1 Ο δικαστής ασκεί ένα λειτούργημα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως το υψηλότερο λειτούργημα στην κοινωνία. Από τη δικαστική κρίση εξαρτώνται πολύτιμα αγαθά των πολιτών. Και η κρίση του δικαστή για αυτά, όταν γίνεται αμετάκλητη, θα είναι η τελειωτική. Αλλη εξουσία δεν θα μιλήσει δεσμευτικά πάνω στο ζήτημα που κρίθηκε. Οι δικαστές μιλούν ακόμη και μετά τον νομοθέτη, αφού εξετάζουν και τη συνταγματικότητα των νόμων, και η σχετική κρίση τους εκτοπίζει τη νομοθετική. Είναι δε οι στυλοβάτες του κράτους δικαίου. Αλλά και από την πλευρά του ο δικαστής πρέπει να έχει επίγνωση του μεγέθους της εξουσίας του. Και όταν αποφαίνεται, κανένας άλλος δεν ευθύνεται για την απόφασή του. Μόνος του φέρει την ευθύνη, μόνος με τη συνείδησή του.
2 Θεμελιώδης προϋπόθεση για την επιτέλεση του έργου του δικαστή είναι να του διασφαλίσουμε ανεξαρτησία. Η κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας πρέπει να είναι θεσμική και μάλιστα συνταγματικού επιπέδου, όπως είναι πράγματι στην Ελλάδα. Τούτο όμως δεν αρκεί. Οι πειρασμοί και οι επηρεασμοί δεν αποτρέπονται με μόνη τη θεσμική θωράκιση. Χρειάζεται και η αντίσταση από τον ίδιο τον δικαστή. Και αυτό είναι θέμα συνείδησης. Η συνείδηση του δικαστή είναι το μεγάλο όπλο του για την ανεξαρτησία του. Τελικά είναι θέμα προσωπικού ήθους και σθένους του κάθε δικαστή.
3 Η ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας δεν σημαίνει ότι το δικαστικό σώμα είναι αποκομμένο από τις άλλες λειτουργίες (εξουσίες) της πολιτείας, τη νομοθετική και την εκτελεστική. Ούτε η συνταγματική αρχή της διάκρισης των τριών λειτουργιών επιβάλλει κάτι τέτοιο, που άλλωστε θα ήταν αντίθετο προς το πραγματικό νόημά της. Το νόημα αυτό απαιτεί μεν τη διάκριση αλλά σε συνθήκες διαφάνειας, ενημέρωσης και αμοιβαίων περιορισμών σύμφωνων με τη δημοκρατική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας από την οποία πηγάζουν, άμεσα ή έμμεσα, όλες οι εξουσίες. Οσο πιο στεγανός και εσωτερικά αναπαραγόμενος είναι ένας χώρος τόσο περισσότερο απομακρύνεται από την αρχή αυτή.
4 Υπό την παραπάνω έννοια δεν μπορεί να θεωρηθεί προσβολή της δικαστικής ανεξαρτησίας η συνταγματική πρόβλεψη ότι την ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας επιλέγει άλλη πολιτειακή εξουσία και συγκεκριμένα, κατά το Σύνταγμα, η εκτελεστική (το Υπουργικό Συμβούλιο). Πρόκειται για πρόβλεψη που και αυτή είναι συνέπεια και έκφραση της δημοκρατικής αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Η κυβέρνηση λογοδοτεί στη Βουλή και η Βουλή στον λαό. Ανάλογες προβλέψεις ισχύουν στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης.
Αλλωστε η εκλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης με εσωτερικές διαδικασίες, π.χ. από την Ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, θα οδηγούσε πάλι σε εξαρτήσεις, αυτή τη φορά από συναδέλφους δικαστές και επιπλέον είναι πολύ πιθανό ότι θα προκαλούσε ομαδοποιήσεις και ανταγωνισμούς μέσα στο Σώμα. Εξαρτήσεις θα δημιουργούσε και η επιλογή από μεικτή επιτροπή δικαστικών και εξωδικαστικών παραγόντων.
Η αρμοδιότητα επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης νομίζω ότι μπορεί να παραμείνει στην πολιτική εξουσία. Θα πρέπει όμως να αντιμετωπιστεί το βασικό μειονέκτημα της ισχύουσας σήμερα ρύθμισης, που είναι ο κίνδυνος επιλογών όχι αξιοκρατικών αλλά αρεστών στην εκάστοτε κυβερνητική εξουσία. Ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι, κατά τη γνώμη μου, η πρόβλεψη ότι την επιλογή δεν θα αποφασίζει μόνη η κυβέρνηση (που συνήθως είναι μονοκομματική), αλλά θα την αποφασίζουν συναινετικά κυβέρνηση και κόμματα της αντιπολίτευσης που εκπροσωπούν αυξημένη πλειοψηφία της Βουλής. Στην ουσία η αρμοδιότητα θα μετακινηθεί από την εκτελεστή εξουσία στη νομοθετική (όχι κατ’ ανάγκην στη Βουλή, αλλά στους εκπροσώπους κοινοβουλευτικών κομμάτων που διαθέτουν αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή).
Τούτο βέβαια απαιτεί συνταγματική αναθεώρηση. Αλλά και έως τότε θα μπορεί να εφαρμοστεί, εφόσον (όπως θα ήταν ευκταίο) υπάρχει η σχετική προθυμία από τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Αξίζει να αναφερθεί ότι μια τέτοια συναινετική διαδικασία είχε πριν από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές προταθεί, έστω την τελευταία στιγμή, από τον υπουργό Δικαιοσύνης στην τότε αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία όμως, δυστυχώς, δεν αποδέχθηκε την πρόταση.
5 Η δικαστική ανεξαρτησία πρέπει φυσικά να γίνεται σεβαστή από όλους τους πολίτες. Είναι όμως απαραίτητο να υπάρχει εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σώμα. Η συμβολή σε αυτό των ίδιων των δικαστών είναι σημαντική, συμβολή ιδίως με την ποιότητα των αποφάσεών τους. Τούτο ισχύει πολύ περισσότερο για αποφάσεις που ενδιαφέρουν έντονα όχι μόνο τους δικαζόμενους αλλά και την κοινή γνώμη, όπως σε υποθέσεις με πολιτικό ενδιαφέρον.
Στο ζήτημα αυτό χρειάζεται αυτοσυγκράτηση των δικαστών, οσάκις ο δικαστής αναμειγνύεται σε θέματα νομοθετικής πολιτικής, η οποία ανήκει στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, όχι στη δικαστική. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται ιδίως όταν ο δικαστής ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων, εφαρμόζοντας γενικές, αόριστες συνταγματικές έννοιες που επιδέχονται πολλές ερμηνείες· υφέρπει τότε πράγματι ο κίνδυνος να καταλήξει σε υπέρβαση της δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπέρβασης συνιστά η περίπτωση όπου ο δικαστής ανατρέπει τη συνταξιοδοτική ή μισθολογική πολιτική της όποιας κυβέρνησης, (π.χ. αναγνωρίζοντας αναδρομικά οικονομικές παροχές), ασκώντας έτσι στην ουσία δημοσιονομική πολιτική και προκαλώντας υπέρογκες και δυσβάστακτες δημόσιες δαπάνες, χωρίς να είναι σε θέση να πει από πού θα αντληθούν οι αναγκαίοι πόροι. Αυτά είναι θέματα που ανήκουν κατά το Σύνταγμα και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών στην πολιτική εξουσία.
6 Τέλος, σημαντική συμβολή για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη δικαστική εξουσία έχει η περαιτέρω ανύψωση του επιπέδου της μέσω προσέλκυσης στους κόλπους της των αρίστων μεταξύ των νομικών. Στην προώθηση του στόχου αυτού μπορεί να συμβάλει η σημαντική αύξηση των αποδοχών των δικαστών, καθώς και η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων εισαγωγής στην Εθνική Σχολή Δικαστών (π.χ. υψηλός βαθμός πτυχίου, μεταπτυχιακές σπουδές κ.λπ.). Τούτο θα συμβάλει σημαντικά και στην επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης. Ο καλός δικαστής συλλαμβάνει ευκολότερα τον πυρήνα της δικαζόμενης υπόθεσης που θα τον οδηγήσει στην επίλυσή της χωρίς καθυστερήσεις. Ο άριστος ακόμη ευκολότερα.
Αξίζει επίσης να θέσουμε ως στόχο την αποφυγή μετατροπής του δικαστικού σώματος σε ένα κλειστό, εσωστρεφές σώμα και την ανάγκη ανανέωσης και αναζωογόνησής του με νέες, έξωθεν προερχόμενες, δυνάμεις. Η πρόσληψη στο δικαστικό σώμα (και σε ανώτερες βαθμίδες) νομικών που έχουν ήδη διακριθεί σε άλλον επαγγελματικό στίβο μπορεί να εμπλουτίσει το δικαστικό σώμα με νέες, στην ευρύτερη κοινωνία διακινούμενες, αντιλήψεις που απηχούν αμεσότερα το εκτός δικαστικού σώματος πνεύμα. Σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες η δυνατότητα απευθείας διορισμού δικαστικών λειτουργών ώριμων νομικών, που έχουν ήδη δοκιμαστεί για το ήθος, τη δύναμη αντίστασης, την ανεξαρτησία γνώμης, την κοινωνική ευαισθησία, το δημοκρατικό φρόνημα, την κοινωνική πείρα τους κ.λπ., είναι καθιερωμένη και χαρακτηρίζει το πνεύμα που επικρατεί ότι το δικαστικό σώμα δεν πρέπει να αποτελεί κλειστό χώρο.
Η καθιέρωση, παράλληλα με την είσοδο μέσω της Εθνικής Σχολής Δικαστών (που θα παραμείνει ο κανόνας), και άλλου τρόπου εισόδου στο δικαστικό σώμα δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, συνταγματική διάταξη που θα αποτελούσε εμπόδιο σε μια σχετική νομοθετική ρύθμιση.
ΥΓ. Τελευταία αρθρογραφούν συνταγματολόγοι υπέρ της συνταγματικότητας της νομοθετικής πρόβλεψης για μόνιμη παρουσία της Αστυνομίας στα πανεπιστήμια. Το πρόβλημα όμως δεν είναι αν η ρύθμιση αυτή είναι αντισυνταγματική (ασφαλώς δεν είναι), αλλά αν είναι κακή νομοθετική ρύθμιση (που είναι). Κατά τη γνώμη μου, που την έχω ήδη εκφράσει δημόσια (σε άρθρο μου από τον Δεκέμβριο του 2020), η άστοχη αυτή πολιτική απόφαση δεν είναι καθόλου αναγκαία για την αντιμετώπιση της βίας στα πανεπιστήμια. Υπάρχουν άλλοι αποτελεσματικότεροι τρόποι. Θα είμαστε οι μόνοι μεταξύ των προηγμένων χωρών της Ευρώπης που θα έχουμε λάβει και εφαρμόσει ένα τέτοιο μέτρο. Εύχομαι η εφαρμογή να αποτραπεί και τα πανεπιστήμια να μη γνωρίσουν κάτι πρωτόγνωρο στην ιστορία τους, που δεν αρμόζει σε πανεπιστήμιο.
*Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής, ακαδημαϊκός, πρώην υπουργός.