Σε σχέση με όλα τα ποικίλα και ανομοιογενή συστήματα και τους κανόνες οργάνωσης του δικαστικού συστήματος που ισχύουν στα δημοκρατικά καθεστώτα, το καθεστώς της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών στην Ελλάδα έχει ιδιαιτερότητες. Πάντως, φαίνεται ότι δεν έχει κατακτηθεί η αναγκαία ισορροπία μεταξύ των θεσμικών ρυθμίσεων και της πρακτικής εφαρμογής τους.
Η οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης στη χώρα μας αφενός στηρίζεται σε αυστηρή ιεραρχική δομή και αφετέρου χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια. Το υπηρεσιακό καθεστώς των δικαστών, όπως διαγράφεται τόσο σε επίπεδο Συντάγματος όσο και στην κοινή νομοθεσία, έχει στοιχεία που προσιδιάζουν σε υπηρεσιακό καθεστώς υπαλλήλων. Το Σύνταγμα και ο Κώδικας Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών κάνουν λόγο για προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις, μετατάξεις και επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών, ακόμη και για προαγωγές στις θέσεις των αντιπροέδρων και προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των γενικών επιτρόπων στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στα διοικητικά δικαστήρια, αντιστοίχως. Η ίδια ακριβώς ορολογία χρησιμοποιείται στον υπαλληλικό κώδικα για τις υπηρεσιακές μεταβολές των δημοσίων υπαλλήλων.
Εξάλλου, οτιδήποτε αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών κρίνεται μέσα στους κόλπους της δικαιοσύνης. Τα δικαστικά (υπηρεσιακά) συμβούλια που αποφασίζουν για τις υπηρεσιακές μεταβολές αποτελούνται μόνο από δικαστές και τελούν υπό την προεδρία του προέδρου του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου. Τα πειθαρχικά συμβούλια επίσης αποτελούνται αποκλειστικά από δικαστές, με εξαίρεση εκείνο που είναι αρμόδιο για τους ανώτατους δικαστές, στο οποίο όμως η πλειοψηφία αποτελείται επίσης από δικαστικούς λειτουργούς, ενώ μετέχουν και δύο καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών.
Η πραγματικότητα είναι ότι αυτό το εσωστρεφές και ιεραρχικά δομημένο σύστημα δεν εξασφάλισε όρους για τη βέλτιστη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού ούτε για τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητά της. Η ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων – η οποία συνολικά, εξεταζόμενη και συγκρινόμενη με τις αποφάσεις πολλών ξένων δικαστηρίων με αναγνωρισμένο κύρος, είναι υψηλού επιπέδου – δεν οφείλεται στον τρόπο οργάνωσης της δικαιοσύνης αλλά είναι αποτέλεσμα των ικανοτήτων και της εργασίας της μεγάλης πλειοψηφίας των δικαστών.
Στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής του δικαστικού μας συστήματος αποκτά ιδιαίτερη σημασία η επιλογή των προσώπων που βρίσκονται στα προεδρεία των ανωτάτων δικαστηρίων (κατ’ ακριβολογία, η προαγωγή τους στους βαθμούς αυτούς σύμφωνα με τη συνταγματική ορολογία) και κατ’ επέκταση το όργανο που ασκεί τη σχετική αρμοδιότητα. Στην ελληνική κοινωνία και στον δημόσιο βίο έχει αναχθεί σε μείζον ζήτημα το γεγονός ότι η επιλογή γίνεται από κυβερνητικό όργανο διότι δημιουργείται ευρύτερα η αντίληψη ότι με τον τρόπο αυτόν δημιουργείται σχέση εξάρτησης της δικαιοσύνης στο σύνολό της από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Η συζήτηση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση διότι η ελληνική δικαιοσύνη δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα εξωτερικής ανεξαρτησίας. Είναι, άλλωστε, εφοδιασμένη με ισχυρή θεσμική θωράκιση ώστε δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για την απόκρουση εξωτερικών παρεμβάσεων. Η συζήτηση είναι και απρόσφορη δεδομένου ότι δεν υπάρχει σύστημα επιλογής χωρίς αδυναμίες. Και πάντως δεν υπάρχει μεταξύ αυτών που έχουν κατά καιρούς προταθεί. Π.χ. η επιλογή από το ίδιο το ανώτατο δικαστήριο ή έστω η πρόταση μικρού αριθμού υποψηφίων, μεταξύ των οποίων θα γίνεται η επιλογή, θα ενίσχυε την εσωστρέφεια και θα συνέβαλλε στη δημιουργία κλίματος ανταγωνισμού στους ίδιους τους κόλπους του δικαστικού σώματος. Η επιλογή από ευρύτερο σώμα εκλεκτόρων δεν θα απέκλειε την υποκειμενικότητα των κριτών και την αμφισβήτηση της απόφασής τους. Η επιλογή από το νομοθετικό σώμα με κοινή πλειοψηφία δεν θα απείχε ουσιαστικώς από το ισχύον σύστημα επιλογής από την κυβέρνηση, ενώ η επιλογή με αυξημένη πλειοψηφία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδιέξοδα, όπως συνέβη και για τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών, χωρίς να αίρονται εντυπώσεις με βάση τις πλειοψηφίες και μειοψηφίες κατά την επιλογή. Η εμπειρία, άλλωστε, έχει αποδείξει ότι στο διάστημα των πολλών δεκαετιών, κατά το οποίο τα προεδρεία των ανώτατων δικαστηρίων ορίζονται από τις κυβερνήσεις, πολύ λίγες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες οι επιλεγέντες αποδείχθηκαν ανάξιοι του αξιώματός τους.
Θεωρώ ότι η συζήτηση σχετικά με την ανεξαρτησία των δικαστών πρέπει να έχει ως στόχευση τη δημιουργία αίσθησης και νοοτροπίας ενδοδικαστικής ανεξαρτησίας που προϋποθέτει την κατάργηση της σχέσης προϊσταμένου – υφισταμένου με την κλασική ιεραρχική δομή. Για τον σκοπό αυτόν ο προβληματισμός θα έπρεπε, πέρα από το θέμα του τρόπου ορισμού των προέδρων και αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, να επικεντρωθεί σε άλλες θεσμικές ρυθμίσεις που περιέχονται σταθερά στα ελληνικά Συντάγματα και θεωρούνται αυτονόητες, ενώ δεν είναι. Δεν είναι απαραίτητο ο πρόεδρος του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου να προεδρεύει ex officio στα δικαστικά συμβούλια που αποφασίζουν για όλες τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστών. Οπως δεν είναι αναγκαίο να υφίστανται ιεραρχικοί βαθμοί προέδρου και αντιπροέδρου των ανωτάτων δικαστηρίων, στους οποίους προάγονται μέλη του οικείου δικαστηρίου καθιστάμενοι με τον τρόπο αυτόν προϊστάμενοι των συναδέλφων τους, ενώ θα μπορούσε τα σχετικά καθήκοντα να ασκεί δικαστής ως primus inter pares, οριζόμενος με συγκεκριμένη θητεία, μετά τη λήξη της οποίας, εφόσον δεν έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας, παραμένει μέλος του δικαστηρίου. Αυτές οι μεταβολές, που δεν είναι άλλωστε καινοφανείς στον ευρωπαϊκό χώρο, θα αποτελούσαν πραγματικό σημαντικό βήμα στην ενίσχυση του αισθήματος ανεξαρτησίας στο εσωτερικό του δικαστικού σώματος.
Ο κ. Κωνσταντίνος Μενουδάκος είναι επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.