Ένα παλιό εκπληκτικό τραγούδι με την υπέροχη φωνή του Γιάννη Καλατζή, σε στίχους του συγγραφέα Κώστα Μουρσελά έλεγε:
Ω! τι κόσμος μπαμπά, ποιοι τον σκάρτεψαν τόσο
να `ναι όλα στραβά, τον πουλώ όσο όσο,
κάνε κάτι μπαμπά, δεν αντέχω, θα φύγω,
είναι κρίμα μαμά, άλλαξέ τον και λίγο.
Τόσος κόπος γιατί, τόσο αίμα και δάκρυ
να μπορούσα με κάτι να τον κάνω καπνό,
όλα τέλειωσαν πια, όλα πήγαν χαμένα,
ένα μένει σ’ εμένα, να του βάλω φωτιά.
Ένα τραγούδι που γράφτηκε για την ταραγμένη περίοδο της δικτατορίας αλλά είναι τόσο επίκαιρο όσο ποτέ.
Ενας κόσμος που πληγώνει τα παιδιά, ένας κόσμος που μοιάζει τόσο αποκρουστικός, ένας κόσμος που θυμίζει καφκικό τοπίο, παραδίδεται στις επόμενες γενιές.
Τα τελευταία 10 χρόνια η Ελλάδα (αλλά και ο πλανήτης ολόκληρος) έχει αλλάξει ριζικά.
Οικονομική κατάρρευση, κοινωνική αναταραχή, αξιακή χρεοκοπία, πανδημίες, καραντίνες, στέρηση ατομικών ελευθεριών και δημοκρατικών διεκδικήσεων, ανελευθερία και τώρα… πόλεμος.
Ενας πόλεμος στην αυλή της πατρίδας μας, ένας πόλεμος, όμως, που επηρεάζει όλο τον κόσμο.
Πολλοί σκέφτηκαν με όσα γίνονται στην Ουκρανία: «Είμαστε οι γενιές που δεν γνώρισαν πόλεμο παγκοσμίων διαστάσεων. Μήπως ήρθε η σειρά μας;»
Οι εξελίξεις στην Ουκρανία προοιωνίζονται μια δύσκολη περίοδο που θα ακολουθήσει. Ακόμη κι αν ο πόλεμος λήξει μέσα από διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς, οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι δραματικές.
Το κακό σενάριο είναι η κλιμάκωση του πολέμου, η εμπλοκή κι άλλων χωρών, η βίαιη αλλαγή συνόρων, εκατομμύρια νεκροί κι ένα πρωτόγνωρο προσφυγικό κύμα.
Το καλύτερο σενάριο κάνει λόγο για μια περίοδο Ψυχρού Πολέμου, στρατιωτικών ανταγωνισμών άνευ προηγουμένου, ισορροπία τρόμου στον πλανήτη με τα πυρηνικά να αποτελούν μόνιμη απειλή για καταστροφή του σύγχρονου πολιτισμού.
Και ταυτόχρονα ένας οικονομικός πόλεμος που θα πλήξει τις μικρότερες και περισσότερο εξαρτώμενες χώρες, όπως η Ελλάδα.
Αυτός είναι ο κόσμος που κληροδοτούμε στα παιδιά μας.
Τι να πουν τα 15χρονα παιδιά που περνούν την εφηβεία τους πλημμυρισμένα από εικόνες φρίκης, πολέμου, πανδημίας, νεκρών, πλήρους κατάρρευσης των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών, αβεβαιότητας για το μέλλον τους;
Τι να πούμε σε ένα 20χρονο παιδί που σπουδάζει και είναι έτοιμο να βγει στην αγορά εργασίας, σε μια οικονομία που εδώ και 10 χρόνια δεν μπορεί να πάρει ανάσα; Και σε ένα κράτος που διατηρεί όλες τις παθογένειες του παρελθόντος: Αναξιοκρατία, κομματικοποίηση, συναλλαγές κάτω από το τραπέζι, σκάνδαλα και στείρες πολιτικές αντιπαραθέσεις;
Τι να πούμε σε έναν 30χρονο εργαζόμενο που ετοιμάζεται να κάνει οικογένεια, που δουλεύει για 700 ευρώ και που η ακρίβεια, το άδηλο μέλλον, η σκληρή καθημερινότητα του τσακίζουν τα όνειρα;
Ολες αυτές οι γενιές νέων παιδιών καλούνται να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που δείχνει να μην έχει σταθερές.
Ενας κόσμος πλήρους αβεβαιότητας που μάλιστα τα τελευταία δύο χρόνια έχει γεμίσει με θάνατο, αρρώστιες, απομόνωση, έκρηξη της κατάθλιψης, της μοναξιάς, της οργής.
Ενας κόσμος με πρωτοφανή εγκλήματα, με παντελή απουσία συναισθημάτων, με πλήρη καταρράκωση των ηθικών κανόνων, των δεσμών, της οικογένειας, της φιλίας.
Με πολύ μίσος, δυσανεξία στην άλλη άποψη, με τα social media να μετατρέπονται σε αρένα για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Αυτός είναι ο κόσμος, αυτή είναι η Ελλάδα που θα ζήσουν αυτά τα παιδιά.
Και το ερώτημα είναι ένα και δραματικό:
Πώς θα επιβιώσουν σ’ αυτόν τον κόσμο που τους χτίσαμε;
Όλα τέλειωσαν; Όλα πήγαν χαμένα;