Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Σκανδιναβία τηρούσε λεπτές ισορροπίες τρόμου.
H Νορβηγία και η Δανία, ιδρυτικά μέλη του ΝΑΤΟ, δεν επέτρεψαν τη μόνιμη εγκατάσταση πυρηνικών όπλων ή ξένων συμμαχικών στρατευμάτων στα εδάφη τους, ενόσω η Σουηδία και η Φινλανδία παρέμειναν ουδέτερες.
Η μεν στο πλαίσιο μιας ρεαλπολιτίκ, στο πλαίσιο της οποίας απείχε από στρατιωτικές συμμαχίες από τον 19ο αιώνα και την πικρή εμπειρία των Ναπολεόντειων Πολέμων.
Η δε υποχρεωτικά βάσει συνθήκης με το πέρας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (κατά τη διάρκεια του οποίου ήταν άτυπα σύμμαχος του Άξονα), αποδεχόμενη ουσιαστικά τη διπλωματική δορυφοριοποίησή της από την ΕΣΣΔ, με αντάλλαγμα τη διαβεβαίωση της Μόσχας ότι τα σοβιετικά στρατεύματα δεν θα καταλάμβαναν τη σκανδιναβική χώρα. Εξ ου και ο όρος «Φινλανδοποίηση», που επανήλθε στο διεθνές διπλωματικό προσκήνιο με τις καταιγιστικές εξελίξεις στην Ουκρανία.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, ωστόσο, η παραδοσιακή αυτή ουδετερότητα της Στοκχόλμης και του Ελσίνκι αναιρέθηκε με την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο πρόγραμμα «Σύμπραξη για την Ειρήνη», το πρώτο επίπεδο θεσμικού διαλόγου με το ΝΑΤΟ.
Από το 2014, με απόφαση της Συνόδου Κορυφής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στην Ουαλία -στον απόηχο της προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσία- η Σουηδία και η Φινλανδία έλαβαν καθεστώς Εταίρου Ενισχυμένων Ευκαιριών (Enhanced Opportunity Partner), μαζί με την Αυστραλία, την Ιορδανία και τη Γεωργία (ομάδα, στην εντάχθηκε το 2020 και η Ουκρανία).
Έκτοτε, ωστόσο, πολιτικοί και κοινή γνώμη και στις δύο σκανδιναβικές χώρες παρέμεναν κάθετα αντίθετοι σε οποιαδήποτε προοπτική ένταξης στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Μέχρι που ήρθε η ρωσική εισβολή στα ουκρανικά εδάφη…
Αλλαγή πλεύσης
Χωρίς χρονοτριβή, τόσο η Σουηδία, όσο και η Φινλανδία αναίρεσαν την πάγια πολιτική τους να μην παρέχουν όπλα σε εμπόλεμες ζώνες, στέλνοντας στρατιωτική βοήθεια στο Κίεβο.
Στο μεσοδιάστημα, η υποστήριξη στο εσωτερικών των δύο χωρών για την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ εκτινάχθηκε σε επίπεδα ρεκόρ στις δημοσκοπήσεις.
Για πρώτη φορά με πλειοψηφία, οι Σουηδοί (51%) και οι Φινλανδοί (53%) τάσσονται υπέρ.
Παρά δε τις απειλές του Κρεμλίνου για «σοβαρές στρατιωτικές και πολιτικές επιπτώσεις» σε περίπτωση υλοποίησης αυτού του στόχου, ο πρόεδρος της Φινλανδίας, Σάουλι Νιίνιστο ανακοίνωσε (κατά την πρόσφατη έκτακτη τηλεδιάσκεψη κορυφής του ΝΑΤΟ) περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας των δύο σκανδιναβικών χωρών με τη Συμμαχία, με κατά περίπτωση συμμετοχή στη στρατηγική επικοινωνία και στην ανταλλαγή πληροφοριών.
«Το ΝΑΤΟ δεν είναι απλά περισσότερο ενωμένο, δείτε τι γίνεται με τη Φινλανδία και με τη Σουηδία, δείτε τι γίνεται με άλλες χώρες», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν.
Οι υπολογισμοί του Ρώσου προέδρου, υπογράμμισε, «οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα απ’ αυτό που επεδίωκε».
«Το αδιανόητο μπορεί να αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα», έγραψε στο Twitter ο Σουηδός πρώην πρωθυπουργός και πρώην μεσολαβητής του ΟΗΕ για το Βοσνιακό, Καρλ Μπιλντ.
Μέχρι να γίνει όμως αυτό φαίνεται ότι θα πρέπει να κυλήσει πολύ «νερό στο αυλάκι».
Στενοί σύμμαχοι, με… αποστάσεις ασφαλείας
Υπό τη βαριά σκιά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η δημόσια συζήτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ έχει πάρει και στις δύο σκανδιναβικές χώρες «φωτιά».
Στη Φινλανδία, μάλιστα, δύο πρωτοβουλίες πολιτών -μία υπέρ της ένταξης και μια για τη διεξαγωγή σχετικού δημοψηφίσματος- συγκέντρωσαν ήδη τις απαιτούμενες υπογραφές και κατατέθηκαν στο κοινοβούλιο προς συζήτηση.
Το θέμα έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που ο Φινλανδός πρόεδρος, Σάουλι Νιινίστο εξέδωσε ανακοίνωση για να τονίσει στους συμπατριώτες του ότι «σε περιόδους ακραίων αλλαγών, πρέπει να κρατάμε ψυχραιμία».
Ήταν την παραμονή της συνάντησής του, την περασμένη Παρασκευή, με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, κατά την οποία οι δύο ηγέτες συμφώνησαν μεν σε εμβάθυνση των διμερών σχέσεων τον τομέα ασφάλειας.
Δεν υπήρξαν ωστόσο σαφείς δεσμεύσεις για την παροχή επίσημων εγγυήσεων στην ευρωπαϊκή χώρα, που μοιράζεται 1.340 χιλιόμετρα κοινών συνόρων με τη Ρωσία.
Δεν έγινε επίσης η παραμικρή αναφορά ή νύξη σε πιθανή ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Οι ΗΠΑ και οι σκανδιναβικές χώρες θα «αρχίσουν μια σαφή διαδικασία για την ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας», δήλωσε ο Φινλανδός πρόεδρος με το πέρας της συνάντησης, στην οποία συμμετείχε κάποια στιγμή τηλεφωνικά και η Σουηδή πρωθυπουργός, Μαγκνταλένα Άντερσον.
Όμως αυτή η διαδικασία «θα αφορά συγκεκριμένους παράγοντες ασφάλειας και άμυνας, και όχι τόσο συμμετοχές με την ιδιότητα του μέλους», είπε.
Την επομένη κιόλας οι πρωθυπουργοί της Σουηδίας και της Φινλανδίας -αμφότερες γυναίκες και επικεφαλής Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων- ανακοίνωσαν σε συνάντηση στο Ελσίνκι «περαιτέρω ενίσχυση της διμερούς συνεργασίας».
Την Τρίτη, δε, η Σουηδή πρωθυπουργός έβαζε «πάγο» στην προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ.
«Εάν η Σουηδία επέλεγε να στείλει αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ, υπό την παρούσα κατάσταση, θα αποσταθεροποιούσε περαιτέρω την περιοχή της Ευρώπης», είπε στο πρακτορείο Reuters, «και θα αύξανε τις εντάσεις».
Μια νέα κρούσα εξοπλισμών
Στο μεσοδιάστημα, βέβαια, η Σουηδία και η Φινλανδία συμμετέχουν -μαζί με τη Δανία, τη Νορβηγία και την Ισλανδία- στη Σκανδιναβική Αμυντική Συνεργασία (NORDEFCO), με στόχο «την ενίσχυση της εθνικής άμυνας των συμμετεχόντων, τη διερεύνηση συνεργειών και τη διευκόλυνση αποτελεσματικών κοινών λύσεων».
Οι σκανδιναβικές χώρες συμμετέχουν επίσης στην 13μελή Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Παρέμβασης (EI2), με αποστολή «τη διευκόλυνση της ανάδυσης μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής κουλτούρας».
Επίσης είναι και οι τέσσερις μέλη στην Κοινή Εκστρατευτική Δύναμη (JEF), μαζί με τα τρία κράτη της Βαλτικής και την Ολλανδία και υπό βρετανική ηγεσία.
Μόλις τον Φεβρουάριο εν τω μεταξύ η Φινλανδία (που διαθέτει μεγαλύτερη στρατιωτική ισχύ σε σύγκριση με τους σκανδιναβούς γείτονές και αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες) συμφώνησε στην αγορά δεκάδων μαχητικών F-35 από τις ΗΠΑ, έναντι 9,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Προωθεί επίσης την ενίσχυση των αντιαεροπορικών δυνατοτήτων της, με την προμήθεια συστημάτων αεράμυνας από το Ισραήλ.
Προς περαιτέρω αύξηση των αμυντικών δαπανών προσανατολίζεται και η Σουηδία, με την Μαγκνταλένα Άντερσον να προαναγγέλλει ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της χώρας της και επιτάχυνση του επανεξοπλισμού.
Οι πρωθυπουργοί της Φινλανδίας και της Σουηδίας, Σάνα Μάριν και Μαγκνταλένα Άντερσον
Στο «κατώφλι» του ΝΑΤΟ
Αναλυτές επισημαίνουν ότι τόσο η Φινλανδία, όσο και η Σουηδία πληρούν τις προϋποθέσεις για ταχεία ένταξη στο ΝΑΤΟ, χωρίς μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις.
Παρά την εκπεφρασμένη επιθυμία των δύο σκανδιναβικών χωρών για ένταξη στη Συμμαχία, ωστόσο, εκτιμάται ότι η συγκυρία αποτελεί δίκοπο «μαχαίρι».
Αφενός, αμφότερες οδεύουν προς τις κάλπες βουλευτικών εκλογών: η Σουηδία τον προσεχή Σεπτέμβριο, η Φινλανδία τον Απρίλιο του 2023.
Αφετέρου -και πρωτίστως- θεωρείται ότι μια τέτοια εξέλιξη θα λειτουργούσε σαν σπίρτο στην «πυριτιδαποθήκη» του νέου Ψυχρού Πολέμου που διαμορφώνεται μεταξύ Δύσης και Ρωσίας.
Πολλώ δε μάλλον όταν η -σήμερα εισβολέας στην Ουκρανία- Μόσχα αξιώνει επαναχάραξη της αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ευρώπη, κατηγορώντας ευθέως το ΝΑΤΟ ότι αθέτησε τα συμπεφωνημένα μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και ότι η συνεχής επέκτασή του προς τα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλειά της.