Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η διαμόρφωση ενός νέου ψυχροπολεμικού τοπίου μεταξύ Δύσης και Μόσχας (με υπό διερεύνηση προεκτάσεις) και ο φόβος ενός Γ’ Παγκόσμιου Πολέμου ωθεί τη μια μετά την άλλη χώρες σε δραστικές αυξήσεις των αμυντικών τους δαπανών, κυρίως εντός αλλά και εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Ειδικά στην περίπτωση της Γερμανίας, η ανακοίνωση του προγράμματος-«μαμούθ» των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για εξοπλισμούς και τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων σηματοδότησε την πλήρη αναθεώρηση του μεταπολεμικού αμυντικού της δόγματος και της εξωτερικής πολιτικής της.
Για την Ευρώπη των «27», όπου οι αμυντικοί προϋπολογισμοί παίρνουν αλυσιδωτά την ανιούσα -σε αρκετές περιπτώσεις άνω και του νατοϊκού στόχου του 2% του ΑΕΠ- το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα ήταν, είναι και καταπώς φαίνεται θα παραμείνει η αμυντική αυτονόμηση από τη Συμμαχία και τις ΗΠΑ.
Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας οδηγούν σε ενίσχυση των οπλοστασίων στην ευρύτερη περιοχή Ινδίας-Ειρηνικού.
Πρόκειται για μια νέα κούρσα εξοπλισμών που διαμορφώνει μια νέα ισορροπία τρόμου, η οποία θα μπορούσε να καταρρεύσει οπουδήποτε και ανά πάσα στιγμή.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ρευστότητας και ανασφάλειας, μοναδικός σίγουρος κερδισμένος δείχνει να είναι η πολεμική βιομηχανία.
Συνολικής αξίας σήμερα ήδη μισού τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αναμένεται να δει τεράστια αύξηση σε έσοδα και κέρδη. Για πολλοστή φορά.
«Χρυσά» κέρδη
Ακόμη και το 2020, εν μέσω πανδημίας και παγκόσμιας ύφεσης λόγω της COVID-19, οι πωλήσεις όπλων και στρατιωτικών υπηρεσιών από τις 100 μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου ανήλθαν συνολικά σε 531 δισεκατομμύρια δολάρια.
Πρόκειται για αύξηση 1,3% τοις εκατό σε σύγκριση με το 2019 και 17% με το 2015, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών της Στοκχόλμης για την Ειρήνη (SIPRI).
Οι πέντε χώρες που δαπάνησαν τα μεγαλύτερα ποσά για την αγορά εξοπλισμών ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Από κοινού αντιπροσώπευαν το 62% των στρατιωτικών δαπανών παγκοσμίως. Ειδικά για την Κίνα, ήταν αυξημένες για 26η συναπτή χρονιά.
Η Ινδία παρέμεινε ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία.
Συνολικά, τα τελευταία συγκεντρωτικά στοιχεία για τις συνολικές στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως δείχνουν ότι έφτασαν τα 1,981 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020, σημειώνοντας αύξηση 2,6% σε ετήσια βάση.
Πρακτικά, όλοι αυτοί οι πακτωλοί χρημάτων για εξοπλιστικά προγράμματα και τη συντήρηση στρατών το 2020 ξεπέρασαν ακόμη και τις δαπάνες που γίνονταν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Όλα αυτά, δε, πριν καν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία…
Πηγή: sipri.org
«Φουσκώνοντας» τους αμυντικούς προϋπολογισμούς
Πλέον, υπό τη «σκιά» της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η Γερμανία σχεδόν τριπλασίασε τον αμυντικό προϋπολογισμό της για το 2022, ενώ στοχεύει σε αύξηση των ετήσιων στρατιωτικών δαπανών από περίπου 1,5% στο 2% του ΑΕΠ έως το 2024.
Η κυβέρνηση της Πολωνίας ανακοίνωσε αντιστοίχως αλλαγές στον σχεδιασμό της, με στόχο τη διάθεση του 3% του ΑΕΠ στην άμυνα το 2023 (από 2,2% που είναι φέτος) και περαιτέρω αυξήσεις για τα επόμενα έτη.
Την ανιούσα παίρνουν οι αμυντικές δαπάνες και στη Ρουμανία, στο 2,5% του ΑΕΠ.
Κατά 18 δισεκατομμύρια κορώνες (2,65 δισεκατομμύρια δολάρια) θα αυξηθούν σταδιακά οι ετήσιες αμυντικές δαπάνες της Δανίας, ώστε να φτάσει το 2% του ΑΕΠ έως το 2033, όπως ανακοίνωσε η πρωθυπουργός της χώρας Μέτε Φρέντρικσεν.
Ανάλογα σχέδια, χωρίς να τα έχει ακόμη συγκεκριμενοποιήσει, εξήγγειλε και ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, ενόψει και των προεδρικών εκλογών του Απριλίου.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, οι ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την τράπεζα Jefferies, εάν όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ πετύχουν τον στόχο των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ (όπως δεσμεύτηκαν στη σύνοδο κορυφής του 2014 στην Ουαλία, με χρονικό ορίζοντα το 2024), τότε οι αμυντικοί προϋπολογισμοί τους -εξαιρουμένου του γιγαντιαίου των ΗΠΑ- θα αυξηθούν συνδυαστικά κατά 25%, φτάνοντας περίπου τα 400 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Προσώρας πάντως, βάσει των στοιχείων του ΝΑΤΟ για το 2021, μόνο δέκα από τις 30 χώρες μέλη-μέλη της Συμμαχίας έχουν πετύχει ή ξεπεράσει αυτό το όριο, με την Ελλάδα μάλιστα να κατέχει πλέον την πρώτη θέση, με 3,82% του ΑΕΠ -σχεδόν διπλάσιο από το στόχο, δηλαδή- ξεπερνώντας ακόμη και τις ΗΠΑ…
Πηγή: nato.int
Εκτός ΝΑΤΟ εν τω μεταξύ (με το οποίο «φλερτάρουν» πλέον ανοιχτά), η Φινλανδία και η Σουηδία αυξάνουν επίσης τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς.
Η κυβέρνηση της Στοκχόλμης μόλις ανακοίνωσε ότι θα ευθυγραμμίσει τις στρατιωτικές δαπάνες της με τον στόχο του 2% του ΑΕΠ του ΝΑΤΟ «το συντομότερο δυνατόν» και το αργότερο σε μία δεκαετία.
Το 2020, το ποσοστό στη σκανδιναβική χώρα ήταν στο 1,2% του ΑΠΕ και αναμένεται να φτάσει βραχυπρόθεσμα το 1,5%, βάσει των αμυντικών δαπανών που έχουν ήδη ανακοινωθεί.
Για το 2021 αυτές φτάνουν τα 66 δισεκατομμύρια κορώνες (περί τα 6,2 δισεκατομμύρια ευρώ) και, σύμφωνα με σουηδικά μέσα ενημέρωσης, αναμένεται να αυξηθούν στα 91 δισεκατομμύρια κορώνες μέχρι το 2025.
Εκεί πάντως που τα σχετικά μεγέθη προκαλούν πλέον ίλιγγο είναι στην Κίνα.
Το Πεκίνο ανακοίνωσε ότι προχωρά σε αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 7,1% φέτος, από 6,8% που ήταν αντιστοίχως πέρυσι.
Έτσι, με δαπάνες 229 δισεκατομμυρίων δολαρίων, έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό στον κόσμο (μετά τις ΗΠΑ, με 778 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022) και δη τριπλάσιο από εκείνον της Ινδίας.
Οι κερδισμένοι της κούρσας εξοπλισμών
Τα «σκήπτρα» στην πολεμική βιομηχανία έχουν μακράν οι ΗΠΑ, με μερίδιο 37% επί του συνόλου των εξαγωγών όπλων την περίοδο 2016-20. Ακολουθεί η Ρωσία με 20%, η Γαλλία (8,2%), η Γερμανία (5,5%) και η Κίνα (5,2%).
Όχι τυχαία, με τη ρωσική εισβολή Ουκρανία, οι τιμές των μετοχών αμερικανικών αμυντικών κολοσσών «πέταξαν».
Ενδεικτικά, αυτές της Lockheed Martin (κατασκευάστριας πυραύλων και των μαχητικών αεροσκαφών F-35, F-26 κ.α.) και της Raytheon Technologies (κατασκευάστριας των αντιαεροπορικών πυραύλων Stinger, που σήμερα στέλνουν σωρηδόν οι ΗΠΑ και νατοϊκοί σύμμαχοι στους Ουκρανούς) αυξήθηκαν κατά 16% και 3% αντίστοιχα, έναντι πτώσης 1% στον S&P 500.
Η βρετανική BAE Systems, η μεγαλύτερη αμυντική βιομηχανία της Ευρώπης, σημείωσε εντυπωσιακή άνοδο 26%.
Με την προσμονή της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η γερμανική Rheinmetall (κατασκευάζει στρατιωτικά οχήματα, όπλα και πυρομαχικά) είδε την μετοχή της να εκτινάσσεται κατά 70% μέσα σε λίγες μέρες.
Η επίσης γερμανική Hensoldt, κατασκευάστρια στρατιωτικών αισθητήρων, υπερδιπλασίασε την αγοραία της αξία.
Σημαντική αύξηση κατέγραψαν και οι τιμές των μετοχών της γαλλικής εταιρείας Thales και της ιταλικής Lenardo.
Όμως εκτός από τους κορυφαίους εξαγωγείς οπλικών συστημάτων, υπάρχουν επίσης πολλοί άλλοι πιθανοί ωφελούμενοι από τον πόλεμο στην Ουκρανία, επισημαίνει σε ενδιαφέρον άρθρο του στο The Conversation ο καθηγητής Management στο Πανεπιστήμιο του Έσεξ, Πίτερ Μπλουμ.
Η Τουρκία για παράδειγμα, αναφέρει, προμηθεύει την Ουκρανία με όπλα, συμπεριλαμβανομένων των οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών Bayraktar TB2.
«Πρόκειται για σημαντικό σημαντικό όφελος για τη τουρκική αμυντική βιομηχανία», επισημαίνει, «η οποία προμηθεύει σχεδόν το 1% της σχετικής παγκόσμιας αγοράς».
Στο Ισραήλ αντίστοιχα, το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου το 3% των παγκόσμιων εξαγωγών όπλων, η εφημερίδα Haaretz χαρακτήριζε την εγχώρια αμυντική βιομηχανία «πρώιμο νικητή της εισβολής της Ρωσίας», με την τιμή της μετοχής της Elbit Systems (από τις μεγαλύτερες στη χώρα) να σημειώνει άνοδο 18% μέσα σε δύο ημέρες.
Όσο για τη Ρωσία;
«Έχει ενισχύσει τη δική της βιομηχανία ως απάντηση στις κυρώσεις της Δύσης, που χρονολογούνται από το 2014», επισημαίνει ο Πίτερ Μπλουμ, με την εφαρμογή ενός μεγάλου προγράμματος για τη μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές όπλων και τεχνογνωσίας, καθώς και για την αύξηση των ρωσικών εξαγωγών όπλων.
Την περίοδο 2016-2020, αυτές μειώθηκαν κατά 22%. Αυτό ωστόσο, παρατηρεί ο Βρετανός αναλυτής, οφειλόταν κυρίως στη μείωση κατά 53% των πωλήσεων στην Ινδία. Σε αντιδιαστολή, αυξήθηκαν σημαντικά σε χώρες όπως η Κίνα, η Αλγερία, η Αίγυπτος και το Βιετνάμ.
Σύμφωνα δε με έκθεση για το αμερικανικό Κογκρέσο, που συνένταξε τον περασμένο Οκτώβριο, η Υπηρεσία Έρευνας του σώματος ανέφερε ως έναν από τους λόγους που «τα ρωσικά όπλα φαίνονται ελκυστικά στους αγοραστές» είναι ότι «μπορεί να είναι λιγότερο ακριβά και πιο εύκολα στη λειτουργία και τη συντήρηση, σε σχέση με τα δυτικά συστήματα».