Έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε τον πόλεμο ως μια κατά βάση προσπάθεια να εξυπηρετηθούν πολιτικοί σκοποί, με τις πολεμικές επιχειρήσεις ενίοτε να λειτουργούν περισσότερο ως πολιτικά μηνύματα ή ακόμη και ως συμβολισμοί.
Μόνο που κάποιες στιγμές ο πόλεμος δεν είναι απλώς η υποκατάσταση της πολιτικής, έχει τη δική του αδυσώπητη λογική για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που δεν μπόρεσαν να επιλυθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία.
Η σκληρή λογική της ρωσικής επιχείρησης
Για να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει με τις ρωσικές επιχειρήσεις, θα πρέπει να θυμηθούμε ποιοι είναι οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την σύγκρουση. Και αυτοί αφορούσαν δύο ζητήματα.
Το ένα ήταν αυτό που αφορούσε τον Ντονμπάς και τις αυτοαποκαλούμενες «λαϊκές δημοκρατίες». Εκεί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ουσιαστικά υπήρξε ένα είδος εμφυλίου πολέμου και δεν ήταν απλώς μια ρωσική παρέμβαση. Δηλαδή, υπήρξε μια πραγματική σύγκρουση σημαντικής μερίδας των ρωσόφονων με το ουκρανικό κράτος αλλά και παραστρατιωτικές εθνικιστικές ομάδες (που αργότερα εντάχθηκαν στις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανία, κατά τη Ρωσία χωρίς να χάσουν τον εθνικιστικό χαρακτήρα τιους), σύγκρουση με χιλιάδες θύματα που παραμένει ενεργή από το 2014.
Το άλλο αφορούσε το εάν η Ουκρανία θα εντασσόταν στον ευρύτερο δυτικό αμυντικό σχεδιασμό. Όπως είχε φανεί ήδη από το 2014, η Ρωσία αντιμετωπίζει οποιοδήποτε βήμα σε αυτή την κατεύθυνση ως κλιμάκωση μια στρατιωτικής πίεσης σε βάρος της από τη μεριά των και της Δύσης και θέλει να εξασφαλίσει την ουδετερότητα της Ουκρανίας.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που διεξάγονται σήμερα αντιστοιχούν στο συνδυασμό ανάμεσα σε αυτές τις δύο προτεραιότητες.
Δηλαδή, σήμερα οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις επιχειρούν ταυτόχρονα για να εξασφαλίσουν τις περιοχές των «λαϊκών δημοκρατιών», στο σύνολο της έκτασής τους, που είναι πέρα από τη «γραμμή επαφής» που είχε διαμορφωθεί, για να ακυρώσουν τις στρατιωτικές υποδομές της Ουκρανίας και να εξασφαλίσουν μια «αλλαγή καθεστώτος» στο Κίεβο που να εγγυάται την Ουκρανική ουδετερότητα και τη μη εγκατάσταση νατοϊκών οπλικών συστημάτων.
Οι στόχοι διαμορφώνουν το έδαφος για ένα συγκεκριμένο είδος επιχειρήσεων, που αποσκοπούν ταυτόχρονα να ελέγξουν περιοχές και πόλεις και να ασκήσουν πολιτική πίεση. Αυτές οι επιχειρήσεις στηρίζονται στην εναλλαγή μεγάλου σφυροκοπήματος συγκεκριμένων στόχων, σταδιακής προέλασης δυνάμεων και πολιορκίας πόλεων, σε συνδυασμό με το άνοιγμα ανθρωπιστικών διαδρόμων για να απομακρύνονται οι άμαχοι, ανθρωπιστικών διαδρόμων που με τη σειρά τους γίνονται και πεδίο αντιπαράθεσης (με την ρωσική πλευρά να κατηγορεί την ουκρανική ότι θέλουν τους αμάχους εντός των πολιορκούμενων πόλεων για «ανθρώπινες ασπίδες» και την ουκρανική να κατηγορεί τη ρωσική ότι αυτή υπονομεύει την έξοδο των αμάχων).
Στις μεν ανατολικές περιοχές, όπου και η μεγαλύτερη συγκέντρωση και των ουκρανικών εθνικιστικών ομάδων, οι συγκρούσεις έχουν το χαρακτηριστικό αποτύπωμα των πολέμων για την αποσαφήνιση «εθνικού εδάφους» στην Ευρώπη, δηλαδή τις σκληρές συγκρούσεις γύρω από πόλεις ή ακόμη και χωριά. Στις πόλεις που είναι προς έλεγχο, όπως είναι ο Χάρκοβο και η Μαριούπολη, οι πολιορκίες είναι πολύ πιο πιεστικές, ενώ στο Κίεβο τα πράγματα κατατείνουν περισσότερο προς την άσκηση πίεσης και την προετοιμασία για μελλοντική κλιμάκωση των επιχειρήσεων. Και όλα αυτά σε ένα συνδυασμό με την συστηματική προσπάθεια να καταστραφούν όσο το δυνατόν περισσότερες αμυντικές υποδομές της Ουκρανίας.
Είναι σαφές ότι η Ρωσία κινείται κατά βάση με τη λογική ότι μεσοπρόθεσμα θα κατοχυρώσει ένοπλα τις επιδιώξεις της και η Ουκρανία με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να έχει μεγαλύτερη διεθνή υποστήριξη στην αντίσταση που προβάλλει, έτσι μαζί με τις κυρώσεις και τη διεθνή απονομιμοποίηση η Ρωσία να έχει να αντιμετωπίσει το κόστος παρατεταμένης σύγκρουσης και να υποχρεωθεί σε αναδίπλωση.
Μόνο που όπως συμβαίνει πάντα στις περιπτώσεις όπου τα όπλα προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα που δεν μπορεί να λύσει η διπλωματία, κυριαρχεί η βαναυσότητα και τα μεγάλα θύματα είναι οι άμαχοι.
Γιατί δεν επιστρέφει η διπλωματία;
Το ερώτημα είναι γιατί δεν επιστρέφει η διπλωματία και η προσπάθεια να μπει φραγμός στην πολεμική βαναυσότητα.
Προφανώς μία απάντηση είναι ότι όλα αυτά έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι υπάρχει μια μονομερής επιθετικότητα που όσο δεν σταματάει δεν αφήνει άλλο περιθώριο από κινήσεις όπως οι κυρώσεις ή η προσπάθεια ενίσχυσης της ουκρανικής πλευράς.
Ωστόσο, θα παρέβλεπε ότι όντως υπάρχουν ζητήματα που μπορούσαν να συζητηθούν και να επιλυθούν πριν την καταφυγή τα όπλα. Αυτά αφορούσαν και τα ζητήματα συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη και το εσωτερικό ζήτημα της ίδιας της Ουκρανίας.
Εκεί, όμως, η κατάσταση επικαθορίστηκε από το γεγονός ότι ούτως ή άλλως Δύση και Ρωσία είχαν μπει σε μια τροχιά ανταγωνισμού και σύγκρουσης εδώ και αρκετό καιρό. Κυρίως, όμως, η Δύση θεωρούσε ότι η Ρωσία είναι μια επιθετική δύναμη που θα έπρεπε να υποχρεωθεί σε αναστροφή πορείας και ότι ούτως ή άλλως εάν γίνονταν δεχτοί οι όροι της, θα γινόταν ακόμη πιο επιθετική. Οριακά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι σήμερα η Δύση μοιάζει να επενδύει στην ήττα της Ρωσίας. Όμως, «ήττα της Ρωσίας», αυτή τη στιγμή θα σήμαινε πέραν των κυρώσεων (που κλιμακώνονται και με το ενεργειακό εμπάργκο των ΗΠΑ στη Ρωσία) το να υποχρεωθεί η Ρωσία να σταματήσει την επιχείρηση και να αποχωρήσει χωρίς να έχει πετύχει κάποιον από τους σκοπούς της. Και σε αυτό το φόντο δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή μείζονες πρωτοβουλίες για επιστροφή στη διπλωματία και για αναζήτηση μιας εξόδου από τον πόλεμο αλλά κάποιας διεξόδου ως προς τα προβλήματα που οδήγησαν στον πόλεμο
Μόνο που αυτή η απροθυμία να υπάρξει κάποια διπλωματική διέξοδος, απλώς εξωθεί ακόμη περισσότερο τη Ρωσία προς τη λογική του πολέμου. Και αυτό σημαίνει τόσο την προσπάθεια της Ρωσίας να κατοχυρώσει ένοπλα την «κυριαρχία» των αυτοαποκαλούμενων «λαϊκών δημοκρατιών», όσο και την προσπάθεια να πιεστεί υπό το βάρος των πολιορκιών η ουκρανική κυβέρνηση σε συνθηκολόγηση. Και στο βαθμό που η Ρωσία αισθάνεται ούτως ή άλλως «δαιμονοποιημένη» σε επίπεδο δυτικής «δημόσιας σφαίρας», το κόστος ως προς τη νομιμοποίηση από τη συνέχιση των επιχειρήσεων θεωρείται ότι μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο από την επιτυχή τους ολοκλήρωση. Με τα θύματα να είναι πρωτίστως οι άμαχοι.
Δράμα χωρίς τέλος;
Δεν είναι τυχαίο ότι από διάφορες πλευρές υπάρχουν ακόμη προσπάθειες για να υπάρξει ξανά μια διπλωματική διέξοδος. Από την επιμονή του Μακρόν να συνομιλεί με τον Πούτιν, μέχρι τις πρωτοβουλίες του Ισραήλ ή ακόμη και της Τουρκίας, ακόμη και την προσεκτική γλώσσα που χρησιμοποιεί το Πεκίνο το τελευταίο διάστημα (συμπεριλαμβανομένης της τηλεδιάσκεψης Μακρόν, Σολτς και Σι Τζινπίνγκ), τα σημάδια είναι αρκετά. Ακόμη και η απροθυμία για παραπέρα κυρώσεις από τη μεριά κάποιων ευρωπαϊκών χωρών δεν αντανακλά μόνο το κόστος που θα είχαν αυτές για τις ίδιες, αλλά και την προσπάθεια να μην κλιμακωθεί ακόμη περισσότερο η σύγκρουση.
Αποτυπώνουν όλα αυτά και την επίγνωση ότι από ένα σημείο η ίδια η συνέχιση της σύγκρουσης λειτουργεί αποσταθεροποιητικά με έναν ευρύτερο τρόπο και απειλεί να οδηγήσει όλο τον πλανήτη σε μια τροχιά σύγκρουσης που παράγει μεγάλα κόστη και όχι μόνο οικονομικά.
Ούτε είναι τυχαίες και οι δηλώσεις Ζελένσκι ότι επιθυμεί να συζητήσει με τη Ρωσία εμμέσως πλην σαφώς και για τα ζητήματα που αφορούν την Κριμαία και τις «λαϊκές δημοκρατίες», πράγμα που ίσως να αποτυπώνει και μια επίγνωση ότι υπάρχουν στην ουκρανική αντίσταση.
Όμως, η εμπειρία ανάλογων συγκρούσεων δείχνει ότι ποτέ δεν είναι εύκολη η επιστροφή στη διπλωματία, όταν έχουν ξεκινήσει οι πολεμικές επιχειρήσεις με τη δική τους αδυσώπητη λογική.