Η οικονομική ισχύς της Δύσης είναι, αναμφίβολα, πολύ πιο μεγάλη σε σύγκριση με εκείνη της Ρωσίας, κάτι που σημαίνει πως οι κυρώσεις – ο «οικονομικός πόλεμος», όπως τον έχει χαρακτηρίσει το Κρεμλίνο – θα έχουν σοβαρότατες συνέπειες. Σε τέτοιο βαθμό ώστε, όπως προβλέπουν αρκετοί, να οδηγήσουν τη Ρωσία ακόμη και στη χρεοκοπία.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η Δύση δεν θα «πονέσει» – τόσο από τις συνέπειες των ίδιων της των κυρώσεων όσο και από τα αντίποινα της Μόσχας. Έτσι, στην πράξη, η σύγκρουση σε οικονομικό επίπεδο μοιάζει περισσότερο με μαραθώνιο παρά με αγώνα ταχύτητας, καθώς οι συνέπειες θα κλιμακώνονται σταδιακά και σε βάθος χρόνου.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι σε αυτό το διάστημα θα συμβεί κάτι που έχει ήδη γίνει αισθητό: Την κρίση δεν θα πληρώσουν κυρίως οι «έχοντες» – όπως οι Ρώσοι ολιγάρχες οι οποίοι, παρά την αγωνία τους, έχουν βρει ήδη καταφύγιο στο Ντουμπάι και άλλους «παραδείσους – αλλά τα γνωστά… υποζύγια. Είτε αυτά ζουν στην Ουκρανία είτε στη Ρωσία είτε στην Ευρώπη, η οποία θα πληγεί περισσότερο από κάθε άλλον στη Δύση σε αυτή τη σύγκρουση.
Ποια είναι, όμως, τα πλήγματα που είναι ρεαλιστικά σε θέση να καταφέρει η Μόσχα, αμέσως ή εμμέσως – γνωρίζοντας, παράλληλα, ότι και η ίδια θα έχει κόστος από αυτά, καθώς έχει αδήριτη ανάγκη το συνάλλαγμα; Ιδού ορισμένα από τα πιο σημαντικά.
Το «όπλο» της ενέργειας
Το πρώτο και προφανές αφορά στην ενέργεια. Όπως είναι γνωστό, το ρωσικό φυσικό αέριο καλύπτει σχεδόν το 40% των ευρωπαϊκών εισαγωγών (και σε ορισμένες χώρες ακόμη και το 100%), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το πετρέλαιο ξεπερνά το 25%. Ήδη, μάλιστα, ο ίδιος ο Πούτιν έχει αφήσει να εννοηθεί πως μπορεί να κλείσει τις στρόφιγγες τόσο του Nord Stream 1 όσο και άλλων αγωγών.
Βεβαίως, η Κομισιόν ισχυρίζεται ότι με βάση το σχέδιό της, οι «27» διαθέτουν επαρκή αποθέματα μέχρι το τέλος του χειμώνα, ενώ είναι σε θέση να περιορίσουν κατά τα δύο τρίτα την εξάρτησή τους από τη Ρωσία μέχρι το τέλος του έτους. Ακόμη κι έτσι, όμως, εάν το Κρεμλίνο υλοποιήσει την απειλή του, το κόστος της ενέργειας (μαζί και ο πληθωρισμός) θα συνεχίσει να αυξάνει αλματωδώς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κυβερνητικούς προϋπολογισμούς.
Η γεωργία στο απόσπασμα
Η γεωργία είναι ένας ακόμη κλάδος στον οποίο ο πόλεμος και οι ρωσικές κυρώσεις μπορούν να κάνουν ιδιαίτερη αίσθηση. Κι αυτό μπορεί να γίνει με την έλλειψη και την ακρίβεια στις διεθνείς αγορές τόσο βασικών διατροφικών αγαθών όσο και των πρώτων υλών που απαιτούνται για την παραγωγή τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη Ρωσία και την Ουκρανία προέρχεται περίπου το ένα τρίτο (29%) των συνολικών εξαγωγών σιταριού παγκοσμίως. Έτσι, είναι προφανές ότι η απόφαση που έχουν ήδη λάβει οι κυβερνήσεις και των δύο εμπόλεμων χωρών για δραστικό περιορισμό ως και διακοπή των εξαγωγών για τους αρκετούς επόμενους μήνες θα προκαλέσει πολλές αναταράξεις.
Την ίδια στιγμή, η Μόσχα εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να «παγώσει» τις εξαγωγές λιπασμάτων προς τις χώρες που της έχουν επιβάλει κυρώσεις και να προσανατολιστεί αποκλειστικά προς όσες την έχουν στηρίξει ή έχουν τηρήσει ουδέτερη στάση, όπως η Κίνα, η Ινδία, το Πακιστάν και η Τουρκία. Μια τέτοια κίνηση θα έχει σοβαρές και άμεσες συνέπειες στο κόστος παραγωγής (που ήδη έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω της ενέργειας), καθώς η Ρωσία κατέχει μερίδιο 18% στην αγορά ποτάσας, και 20% και 15% αντιστοίχως σε εκείνες της αμμωνίας και της ουρίας.
Υπερδύναμη στα μέταλλα
Κάτι ανάλογο συμβαίνει στον κλάδο των μετάλλων και των πολύτιμων γαιών. Ορισμένα μόνο στοιχεία αρκούν για να αποδείξουν τι θα σημάνει μια απόφαση της Ρωσίας να τραβήξει «χειρόφρενο» στην παραγωγή και τις εξαγωγές της.
Αξίζει να σημειωθεί, για παράδειγμα, ότι στο εμπάργκο του ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου που ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ο Τζο Μπάιντεν δεν περιλαμβάνεται το ουράνιο. Κι αυτό διότι τα ορυχεία της Ρωσίας αποτελούν τον βασικό τροφοδότη των αμερικανικών αντιδραστήρων, ενώ καλύπτουν και σημαντικό μέρος της ζήτησης των ευρωπαϊκών. Κι αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι εάν η Μόσχα αποφασίσει να σταματήσει να εξάγει, θα προκληθεί πρόβλημα στη λειτουργία τους και θα ενταθεί το ενεργειακό σοκ.
Όσον αφορά στο τιτάνιο, ένα μέταλλο ζωτικής σημασίας για την αεροναυπηγική και άλλους κλάδους, η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος «παίκτης» στη διεθνή αγορά. Έτσι, μπορεί η αμερικανική Boeing να ανακοίνωσε ήδη ότι σταματά να αγοράζει από αυτήν, όμως η ευρωπαϊκή Airbus διαμηνύει ότι θα κάνει ό,τι μπορεί ώστε να μην το στερηθεί.
Επίσης, καθώς ο πόλεμος μαίνεται στην Ουκρανία, δύο από τους βασικούς παραγωγούς νέον, από τους οποίους προέρχεται σχεδόν η μισή ποσότητα που καταναλώνεται παγκοσμίως, έχουν αναγκαστεί να διακόψουν τη λειτουργία τους. Αυτό δε είναι κάτι που, με τη σειρά του, θα φανεί πολύ γρήγορα στον κλάδο των ημιαγωγών, καθώς το νέον είναι βασικό στοιχείο για τα λέιζερ που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή τους.
Στο κράτος οι δυτικές επενδύσεις
Την ίδια στιγμή, όλα δείχνουν ότι τα περιουσιακά στοιχεία των ξένων επιχειρήσεων που εγκαταλείπουν τη ρωσική αγορά, είτε εκουσίως και από φόβο για το μέλλον τους είτε επειδή υποκύπτουν στις πιέσεις των κυβερνήσεών τους, ενδεχομένως να αποτελέσουν εύκολη «λεία» για τη Μόσχα.
Πράγματι, σύμφωνα με το κόμμα «Ενωμένη Ρωσία» του Πούτιν, έχουν ήδη γίνει τα πρώτα βήματα ώστε οι εταιρείες στις οποίες συμμετέχουν με ποσοστό άνω του 25% ξένοι όμιλοι, με έδρα «μη φιλικές χώρες» (όπως έχουν ονομαστεί όσες στηρίζουν τις δυτικές κυρώσεις), να μπορούν να τεθούν υπό κρατική εποπτεία. Κι αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτο βήμα προς την εθνικοποίησή τους, καταφέρνοντας ένα σημαντικό πλήγμα σε επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια στη Ρωσία τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες.
Κάτι ανάλογο ισχύει και με τις τράπεζες. Εδώ, το διακύβευμα αφορά στο «άνοιγμά» τους στη ρωσική αγορά, το οποίο ανέρχεται σε αρκετές δεκάδες δισ. δολάρια και ευρώ – με αρκετές να έχουν ήδη αρχίσουν να το περνούν στις «ζημιές» στους ισολογισμούς τους.
Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει ο κλάδος των αερομεταφορών. Όπως γνωρίζουν ορισμένοι, ο συνολικός αριθμός των εμπορικών αεροσκαφών στη Ρωσία ανέρχεται κάπου στα 1.000. Εξ αυτών, περίπου το 80% έχουν αποκτηθεί με τη μορφή leasing (μακροχρόνιας μίσθωσης). Καθώς δε οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν τη μερίδα του λέοντος σε αυτή τη διαδικασία, ευλόγως ανησυχούν μήπως τα αεροσκάφη τους κατασχεθούν και δεν επιστραφούν ποτέ…
Στη «σέντρα» η Ευρώπη
Με βάση όλα τα παραπάνω, επιβεβαιώνεται αναμφίβολα ότι η Ευρώπη και οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που θα «πονέσουν» περισσότερο από όλους από τον οικονομικό πόλεμο. Κι αυτό, με τη σειρά του, θα θέσει σε αμφισβήτηση τη διαδικασία της ανάκαμψης μετά την πανδημία, ενώ παράλληλα θα εντείνει τις πιέσεις τόσο στις κυβερνήσεις όσο και την ΕΚΤ για έκτακτα «πακέτα» στήριξης.
Αυτό, άλλωστε, αποδείχθηκε ήδη στις συζητήσεις που έγιναν στην έκτακτη σύνοδο κορυφής των Βερσαλλιών. Μόνο που δεν φάνηκε όλοι να συνειδητοποιούν πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα και να είναι έτοιμοι να αναλάβουν δράση.