Η χώρα μας «ανήκει στη Δύση». Αυτή είναι μια πραγματικότητα που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί.
Είναι μια καπιταλιστική χώρα – και κανείς δεν προτείνει να είναι κάτι άλλο –, είναι μια φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι μέλος της ΕΕ, είναι μέλος του ΝΑΤΟ.
Αυτά σημαίνουν και συγκεκριμένες δεσμεύσεις, που καμιά κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών δεν τις αμφισβήτησε συνολικά.
Όμως, αυτές οι δεσμεύσεις δεν σημαίνουν ότι ο διεθνής προσανατολισμός της χώρας περιορίζεται απλώς στο «να ανήκει στη Δύση».
Ούτε η εξωτερική μας πολιτική πρέπει να περιορίζεται απλώς στο να «πάρει θέση» και να δείξει ότι είναι «με τη σωστή πλευρά».
Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας πρέπει να έχει ως βασικό γνώμονα τα συμφέροντα μιας χώρας, την ασφάλεια του λαού και την οικονομική ανάπτυξη.
Και αυτό σημαίνει ότι κάθε επιλογή πρέπει να σταθμίζεται.
Σήμερα, πηγαίνουμε σε έναν κόσμο που είναι πιο διαιρεμένος.
Η αντίθεση της Δύσης με τη Ρωσία και ως ένα βαθμό με την Κίνα είναι βαθιά αυτή τη στιγμή.
Όμως, την ίδια στιγμή ο πλανήτης δεν περιορίζεται στη Δύση και τη Ρωσία.
Εάν κανείς κοιτάξει θα δει ότι υπάρχει πλήθος χωρών, που αυτή τη στιγμή αποφεύγουν να σπεύσουν να πάρουν θέση στη νέα διαιρετική γραμμή.
Χώρες μεγάλες, με σημαντικές οικονομίες, με γεωπολιτικό ρόλο, με επιρροή.
Επιπλέον, ας κρατήσουμε ότι η αντίθεση της Δύσης με τη Ρωσία είναι βαθιά «αυτή τη στιγμή».
Μόνο που συχνά έρχεται μια επόμενη στιγμή που τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά.
Και κανείς πρέπει να σκέφτεται και την επόμενη μέρα, και τη μεθεπόμενη και το μέλλον συνολικά.
Ας διδαχτούμε εδώ από την Τουρκία που μόνο απομονωμένη δεν είναι.
Η Τουρκία έχει καταφέρει να στηρίξει την Ουκρανία με στρατιωτικό εξοπλισμό και ταυτόχρονα να μην έχει έρθει σε ρήξη με τη Ρωσία, αναλαμβάνοντας και μεσολαβητικό ρόλο.
Ή το Ισραήλ, που παρότι σε στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ, συνομιλεί και με τη Ρωσία και με την Ουκρανία.
Ή χώρες που σε αυτή τη φάση θέλουν να διατηρήσουν όλους τους διαύλους επικοινωνίας ανοιχτούς.
Άλλωστε, ακόμη και στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, η χώρα μας διατηρούσε σχέσεις με την ΕΣΣΔ, παρότι η ίδια ήταν μέλος του ΝΑΤΟ (και με μία έννοια «προκεχωρημένο φυλάκιο» του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια).
Προφανώς και αυτή τη στιγμή προέχει να σταματήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Και αυτός πρέπει να είναι ο σκοπός των κυρώσεων: να τερματιστεί η ρωσική εισβολή και να επιστρέψει η διπλωματία στην επίλυση των ανοιχτών ζητημάτων που υπήρχαν σε σχέση με την Ουκρανία αλλά και σε σχέση με εκείνες τις αμοιβαίες εγγυήσεις ασφάλειας που θα εξασφαλίσουν την ειρήνη στην Ευρώπη.
Αλλά ο ορίζοντας πρέπει να είναι μια νέα συνεννόηση και όχι ένα νέο «Σιδηρούν Παραπέτασμα», όπως βλέπω μερικούς να οραματίζονται.
Και η χώρα μας, που βρίσκεται πάνω σε διάφορα σταυροδρόμια, προφανώς και πρέπει να διατηρήσει την ικανότητά της να μιλάει με όλες τις πλευρές.
Χωρίς εκπτώσεις σε ζητήματα αρχών, αλλά και με επίγνωση ότι το μέλλον έχει μεγαλύτερο βάθος από τη «στιγμή».
Και είναι πάντα πιο πρωτότυπο από τις προβλέψεις μας.