Βαθμολογία

5: εξαιρετική

4: πολύ καλή

3: καλή

2: ενδιαφέρουσα

1: μέτρια

0: απαράδεκτη

 ——————————————————

 Ικανοποιητική η εισπρακτική κίνηση της ταινίας The Batman: κατά την διάρκεια του πρώτου πενθημέρου προβολής της (3 – 7 Μαρτίου), μόνο στην Αθήνα, η ταινία του Ματ Ριβς «έκοψε» 45.529 εισιτήρια σε 67 αίθουσες. Σε όλη την Ελλάδα (175 αίθουσες) τα 85.947 που έκοψε δικαιολογούν την συνέχειά του. Πάντως, η νέα κινηματογραφική εβδομάδα περιλαμβάνει αρκετές ταινίες, αν και με την εξαίρεση των κινουμένων σχεδίων της PIXAR «Πάντα στο κόκκινο» («Turning red») όλες οι νέες ταινίες ανήκουν στην «σφαίρα» της «εναλλακτικής» πρότασης απευθυνόμενες σε ένα κοινό που ενδιαφέρεται για μια «άλλη ματιά» και όχι στην απλή κατανάλωση του κινηματογραφικού θεάματος.

 ——————————————————

«Σημείο βρασμού» («Boiling point», Αγγλία, 2021)

Ένα θαρραλέο κινηματογραφικό επίτευγμα καθώς όλη η ταινία είναι ένα και μόνο πλάνο. Με πιο πρόσφατο, λαμπρό παράδειγμα την ταινία «1917» του Σαμ Μέντες (όπου όμως υπήρξαν κάποιες διακοπές του ενιαίου πλάνου), ταινίες- μονοπλάνα έχουμε δει αρκετές στο σινεμά με την «Θηλειά» του Αλφρεντ Χίτσκοκ σε περίοπτη θέση ανάμεσά τους. Αυτό που ο Φίλιπ Μπαραντίνι επιτυγχάνει στο «Σημείο βρασμού» είναι εξίσου εντυπωσιακό, τόσο σε σχέση με τον χώρο γυρίσματος, όσο και με την «χορογραφία»  των ηθοποιών η οποία πραγματικά δεν «χάνει» πουθενά.

Ο χώρος είναι ένα εστιατόριο πολυτελείας στο Λονδίνο και οι χαρακτήρες που υποδύονται οι ηθοποιοί, είναι το προσωπικό και οι πελάτες του. Η ιστορία λαμβάνει μέρος κατά την διάρκεια της πιο «φορτωμένης» για το εστιατόριο νύχτας του χρόνου  ή καλύτερα κατά την διάρκεια  90 λεπτών αυτής της νύχτας, όσο δηλαδή είναι ακριβώς ο κανονικός χρόνος της ταινίας. Στην απαράμιλλα φτιαγμένη σύνθεση των συμβάντων μέσα στο εστιατόριο κέντρο βάρους είναι ο αρχισέφ και μέτοχος της επιχείρησης (Στίβεν Γκρέιαμ) ο οποίος έχει διάφορα μέτωπα να αντιμετωπίσει και παλεύει να παραμείνει όρθιος παρά την αφόρητη πίεση που του ασκείται.

Αυτό εξάλλου είναι που διατηρεί το ενδιαφέρον μας ζωντανό διότι αν το τεχνικό μέρος, η κατασκευή της ταινίας, δεν στηριζόταν από μια δυνατή ιστορία, το όλο θέμα κατά πάσα πιθανότητα, θα καταντούσε βαρετό. Σαν ζιζάνια τα προβλήματα του αρχισέφ ξεπετάγονται από παντού: από τους πελάτες και τις απαιτήσεις τους, από το προσωπικό και τα θέματά του, από την διεύθυνση, από την επιθεώρηση ελέγχου υγιεινής, από το τηλέφωνο και την οικογένεια του αρχισέφ, από την κουζίνα και τα δικά της προβλήματα, από τα χρέη του.

Η ενορχήστρωση όλων των παραπάνω σε μια ενιαία ιστορία και κάτω από την άγρυπνη ματιά της κάμερας σε ένα μόνο πλάνο, είναι μια – το λιγότερο – αξιέπαινη δημιουργία η οποία προέκυψε μέσα από εξαντλητικές πρόβες: η ταινία γυρίστηκε τέσσερις φορές μέσα σε ένα μόλις διήμερο και από αυτές τις εκδοχές επιλέχτηκε η μία, αυτή που βλέπουμε τώρα.

Βαθμολογία: 3 ½

ΑΘΗΝΑ:    ΕΛΛΗ – ΔΑΝΑΟΣ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΤΗΣΙΩΝ – ΑΤΛΑΝΤΙΣ – ΔΙΑΝΑ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΚΟΛΟΣΣΑΙΟΝ – ΒΑΚΟΥΡΑ

———————————————–

 

«River» (Αυστραλία ,2021)

Αυτό το αυστραλέζικης παραγωγής ντοκιμαντέρ είναι μια πρωτότυπη σύνθεση εικόνας, μουσικής και λόγου που στόχο έχει την ανάδειξη της σημασίας και της ομορφιάς των ποταμών της γης, όχι όμως με εγκυκλοπαιδικό τρόπο αλλά με ποιητικό. Η συρτή, ένρινη φωνή του Γουίλεμ Νταφόε συνοδεύει τα δρώμενα αναζητώντας την μυστικιστική διάστασή τους, η μουσική των Radiohead λειτουργεί κυριολεκτικά σαν καταλύτης, ενώ στην όλη προσπάθεια νιώθεις ότι ερευνάται η «αόρατη δύναμη» των ποταμών, όχι μόνο από τις καταπληκτικές εικόνες που βλέπεις χάρη στα δορυφορικά πλάνα (με απόψεις ποταμών που παρουσιάζονται για πρώτη φορά) αλλά και από εκείνες που σχηματίζονται στο μυαλό σου μέσω των όσων παρακολουθείς.

Εκεί εξάλλου βρίσκεται η όποια μαγεία της ταινίας των Τζένιφερ Πίντομ και Τζόζεφ Νιζέτι (η Πίντομ έχει επίσης υπογράψει την σκηνοθεσία του «Mountain» ,κάτι αντίστοιχο με το River για τα βουνά). Οι σκηνοθέτες ενδιαφέρονται για την να ανάδειξη του μεταφυσικού  κρίκου που συνδέει το ποτάμι με τον ανθρώπινο πολιτισμό και τα καταφέρνουν άψογα  ταξιδεύοντας τον θεατή σε 39 (!) διαφορετικές χώρες – από το Μπαγκλαντές ως το Μεξικό, από την Αίγυπτο  ως την Γερμανία, από το Πακιστάν ως τη Νορβηγία.

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: ΓΑΛΑΞΙΑΣ – ΤΡΙΑΝΟΝ – ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ – ΔΙΑΝΑ κ.α.

——————————————————

 

«Μετά τον Γιάνγκ» («After Yang», ΗΠΑ, 2021)

Ενδιαφέρον, ως ένα σημείο (προς το τέλος αρχίζει να γίνεται κουραστική και φλύαρη), προκαλεί αυτή η ταινία φαντασίας που μοιάζει με «μελέτη» της σχέση ανθρώπου – ρομπότ, με φόντο ένα (μάλλον) μακρινό και (σίγουρα) ακαθόριστο μέλλον. Ο Γιανγκ του τίτλου (Τζάστιν Χ. Μιν) είναι ένα ευγενές ανδροειδές στις υπηρεσίες μιας τριμελούς οικογένειας τριών διαφορετικών φυλών: λευκός σύζυγος (Κόλιν Φάρελ), μαύρη σύζυγος (Τζόντι Τέρνερ Σμιθ) και ασιάτισσα η μικρή υιοθετημένη κόρη (Μαλέα Εμα Τσάντραβιτζατζα) που σχεδόν φετιχιστικά, λατρεύει  τον Γιανγκ.

Οταν όμως ο τελευταίος παθαίνει βλάβη, ο πατέρας προσπαθεί να βρει τρόπους για να τον επιδιορθώσει, μπλέκοντας σε έναν κυκεώνα δυσκολιών, όχι και τόσο μακρινών από τις σημερινές. Καθόλου εύκολη υπόθεση σε μια καθόλου «εύκολη», αλληγορική ιστορία, υψηλής αισθητικής (ο σκηνικός χώρος κλέβει την παράσταση), βάση της οποίας το διήγημα «Saying Goodbye to Yang» από την συλλογή «Children of the New World») του Αλεξάντερ Γουάινσταϊν.

Ο κορεάτης σκηνοθέτης Κογκονάδα, γνωστός και από τα βίντεο ντοκιμαντέρ που έχει φτιάξει πάνω στο έργο μεγάλων δημιουργών του σινεμά (Οζου, Χίτσκοκ, Μπρεσόν, Μπέργκμαν, Γκοντάρ κ.α.) ποτίζει την ιστορία με μια αίσθηση μελαγχολίας στην οποία συντελεί το γεγονός ότι όλοι οι ήρωες μοιάζουν ψυχικά άδειοι, εκτός τελικά από τον ίδιο τον Γιανγκ, το ρομπότ. Το μόνο πρόβλημα η διάρκεια · ένα τέτοιο θέμα δεν θα έπρεπε να είναι σε ταινία μεγαλύτερης διάρκειας από μία ώρα. Δώστε σημασία και στην χρήση της μουσικής του Ασκα Ματσουγίμα: αρχίζει ως techno και στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας θυμίζει χαλαρωτικούς ήχους σε κέντρο μασάζ.

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: ΝΙΡΒΑΝΑ – ΝΙΡΒΑΝΑ – ΑΣΤΟΡ – ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΘΕΣ/ΚΗ: ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ

——————————————————

 

«Η μπαλάντα της λευκής αγελάδας» (Ghasideyeh gave sefid, Ιράν, 2020)

Eνας ανατριχιαστικός συνδυασμός αφόρητης αδικίας, παράνοιας αλλά τελικά και ελπίδας είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτήν την «βαριά», δυσάρεστη ταινία που συνσκηνοθέτησαν οι Μαριάμ Μογκαντάμ και Μπεκτάς Σαναέχα: όλα ξεκινούν από ένα μοιραίο λάθος, που χειρότερο δεν θα μπορούσε να είναι, καθώς όπως αποδεικνύεται, ένας  άντρας εκτελέστηκε λανθασμένα από την ιρανική δικαιοσύνη, διότι κατόπιν «εορτής» η αθωότητά του αποδεικνύεται.

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι το πως η χήρα του (την υποδύεται η σκηνοθέτις Μ. Μογκαντάμ), επίσης μητέρα ενός κωφάλαλου παιδιού, θα μπορέσει να διαχειριστεί την κατάσταση, την ώρα που το Κράτος, νίπτει κυνικά τας χείρας του. Το ντουέτο των σκηνοθετών χειρίζεται με σύνεση και καρδιά την όλη κατάσταση, «σκάβει» βαθιά μέσα στην ψυχή της κεντρικής ηρωίδας, παλεύει να της βρει μια σανίδα σωτηρίας για να σταθεί και πάλι στα πόδια της. Συναισθηματικό σινεμά στο οποίο οι σιωπές ηχούν πολύ περισσότερο από τα λόγια και η ανθρωπιά μοιάζει δυσεύρετη αν και τελικά δεν είναι.   Να σημειωθεί ότι η «Μπαλάντα της λευκής αγελάδας» συμμετείχε στον διαγωνισμό της προπέρσινης Μπερλινάλε διεκδικώντας την Χρυσή Αρκτο.

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: ΔΑΝΑΟΣ – ΑΣΤΥ

——————————————————

Τέλος, σε περισσότερες από 100 αίθουσες όλης της χώρας, προβάλλεται το «Πάντα στο κόκκινο» («Turning red», HΠA, 2022), τελευταίο κινούμενο σχέδιο της κορυφαίας PIXAR η οποία αυτή την φορά «παίζει» με την κινέζικη μυθολογία μέσα από την ιστορία ενός κοριτσιού που μετατρέπεται σε πάντα όποτε εκφράζει δυνατό συναίσθημα. Η PIXAR εξακολουθεί να αποτελεί εγγύηση στο κινούμενο σχέδιο, αν και η συγκεκριμένη ταινία δεν έχει ούτε την μαγεία, ούτε και την ευφυία μεγάλων στιγμών της εταιρείας, όπως οι ταινίες «Toy Story», το «Ψάχνοντας τον Νέμο» και ο «Ρατατούης». Η σκηνοθεσία είναι της Κινέζας animateur  Ντομί Σι και το βιβλίο που ακολούθησε την ταινία κυκλοφορεί εικονογραφημένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ.

Βαθμολογία: 2