαν δωμάτιο. «Δεν εργάζομαι τώρα με τον πόλεμο, χρειαζόμαστε τα χρήματα και έπρεπε να το αφήσουμε. Η φίλη μου βρήκε μια καλή οικογένεια που μας δέχθηκε στο σπίτι της και μας φιλοξενεί».