The Wall Street Journal
Η προσπάθεια των ΗΠΑ να «βγάλουν» τη Ρωσία από το διεθνές εμπορικό σύστημα πλήττει σημαντικά το όραμα του ελεύθερου εμπορίου, το οποίο αποτελούσε «φάρο» της αμερικανικής πολιτικής για σχεδόν 30 χρόνια. Η κίνηση αυτή σηματοδοτεί την έναρξη μίας εποχής όπου τα έθνη και οι εταιρείες απομακρύνονται από το εμπόριο με ανταγωνιστές, και στρέφονται σε εταίρους με τους οποίους έχουν παρόμοιες απόψεις.
Οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι της Δυτικής Ευρώπης από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία ήταν άμεσες και αποτελεσματικές – μεταξύ των οποίων η απαγόρευση ή ο περιορισμός της αγοράς ρωσικού πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, ώστε να ασκηθούν πιέσεις στον Ρώσο Πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, προκειμένου να αποσύρει τα στρατεύματά του.
Η Δύση προσπαθεί, επίσης, να απομακρύνει τις τράπεζες της Ρωσίας από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά δίκτυα, ενώ ένας δικομματικός συνασπισμός νομοθετών των ΗΠΑ έχει θεσπίσει νομοθεσία που καλεί τις ΗΠΑ να ασκήσει πιέσεις για την απομάκρυνση της Ρωσίας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου – μια ενέργεια που δεν θα είχε προηγούμενο στην ιστορία του ΠΟΕ.
«Το εμπορικό σύστημα όπως το γνωρίζουμε, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και το οποίο διέπεται από ένα βασικό σύνολο κανόνων, βάσει των οποίων όλοι συναλλάσσονται, έχει αρχίσει να καταρρέει», δήλωσε η Τζένιφερ Χίλμαν, δικηγόρος που ασχολείται με το εμπορικό δίκαιο και πρώην νομικός στο εμπορικό δικαστήριο του ΠΟΕ, η οποία τώρα διδάσκει Διεθνές Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο Georgetown.
Η έννοια της παγκοσμιοποίησης– έθνη, δηλαδή, που συναλλάσσονται χωρίς πολλούς φραγμούς, και τα οποία επικεντρώνονται στους κλάδους και τις υπηρεσίες που γνωρίζουν καλύτερα – βρίσκεται υπό πίεση εδώ και χρόνια, επηρεασμένη από τις οικονομικές αντιπαλότητες, το κλείσιμο εργοστασίων σε πλούσιες χώρες, αλλά και από όσους υποστηρίζουν ότι το να μην υπάρχουν εμπορικά σύνορα δεν είναι προς το εθνικό μας συμφέρον, ειδικά σε περιόδους έκτακτης ανάγκης.
Ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ήταν εκείνος που ξεκίνησε την τάση αυτή, όταν, το 2018, εξαπέλυσε εμπορικό πόλεμο κατά της Κίνας. Η εξάρτηση των ΗΠΑ από τις εισαγωγές προϊόντων, τα οποία κατασκευάζονται στο εξωτερικό, όπως π.χ. ο ατομικός εξοπλισμός ασφαλείας ή τα τσιπ υπολογιστών, έγινε ακόμη πιο εμφανής μετά το ξέσπασμα του κοροναϊού.
Η Χίλμαν υποστηρίζει ότι το μέλλον των παγκόσμιων εμπορικών συμφωνιών θα μπορούσε να είναι οι μεγάλες περιφερειακές συμφωνίες, όπου όσες χώρες προσχωρούν έχουν περισσότερα κοινά συμφέροντα, όπως συμβαίνει με τη συμφωνία ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικού, η οποία υπεγράφη το 2020.
«Νομίζω ότι τέτοιου είδους συμφωνίες, οι οποίες θα αποτελούνται, κυρίως, από χώρες με παρόμοια ιδεολογία θα αρχίσουν να αυξάνονται», δήλωσε η Χίλμαν.
Οι υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης αναφέρουν ότι το ελεύθερο εμπόριο έχει σημαντικά οφέλη, ανοίγει νέες αγορές για τις επιχειρήσεις και καθιστά τα καταναλωτικά αγαθά περισσότερο προσιτά. Η μετατόπιση της εγχώριας παραγωγής θα αυξήσει αναπόφευκτα τον πληθωρισμό, ο οποίος βρίσκεται ήδη σε ανοδική τροχιά.
Ο Μπιλ Ράινς, ανώτερος σύμβουλος στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών, δεξαμενή σκέψης (think tank) στην Ουάσιγκτον που ασχολείται με την εθνική ασφάλεια στις ΗΠΑ, αναφέρει ότι οι τεχνολογίες στον τομέα των μεταφορών και της επικοινωνίας εξακολουθούν να καθιστούν το παγκόσμιο εμπόριο ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τις επιχειρήσεις, ενώ, παράλληλα, τους δίνει τη δυνατότητα να προσφέρουν τα πιο ανταγωνιστικά προϊόντα.
Οι κινήσεις με σκοπό την απομόνωση της Ρωσίας είναι «πολύ ικανοποιητικές βραχυπρόθεσμα, επειδή οι Ρώσοι κάνουν κάτι πολύ κακό», δήλωσε ο Ράινς. «Ωστόσο, κανείς δεν θέλει να σκεφθεί τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της αποδυνάμωσης των διεθνών θεσμών.»
Παρά τα διάφορα οφέλη της παγκοσμιοποίησης, ο κόσμος, εδώ και μία δεκαετία ή και περισσότερο, κατευθύνεται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κατά μία άποψη, η παγκοσμιοποίηση έφτασε στο ζενίθ της, όταν οι παγκόσμιες εξαγωγές έφθασαν το 31% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Μέχρι το 2020, το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί στο 26%.
Διάφορα έθνη, μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ, έχουν, επίσης, αυξήσει τους δασμούς στις εισαγωγές, δημιουργώντας ένα ακόμη εμπόδιο στο παγκόσμιο εμπόριο. Από το 2010, το ποσό του εμπορίου που επηρεάζεται από δασμούς και άλλους εμπορικούς φραγμούς έχει ανέλθει σε 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια από τα 126 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΕ.
Μεταψυχροπολεμική αισιοδοξία
Ο ΠΟΕ ιδρύθηκε το 1995 εν μέσω ενός κύματος μεταψυχροπολεμικής αισιοδοξίας για τη δημιουργία ενός κόσμου που θα είναι ενωμένος υπό τα ιδανικά του ελεύθερου εμπορίου, του ανοίγματος της αγοράς και της παγκόσμιας δημοκρατίας. Τα συμβαλλόμενα μέρη του ΠΟΕ δεσμεύονται να προσφέρουν το ίδιο σύνολο εμπορικών όρων σε όλα τα άλλα μέλη του ΠΟΕ, χωρίς διακρίσεις.
«Μέχρι το 1995, είχαμε τη θεωρία ότι υπάρχει “ένας ενιαίος κόσμος”», ανέφερε ο Ντάγκλας Ίργουιν, καθηγητής οικονομικών και ιστορικός στο Κολέγιο Dartmouth. «Δεν υπάρχουν διαφορετικά συστήματα…υπάρχει ένα σύνολο κανόνων στο πλαίσιο του ΠΟΕ, και παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, και παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, και όλα, γενικά, είναι ενοποιημένα.»
Ο Ίργουιν αναφέρει ότι οι πιέσεις στο σύστημα είχαν αρχίσει να αυξάνονται εδώ και χρόνια. Μία πρώτη προσπάθεια επίτευξης του οράματος της παγκοσμιοποίησης ξεκίνησε το 2001, με τον Γύρο της Ντόχα για την Ανάπτυξη, και είχε ως στόχο τη μείωση των γεωργικών δασμών και την παροχή καλύτερης βοήθειας στους φτωχότερους του κόσμου. Η προσπάθεια αυτή δεν στέφθηκε, όμως, με επιτυχία.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση, που ξέσπασε 2008, δημιούργησε μια νέα γενιά σκεπτικιστών για το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Παράλληλα, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας και η πανδημία του κορωνοϊού έκαναν πολλές εταιρείες και χώρες να επανεξετάσουν τον βαθμό στον οποίο οι εμπορικοί δεσμοί τους βλάπτουν τις εγχώριες βιομηχανίες τους.
Η Atlas Tool Works of Lyons, Ill., η οποία κατασκευάζει εργαλεία, ζώνες και άλλα προϊόντα που χρησιμοποιούνται σε εργοστάσια, δήλωσε ότι η επιχείρησή της σημείωσε σημαντική αύξηση, μετά την επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ στις κινεζικές εισαγωγές.
«Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα εναντιώνονται στην ασφάλεια της οικονομίας των ΗΠΑ», δήλωσε ο Μοττλ, στην οικογένεια του οποίου ανήκει η εταιρεία από το 1918.
Ο Μοττλ είπε ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σήμερα, «καθιστά σαφές ότι η παγκοσμιοποίηση δεν έχει φέρει την ειρήνη στον κόσμο» και ότι οι ΗΠΑ πρέπει να κινηθούν γρήγορα, ώστε να απομακρυνθούν από τη Ρωσία και να συνεχίσουν να «κρατούν τις αποστάσεις τους» από την Κίνα.
Η απόφαση του Κογκρέσου να απομακρύνει τη Ρωσία από τον ΠΟΕ αποτελεί ένα βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, ακόμη και αν μία τέτοια ψηφοφορία δεν θεωρείται επίσημη.
Ποτέ μέχρι τώρα στην ιστορία του ΠΟΕ δεν έχει καταβληθεί κάποια σοβαρή προσπάθεια για την εκδίωξη οποιουδήποτε από τα 164 κράτη μέλη του. Ο ΠΟΕ δεν διαθέτει κάποια επίσημη διαδικασία απέλασης, και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να πείσουν τα υπόλοιπα μέλη να κάνουν το πρωτοφανές βήμα.
Ωστόσο, ακόμη και χωρίς επίσημη δράση από τον ΠΟΕ, ορισμένες εταιρείες αποφάσισαν να αποσυρθούν ή να εγκαταλείψουν εντελώς τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία.
Η Apple Inc., η Ford Motor Co. και η Dell Technologies Inc. συγκαταλέγονται μεταξύ των εταιρειών που διακόπτουν τους δεσμούς τους ή διακόπτουν τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία. Οι κολοσσοί πετρελαίου BP, Shell και Exxon Mobil Corp. είναι μερικές από τις εταιρείες που πωλούν μερίδια ή διακόπτουν την παραγωγή τους στη χώρα αυτή.
«Οι αμερικανικές εταιρείες δρουν με αποφασιστικότητα και υποστηρίζουν πλήρως την ανάγκη για μια ισχυρή άμεση απάντηση στην κρίση που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία», δήλωσε ο Μίρον Μπρίλιαντ, εκτελεστικός αντιπρόεδρος και επικεφαλής των διεθνών υποθέσεων στο Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ.
Η άνοδος της Ρωσίας
Μετά τη σύναψη της συμφωνίας, κανείς δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τον προκάτοχο οργανισμό του ΠΟΕ -τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, η οποία δημιουργήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί το ενδεχόμενο πολέμου και εμπορικής σύγκρουσης μεταξύ μεγάλων δυνάμεων.
Η προσχώρηση της Ρωσίας στον ΠΟΕ, τον Αύγουστο του 2012, ήταν, κατά κάποιο τρόπο, το αποκορύφωμα δεκαετιών προσπαθειών για να επιτευχθεί το τέλος αυτού του συνασπισμού χωρών που χαρακτήριζε το παγκόσμιο εμπόριο μεταξύ του τέλους του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου και της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης.
Για μια γενιά, οι οικονομολόγοι είχαν διαιρέσει την παγκόσμια οικονομία σε χώρες του «πρώτου κόσμου» – τα πλούσια ανεπτυγμένα έθνη των ΗΠΑ, της Δυτικής Ευρώπης, της Ιαπωνίας και των συμμάχων τους – από τη μία πλευρά, και του «δεύτερου κόσμου», των χωρών του Σοβιετικού Μπλοκ και των κομμουνιστικών συμμάχων τους στην Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα από την άλλη. (Ο «Τρίτος Κόσμος» αρχικά αναφερόταν σε κράτη που δεν ήταν μέλη κάποιου οργανισμού, αλλά, αργότερα, έγινε ένας υποτιμητικός όρος για τις φτωχές χώρες.)
Όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, το 1989, τα κράτη μέλη της έσπευσαν να ενταχθούν στον ΠΟΕ- η Εσθονία, η Λετονία και η Κιργιζία το 1999, η Γεωργία, το 2000, η Λιθουανία και η Μολδαβία, το 2001, η Αρμενία, το 2003. Το 2004, τα τρία κράτη της Βαλτικής, η Λιθουανία, η Λετονία και η Εσθονία, προσχώρησαν και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ακόμη και η Ρωσία δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην τάση αυτή, και, το 2006, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους και ο Βλαντιμίρ Πούτιν συναντήθηκαν στο Ανόι του Βιετνάμ (μια κομμουνιστική χώρα που εντάχθηκε στον ίδιο τον ΠΟΕ, το 2007) για να υπογράψουν μία συμφωνία, στην οποία αναφέρονται τα βήματα για την τελική ένταξη της Ρωσίας στον ΠΟΕ.
«Αυτή είναι μία καλή συμφωνία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και είναι μια εξίσου σημαντική συμφωνία για τη Ρωσία», δήλωσε τότε ο πρόεδρος Μπους. «Και είναι και μία καλή συμφωνία και για τη διεθνή εμπορική κοινότητα.»
Αν και οι σχέσεις με τη Ρωσία είναι αυτές που καταρρέουν, σήμερα, ο Ντέρεκ Σίζορς, ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute, μια συντηρητική δεξαμενή σκέψης (think tank), αναφέρει ότι η ένταξη της Κίνας στον ΠΟΕ ήταν πιθανώς το μεγαλύτερο λάθος: η Ρωσία είναι μια σχετικά μικρή και απομονωμένη οικονομία – το ένα δέκατο της Κίνας – και στο Πεκίνο επιτρέπεται η κρατική παρέμβαση στην οικονομία, κάτι που έρχεται σε έντονη αντίθεση με το αμερικανικό σύστημα.
Θεωρεί αναπόφευκτες περαιτέρω εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Σήμερα, ο κόσμος μπορεί να επιστρέψει στο σύστημα των απομονωμένων εμπορικών συνασπισμών. Παρόλο που η Αμερική θα σταματήσει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο, κάποιος άλλος πιθανότατα θα ξεκινήσει να το αγοράζει. Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν έχει αποτρέψει το Πεκίνο από τους στόχους του «Made in China 2025»για την ανάπτυξη βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας που θα μπορούν να ανταγωνίζονται τις δυτικές χώρες.
Αν και οι νομοθέτες στις ΗΠΑ είναι αυτοί που διευθετούν τις λεπτομέρειες, υπάρχει ισχυρή δικομματική υποστήριξη για μέτρα όπως η δαπάνη 52 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την κατασκευή ημιαγωγών στις ΗΠΑ – ένα είδος βιομηχανικής πολιτικής που θα ήταν σε μεγάλο βαθμό αδιανόητη πριν από μία δεκαετία.
Ακόμη και με την εύρεση μίας γρήγορης λύσης, ωστόσο, τα πράγματα δεν θα λυθούν τόσο εύκολα. Το Διαδίκτυο έχει, επίσης, χωριστεί σε πολλά μέρη, ένα φαινόμενο γνωστό ως «Splinternet», καθώς η Ρωσία έχει πλέον ενωθεί με την Κίνα, ώστε να μην συνδέεται διαδικτυακά με τη Δύση και να μπορέσει να περιορίσει τη ροή πληροφοριών.
Η εποχή της αυξανόμενης εμπορικής αβροφροσύνης, και του ελεύθερου και ανεμπόδιστου εμπορίου με τους ανταγωνιστές, μοιάζει περισσότερο με μόδα και λιγότερο με το τέλος μίας τάσης.
«Αυτή η χρονική περίοδος ήταν η εξαίρεση στον κανόνα και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αφελής. Tην δοκιμάσαμε και δεν μας άρεσε», δήλωσε ο Σίζορς. «Για ένα χρονικό διάστημα, το οποίο ξεκίνησε το 1993, θεωρούσαμε ότι θα μπορούσαμε να έχουμε ένα παγκόσμιο εμπορικό σύστημα. Νομίζω ότι η ιδέα του παγκόσμιου εμπορικού σύστηματος ήταν απλώς ένας ενθουσιασμός.»
Πηγή ΟΤ