Πόσο θα πλήξει ο πόλεμος την ελληνική οικονομία – Οι 4 πυλώνες αβεβαιότητας και τα «σκοτεινά» σενάρια

Απροσδιόριστες οι συνολικές επιπτώσεις – Οι τέσσερις πυλώνες αβεβαιότητας και τα «σκοτεινά» σενάρια – Μόνο οι υψηλές τιμές ενέργειας θα μπορούσαν να έχουν μια αρνητική συνέπεια στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της χώρας κατά 1% εφέτος

Οι τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις στο μέτωπο της Ουκρανίας μετά και τη ρωσική εισβολή στη χώρα ενισχύουν την αβεβαιότητα και για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2022, η οποία βρισκόταν σε τροχιά να σημειώσει ανάπτυξη άνω του 5% εφέτος.

Οι πρώτες εκτιμήσεις των οικονομολόγων αναφέρουν πως μόνο οι υψηλές τιμές ενέργειας, που θα επιβαρύνουν σημαντικά τμήματα της οικονομίας, όπως την πρωτογενή παραγωγή, τη βιομηχανία, τις μεταφορές και τον τουρισμό, θα μπορούσαν να έχουν μια αρνητική επίπτωση στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 1% εφέτος, με το συνολικό κόστος του πολέμου πάντως να μην μπορεί να προσδιοριστεί ακόμη.

Η ανάπτυξη της ευρωζώνης

Οπως εκτιμούσε εξάλλου και η Morgan Stanley, η ρωσική εισβολή αποτελεί μια ιστορική στιγμή στη γεωπολιτική ισορροπία του κόσμου, με απροσδιόριστες ακόμη τις συνολικές επιπτώσεις στην παγκόσμια ασφάλεια, στις πολιτικές συμμαχίες και φυσικά στην παγκόσμια οικονομία.

Στο «σκοτεινό» π.χ., όπως το ονομάζει, σενάριο της Oxford Economics, στο οποίο οι συγκρούσεις στην Ουκρανία διαρκούν και το 2023, με τη Δύση να επιβάλλει πρόσθετες κυρώσεις και τη Ρωσία να ανταποδίδει περιορίζοντας τις προμήθειες φυσικού αερίου, οι επιπτώσεις στην ανάπτυξη της ευρωζώνης σε σχέση με το βασικό σενάριο θα ξεπεράσουν το 3,2% του ΑΕΠ, με ανάλογες επιπτώσεις και για την Ελλάδα.

Οι κίνδυνοι από τη ρωσική εισβολή

Για τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, η ρωσική εισβολή δημιουργεί τέσσερις πυλώνες αβεβαιότητας: Πρώτον, στο εμπόριο, όπου συνολικά η Ευρώπη έχει σημαντική εξάρτηση από τις δύο χώρες σε συγκεκριμένα προϊόντα όπως τα σιτηρά (περίπου το ένα τρίτο των ευρωπαϊκών εισαγωγών στο συγκεκριμένο είδος). Δεύτερον, στη μείωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης, καθώς σε περιόδους κρίσεων παραδοσιακά οι επενδυτές στρέφονται σε «ασφαλή λιμάνια». Αυτό επηρεάζει περισσότερο την Ελλάδα, που δεν διαθέτει ακόμη την «επενδυτική βαθμίδα», κάτι που αποτυπώνεται στα spreads των ομολόγων. Τρίτον, στο πεδίο του πληθωρισμού, που φέρνει ανατιμήσεις σε ενέργεια, λιπάσματα και σιτάρι και κραδασμούς στον τουρισμό, και, τέταρτον, στην αύξηση του δημοσιονομικού κόστους.

Με τις τιμές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας στα ύψη, οι διαταραχές στην αγορά ενέργειας τείνουν να καθυστερούν και τις επενδύσεις σε τομείς της οικονομίας με σχετικά υψηλή ενεργειακή εξάρτηση, επισημαίνουν κορυφαίοι οικονομολόγοι.

Η αύξηση του ενεργειακού κόστους

Η βασική αρνητική επίπτωση στην Ευρώπη και στην Ελλάδα θα προέρχεται από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, που πιθανότατα θα είναι πολύ πιο σημαντική στο επόμενο διάστημα, με τους αναλυτές να «βλέπουν» πως το πετρέλαιο θα φθάσει τα 125 δολ. το βαρέλι σύντομα, ενώ αν η Ρωσία ως αντίποινα στις κυρώσεις της Δύσης σταματήσει την παροχή φυσικού αερίου στην Ευρώπη, οι τιμές μπορεί να εκτιναχθούν.

Εάν η πολεμική σύγκρουση δεν περιοριστεί σύντομα, οι θετικές προβλέψεις για τον τουρισμό, με τα έσοδα να αναμένεται πως το 2022 θα ξεπεράσουν αυτά του 2019, θα μετριαστούν καθώς θα προκληθεί αβεβαιότητα για τις μετακινήσεις και υψηλότερο κόστος για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά, παρά το γεγονός ότι από τα 18 δισ. ευρώ ταξιδιωτικών εισπράξεων του 2019 μόνο τα 433 εκατ. προήλθαν από τη Ρωσία, που δεν είναι πλέον σημαντική αγορά.

Επηρεάζεται το κόστος δανεισμού

Παράλληλα, οι αναταράξεις στις κεφαλαιαγορές επηρεάζουν το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και οικονομιών όπως η ελληνική, που δεν διαθέτει ακόμη την «επενδυτική βαθμίδα», ενώ αυξάνουν και το δημοσιονομικό κόστος την ώρα που η χώρα θέλει να βρεθεί σε τροχιά επιστροφής σε πρωτογενή πλεονάσματα. Τα νέα δεδομένα ανοίγουν πάντως ένα «παράθυρο» για παράταση της δημοσιονομικής ευελιξίας σε επίπεδο ευρωζώνης, με το ενδεχόμενο να παραταθεί και το 2023 η ρήτρα διαφυγής να μην μπορεί να αποκλειστεί.

Με βάση τις εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου πως κάθε αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου κατά 10 ευρώ/MWh έχει καθαρή επίπτωση 600 εκατ. ευρώ ή περίπου 0,3% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση (αν και η αντίστοιχη εκτίμηση της Κομισιόν φθάνει 0,5% του ΑΕΠ της ευρωζώνης), η Axia Ventures υπολόγισε ως εξής το κόστος για την ελληνική οικονομία:

Οι επιδοτήσεις των λογαριασμών

Καθώς η κυβέρνηση θα συνεχίσει το πρόγραμμα επιδότησης των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου για νοικοκυριά και ΜμΕ, υπολογίζει ένα ετήσιο κόστος στα 3-4,5 δισ. ευρώ προκειμένου να διατηρηθούν τα τρέχοντα επίπεδα επιδότησης. Ομως η χρηματοδότηση των επιδοτήσεων προέρχεται κατά 3-3,5 δισ. ευρώ, ανάλογα με την επικρατούσα ισχύ και τις τιμές CO2, από το πλεόνασμα που συσσωρεύτηκε στον λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) λόγω της απόδοσης των κύριων ροών εσόδων σε περιβάλλον υψηλών τιμών, το οποίο είναι και δημοσιονομικά ουδέτερο. Ετσι η τελική επίπτωση στον προϋπολογισμό περιορίζεται σε 0,5-2 δισ. ευρώ ή 0,3% με 1% του ΑΕΠ.

Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές

Οπως και να έχει, ο πόλεμος επηρεάζει μερικώς τις ελληνικές επιχειρήσεις, τις εισαγωγές, τις εξαγωγές και την ίδια την οικονομία. Οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Ρωσική Ομοσπονδία κινούνται πάντως ετησίως στα επίπεδα μόλις των 200 εκατ. ευρώ, ενώ οι ρωσικές εξαγωγές στα 4 δισ. ευρώ. Στην Ουκρανία δραστηριοποιούνται περί τις 45 ελληνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται κυρίως στον χώρο της εμπορίας τροφίμων, φρούτων και λαχανικών, επιλογής προσωπικού για την ελληνική ναυτιλία, παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, τουρισμού και εστίασης.

Το ρωσικών συμφερόντων κεφάλαιο, που έχει επενδυθεί στην Ελλάδα ή πρόκειται να επενδυθεί βάσει των στρατηγικών επενδύσεων που έχουν εγκριθεί από τη ΔΕΣΕ ξεπερνά το 1,5 δισ. ευρώ. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και οι 596 Ρώσοι που έχουν λάβει «Χρυσή Βίζα», αν και το πρόγραμμα έχει πλέον «παγώσει».

Ενισχύεται η αβεβαιότητα

Η ελληνική οικονομία το 3ο τρίμηνο 2021 συμπλήρωσε πέντε συνεχή τρίμηνα με θετικούς πραγματικούς ρυθμούς μεγέθυνσης σε τριμηνιαία βάση. Το αποτέλεσμα ήταν να υπερκαλύψει κατά 2,8% τις απώλειες, σε όρους πραγματικού ΑΕΠ, του 2ου τριμήνου 2020, ενώ ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης στην Ελλάδα για το σύνολο του 2021 εκτιμάται στο 8,5% από ύφεση 9% το 2020. Τη βαθιά ύφεση του 2020 τη διαδέχτηκε απότομη ανάκαμψη το 2021, εκτίμησε η Eurobank, σημειώνοντας πως οι τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις στο μέτωπο της Ουκρανίας ενισχύουν την αβεβαιότητα.

Ευνοϊκότερη αφετηρία εκκίνησης η υπεραπόδοση του 2021

Το πρωτογενές έλλειμμα το 2021 για την ελληνική οικονομία αναμένεται 1,5% με 2,0% του ΑΕΠ χαμηλότερο από το εκτιμώμενο στον Κρατικό Προϋπολογισμό, συνεισφέροντας, μαζί με την ισχυρή ανάπτυξη, σε σημαντική αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους που εκτιμάται στο 183% του ΑΕΠ το 2022 από 206% το 2020, σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας. Η υπεραπόδοση του 2021 αποτελεί ευνοϊκότερη αφετηρία εκκίνησης και ενισχύει την προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής το 2022, επιταχύνοντας την εξισορρόπηση του πρωτογενούς ισοζυγίου, παρά τις σημαντικές δημοσιονομικές προκλήσεις που σχετίζονται κυρίως με την ενεργειακή κρίση, κάτι που στηρίζει και τη συνεχιζόμενη προσπάθεια της χώρας για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, εκπέμποντας ένα σήμα αξιοπιστίας στην τρέχουσα φάση αύξησης των επιτοκίων των ομολόγων.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.