Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε σχέση με τις ρωσικές πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν την καταφυγή σε οικονομικές κυρώσεις χωρίς προηγούμενο σε βάρος της Ρωσίας.
Μάλιστα, ορισμένες από τις κυρώσεις που επέλεξαν πρέπει να εξέπληξαν ακόμη και τις ρωσικές αρχές, όπως ήταν η απόφαση ουσιαστικά να αποκοπεί η Ρωσική Κεντρική Τράπεζα από μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, που βρισκόταν σε τράπεζες στο εξωτερικό και ήταν κυρίως σε δολάριο. Άλλωστε, ήταν ο ίδιος ο πρόεδρος Μπάιντεν που υπογράμμισε έκαναν αυτή την κίνηση για να μην επιτρέψουν στην κεντρική τράπεζα της Ρωσίας να προστατεύσει το ρούβλι.
Όμως, την ίδια στιγμή αυτή η κίνηση αποτελεί καθεαυτή μια μείζονα κίνηση παρέμβασης στις αγορές. Και αυτό γιατί αποτρέπει τη Ρωσία να χρησιμοποιήσει όλες αυτές τις τοποθετήσεις που έχει σε δολάρια και άρα είναι μια παρέμβαση σε αυτή την κρίσιμη πλευρά της παγκόσμιας οικονομίας που αφορά τον τρόπο που χώρες ή κρατικοί οργανισμοί διακρατούν ένα σημαντικό μέρος του αμερικανικού χρέους.
Γιατί το να χρησιμοποιείται και αυτό ως τμήμα των κυρώσεων είναι ένα μήνυμα που δεν αφορά απλώς και μόνο τη Ρωσία. Κάθε χώρα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είναι στο στόχαστρο των ΗΠΑ και ταυτόχρονα έχει μεγάλη έκθεση στο αμερικανικό χρέος, πλέον θα το σκεφτεί δύο φορές, για να μην κινδυνεύσει να δει τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο «παγώματος» στο πλαίσιο κάποιας παραλλαγής κυρώσεων.
Αυτό με τη σειρά του απειλεί θα μπορούσε να οδηγήσει χώρες στο να ξεφορτωθούν τίτλους του αμερικανικού δημοσίου και αυτό να προκαλέσει μια πτώση των τιμών (ή μια αύξηση των αποδόσεών τους).
Ο φόβος που ενώνει Κίνα και Ιαπωνία
Όμως, αυτό θα δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα στις χώρες που έχουν μεγάλες τοποθετήσεις στο αμερικανικό χρέος. Και αυτή είναι η μεγάλη ανησυχία που ενώνει δύο χώρες που κατά τα άλλα δεν έχουν και τις καλύτερες σχέσεις: την Κίνα και την Ιαπωνία που έχουν στην κατοχή τους τίτλους του αμερικανικού δημοσίου ύψους περίπου 2,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι Ιάπωνες αξιωματούχοι παρατηρούν με μεγάλη ανησυχία την άνοδο των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων, που έχει έρθει αρκετά γρηγορότερα από όσο αναμενόταν και που σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθωρισμού και τις επιπτώσεις από την παγκόσμια αναστάτωση για τον πόλεμο στην Ουκρανία, διαμορφώνει ένα πιο ανασφαλές οικονομικό περιβάλλον. Επιμένουν ότι δεν θα αρχίσουν να «ξεφορτώνονται» δολάρια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ανησυχούν.
Αντίστοιχα, η Κίνα επίσης παρατηρεί τον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνονται οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, ενώ ανησυχεί και για το ενδεχόμενο να ξεδιπλωθούν «δευτερογενείς» κυρώσεις, δηλαδή κυρώσεις σε βάρος εταιρειών που συνεργάζονται με κινεζικές εταιρείες που βρίσκονται στο στόχαστρο των κυρώσεων. Αυτό εξηγεί και τα προσεκτικά βήματα της Κίνας και των κινεζικών εταιρειών τις τελευταίες μέρες ως προς τις συναλλαγές τους με ρωσικές εταιρείες.
Και εάν το αμερικανικό χρέος καταστεί επισφαλές;
Η διαρκής ανατροφοδότηση του αμερικανικού χρέους από την παγκόσμια οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των τοποθετήσεων σε αυτό χωρών που κατά βάση είναι γεωπολιτικά αντίπαλες των ΗΠΑ, στηρίζεται στην παραδοχή ότι αυτό είναι ένα εξαιρετικά ασφαλές χρέος και άρα οι τοποθετήσεις αυτές είναι μηδενικού κινδύνου.
Όμως, τα πράγματα δείχνουν ότι αυτό δεν ισχύει. Δεν είναι η πρώτη φορά που υπάρχει αυτή η ανησυχία. Το 2009, στην κορύφωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η κινεζική ηγεσία είχε δημόσια ζητήσει από τις αμερικανικές αρχές να φροντίζουν καλύτερα όλον τον τεράστιο κινεζικό κρατικό πλούτο που ήταν τοποθετημένος σε τίτλους του αμερικανικού δημοσίου.
Επιπλέον, η Κίνα δεν έχει ξεχάσει ότι ειδικά η κυβέρνηση Τραμπ είχε φλερτάρει με την ιδέα να μην τιμήσει όλο το χρέος εάν χρειαστεί, συμπεριλαμβανομένης και της μερικής διαγραφής ενός μέρους του χρέους που ήταν στα χέρια της Κίνας ή μιας μονομερούς υποτίμησης του δολαρίου έναντι του γιουάν.
Σε όλα αυτά προστίθενται και πολιτικές ανησυχίες. Ως γνωστόν η διαχείριση του ύψους 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίου συνολικού δημόσιου χρέους των ΗΠΑ είναι ένα ζήτημα μεγάλων πολιτικών αντιπαραθέσεων στις ΗΠΑ.
Παραδοσιακά, οι Ρεπουμπλικάνοι θεωρούν ότι αντί να ανυψώνεται και άλλο το «ταβάνι» του χρέους, είναι προτιμότερο να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες και ενίοτε αυτή η αντιπαράθεση με τους Δημοκρατικούς οδηγεί σε προσωρινό κλείσιμο (shutdown) του ομοσπονδιακού κρατικού μηχανισμού, μέχρις ότου υπάρξει συμφωνία για τον προϋπολογισμό και αρχίσουν ξανά οι πληρωμές από τον ομοσπονδιακό πληθωρισμό.
Επιπλέον, αυτή τη στιγμή, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι οι Ρεπουμπλικάνοι είναι σε τροχιά για να ελέγξουν το Κογκρέσο μετά τις εκλογές στο μέσο της θητείας (mid-term elections) τον επόμενο Νοέμβριο. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν νέο γύρο πολιτικής αντιπαράθεσης γύρω από το αμερικανικό χρέος, με τους Ρεπουμπλικάνους να πρωταστατούν στην άρνηση να ανέβει το ταβάνι του χρέους. Εάν προσθέσουμε και το ενδεχόμενο πολιτικής αναστάτωσης στις ΗΠΑ, σε ενδεχόμενο έλεγχο του Κογκρέσου από τους Ρεπουμπλικάνους και δυνατότητα υλοποίησης της απειλής για παραπομπή (impeachment) του Μπάιντεν (ως εκδίκηση για την αντίστοιχη παραπομπή του Τραμπ), τότε βλέπουμε έναν ορίζοντα που μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλέσει σε όσους έχουν σημαντική έκθεση στο αμερικανικό χρέος.
Αυτό σημαίνει ότι το πώς θα κινηθεί το επόμενο διάστημα η Κίνα – που έχει τα μεγαλύτερα συναλλαγματικά αποθέματα στον πλανήτη, ύψους 3,214 τρισεκατομμυρίων δολαρίων – είναι κάτι που θα έχει ευρύτερο αντίκτυπο.
Μάλιστα, η ίδια η Κίνα βλέπει να αντιμετωπίζεται το δικό της νόμισμα, το γιουάν ως ένα ασφαλές καταφύγιο και μία θελκτική επένδυση. Παράλληλα, μέσα σε ένα τοπίο όπου οι ΗΠΑ δοκιμάζουν σε τέτοια κλίμακα μέτρα όπως το πάγωμα συναλλαγματικών αποθεμάτων άλλων κρατών, εύλογο είναι οι κεντρικές τράπεζες να αναζητούν και άλλες τοποθετήσεις, κάτι που εξηγεί όχι μόνο το εκ νέου ενδιαφέρον για τον χρυσό αλλά και τον τρόπο που τα κρυπτονομίσμα επανέρχονται στο προσκήνιο.
Ο ορίζοντας της αποδολαροποίησης
Όλα αυτά δείχνουν ότι σε ένα μεσοπρόθεσμο ιστορικό ορίζοντα ο τρόπος που οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν το δολάριο ως ένα βασικό όπλο που διαθέτουν, κυρίως μέσα από τη δυνατότητα να επιβάλουν σαρωτικές κυρώσεις, μπορεί να λειτουργήσει τελικά και ως ένα όπλο εναντίον τους.
Και αυτό γιατί αυτή τη στιγμή είτε ως προληπτική άμυνα απέναντι σε κυρώσεις, είτε ως προστασία απέναντι στις οικονομικές επιπτώσεις της εσωτερικής κρίσης του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, ολοένα και περισσότερο οι υπόλοιπες χώρες έχουν συμφέρον να έχουν σημαντικό τμήμα των συναλλαγών, των τοποθετήσεων και των επενδύσεών τους εκτός δολαρίου, επιλέγοντας άλλες τοποθετήσεις για τα αποθέματά τους και δοκιμάζοντας διεθνείς συναλλαγές στις οποίες δεν εμπλέκονται δολάρια.
Όμως, αυτό ισοδυναμεί με σταδιακή απόσυρσης της εμπιστοσύνης στην ικανότητα του δολαρίου να είναι το παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς, κάτι που με τη σειρά του θα σημαίνει αντικειμενικά μια υποχώρηση της ικανότητάς τους να διατηρούν μια ηγεμονική θέση σε παγκόσμια κλίμακα.
Και βέβαια μια αρκετά αυξημένη δυσκολία στο να μπορούν να αναχρηματοδοτήσουν το ομολογουμένως τεράστιο χρέος τους.