«(…) εκοίταξα τους τοίχους του σπιτιού όπου με εκρατούσαν κλεισμένην, εκοίταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβίας και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία και αναστέναξα» γράφει η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου. Η γεννημένη το 1801 από αριστοκρατική οικογένεια της Ζακύνθου συγγραφέας, η οποία σήμερα χαρακτηρίζεται ως η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος, έδωσε αγώνα για να μορφωθεί όταν κάτι τέτοιο θεωρείτο από το περιβάλλον της εποχής όχι μόνο πολυτέλεια, αλλά σχεδόν διαστροφή. Παρά τις φιλοδοξίες και τις προσπάθειές της, τελικά ακολούθησε τη μοίρα που περίμενε όλες τις γυναίκες: παντρεύτηκε και έγινε μητέρα, για να πεθάνει όμως στις 9 Νοεμβρίου 1832, λίγο μετά τον τοκετό. Την «Αυτοβιογραφία» της εξέδωσε το 1881 ο γιος της Ελισαβέτιος, βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο τη μητέρα που δεν γνώρισε να περάσει στην αιωνιότητα αποκτώντας περίοπτη θέση στον κατάλογο με τα ονόματα των γυναικών-πρωτοπόρων. Εκείνων που για να ακολουθήσουν τα όνειρά τους δεν δίστασαν σε εποχές δύσκολες να επαναστατήσουν και να συγκρουστούν με τις οικογένειές τους και με την κοινωνία ολόκληρη. Και εκείνων που τις ακολούθησαν και που ακόμα και στις μέρες μας έρχονται με τη δυναμική και δημιουργική παρουσία τους για να ανοίξουν νέους δρόμους στις γενιές που θα έρθουν.
Με λέξεις και με χρώματα
Αυτές είναι λοιπόν οι ιστορίες τους. Ιστορίες γεμάτες πάθος αλλά και αγωνία και πόνο (κυρίως όσον αφορά εκείνες που έζησαν στον 19ο και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα), ξεκινώντας από τη συγκινητική περίπτωση της Μουτζάν-Μαρτινέγκου. Της φιλομαθούς κοπέλας η οποία, την εποχή που η θέση της γυναίκας την ήθελε κλεισμένη στο σπίτι να υπηρετεί γονείς, σύζυγο και παιδί, εκείνη δεν είχε «εις τον νουν άλλον συλλογισμόν παρά μόνον τα γράμματα». Παρόμοια συγκίνηση δημιουργεί η γεννημένη στις Σπέτσες το 1821 Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, η πρώτη ελληνίδα ζωγράφος. Μόνο που εκείνη είχε την ευτυχία να προέρχεται από οικογένεια που την ενθάρρυνε να καλλιεργήσει την κλίση της στη ζωγραφική και φρόντισε ώστε να πάρει τα απαραίτητα μαθήματα. Ζητώντας κάτι παραπάνω, η νεαρή ζωγράφος αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές της στην Ιταλία, όπου όμως οι ακαδημίες τέχνης δεν δέχονταν γυναίκες. Για να γίνει δεκτή και για να μπορέσει να δουλέψει με γυμνά μοντέλα μεταμφιέστηκε σε άνδρα. Στη δραματική ιστορία της ζωής της (μιας ζωής που σημαδεύτηκε από τους πρόωρους θανάτους των δύο εκ των τριών παιδιών της) αναφέρεται η Ρέα Γαλανάκη στο μυθιστόρημά της «Ελένη, ή ο Κανένας» (εκδόσεις Αγρα).
«Τρελή θεατρίνα, γλυκιά και τσαχπίνα…»
Εργάτρια σε μεταξουργείο και ερασιτέχνις θεατρίνα, η Ηπειρώτισσα Αικατερίνη Παναγιώτου ήταν η πρώτη γυναίκα που το 1842 προσελήφθη από την Επιτροπή του εν Αθήναις Θεάτρου, την οποία είχαν συστήσει διανοούμενοι της εποχής – ανάμεσά τους ο Αλέξανδρος Ραγκαβής (στο οικογενειακό μεταξουργείο του οποίου δούλευε η Παναγιώτου) και ο Γρηγόριος Καμπούρογλου – με σκοπό την ανάπτυξη της θεατρικής τέχνης. Εγινε λοιπόν η πρώτη γυναίκα επαγγελματίας ηθοποιός στον ελλαδικό χώρο, γιατί υπήρχαν και περιπτώσεις όπως η εκ Λέσβου Μαριγώ Βρανέλη-Αλκαίου που είχε ξεκινήσει να εμφανίζεται στη σκηνή από το 1818 στο Βουκουρέστι. Κατά μία άλλη εκδοχή, πρώτη επαγγελματίας ηθοποιός ήταν η Αθηνά Φιλιππάκη που συμμετείχε στον ίδιο θίασο με την Παναγιώτου. Ενδιαφέρον έχει η περίπτωση της πριγκίπισσας Ραλλούς Καρατζά (1799-1870), κόρης του φαναριώτη πρίγκιπα και ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά, η οποία σκηνοθέτησε σειρά παραστάσεων στο Βουκουρέστι (με πρωταγωνίστρια και τη Μαριγώ Βρανέλη-Αλκαίου). Η Ζακύνθια Ισαβέλλα Ιατρά, κόρη του ζωγράφου Κωνσταντίνου Ιατρά και σύζυγος του συνθέτη Παύλου Καρρέρ, υπήρξε μία από τις πρώτες ελληνίδες λυρικές τραγουδίστριες. Η Ελένη Λαμπίρη, εγγονή του ποιητή Ανδρέα Λασκαράτου, είναι η πρώτη γυναίκα που σπούδασε σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών το 1907, για να εργαστεί στη συνέχεια στο εξωτερικό ως μαέστρος. Η Ελπίς (Σπεράντζα) Καούκη-Λαμπελέτ το 1889 διηύθυνε εκτάκτως στη Σμύρνη την ορχήστρα του Ελληνικού Μελοδραματικού Θιάσου, όταν έπειτα από μια καλλιτεχνική αντιζηλία ο αρχιμουσικός Σπυρίδων Μπεκατώρος διαφώνησε και αποχώρησε, για να περάσει στην ιστορία ως η πρώτη ελληνίδα αρχιμουσικός.
Το δικαίωμα στη μόρφωση
Η Σεβαστή Καλλισπέρη (1858-1953) τελείωσε τη Σχολή Χιλλ, αλλά παρά τις προσπάθειές της δεν έγινε δεκτή από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τελικά συνέχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Για να γίνει το 1895 η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που διορίστηκε επιθεωρήτρια των Δημοτικών Σχολείων – η θέση δημιουργήθηκε ειδικά για εκείνη. Οσο για την πρώτη γυναίκα που τελικά έγινε δεκτή ως φοιτήτρια σε ελληνικό πανεπιστήμιο, το 1890, αυτή ήταν η Ιωάννα Στεφανόπολι (ή Στεφανοπούλου), με καταγωγή από τη Μάνη. Η εισαγωγή της ήταν περιπετειώδης, καθώς πολλοί καθηγητές αντιτάχθηκαν στο αίτημά της. Τελικά παρακολούθησε μαθήματα για μερικούς μήνες και έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές της στο πιο πρωτοποριακό, γι’ αυτό και πιο φιλόξενο για τις γυναίκες που διεκδικούσαν ίσες ευκαιρίες με τους άνδρες, Παρίσι. Το 1913 ο Ελευθέριος Βενιζέλος τής ανέθεσε τη διεύθυνση του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων. Η σχέση της με τον Τύπο ξεκινούσε εξάλλου από τα παιδικά της χρόνια, καθώς πατέρας της ήταν ο δημοσιογράφος και εκδότης της γαλλόφωνης εφημερίδας «Messager d’Athènes» Αντώνιος Στεφανόπολι. Η Ιωάννα εργάστηκε στην εν λόγω εφημερίδα και για αρκετά χρόνια υπήρξε η εκδότριά της.
Μητέρα του φεμινισμού
Μερικά χρόνια πριν, πρώτη ελληνίδα δημοσιογράφος και εκδότρια είχε βεβαίως γίνει η σπουδαία Καλλιρρόη Παρρέν (1861-1940), η οποία έγραψε ιστορία και ως η πρώτη ελληνίδα φεμινίστρια. Ο σύζυγός της, Ιωάννης Παρρέν, ήταν ο πρώτος διευθυντής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων. Από την ίδια εκδιδόταν για πολλά χρόνια η εβδομαδιαία «Εφημερίς των Κυριών», η πρώτη στην Ελλάδα εφημερίδα που γραφόταν από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες. Ο τρόπος με τον οποίο η Παρρέν αναφέρεται στην κυκλοφορία του πρώτου φύλλου έχει μεγάλο ενδιαφέρον και δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της μαχητικότητάς της: «Δεν ήτο λαχείον υποσχόμενον κέρδη υπέρογκα το πωλούμενον, αλλ’ ούτε αθυρμάτιον μαγικόν. Δεν ήτο τουλάχιστον εφημερίς αγγέλλουσα την πτώσιν υπουργείου ή την έκρηξιν μεγάλου πολέμου. Ητο απλούστατα το πρώτον φύλλον της «Εφημερίδος των Κυριών». Ητο η σάλπιγξ η τονίζουσα το πρώτον εμβατήριον της εξεγέρσεως του εν Ελλάδι γυναικείου φύλου. Ητο πρώτη επίσημος διαμαρτύρησις της Ελληνίδος γυναικός κατά των επικρατουσών προλήψεων περί της πνευματικής ανικανότητος αυτής. Ητο το πρώτο βήμα της πέραν του ασφυκτικού κύκλου, ον διέγραψαν αυτή αιώνες δουλείας και βαρβαρότητος. Ητο το πρώτο δείγμα της συντρίψεως των χειροπέδων και των αλύσεων, των οποίων αι τρυφεραί χείρες της βαρέως έφερον τας πληγάς. Ητο η εμφάνισις της εμπροσθοφυλακής της μεγάλης του γυναικείου φύλου στρατιάς, ήτις απετόλμησεν να τάξη στήθη κρατερά, αντιμέτωπα προς τα πρώτα βέλη και τας σφαίρας, τας οποίας η προληπτική και οπισθοδρομική της κοινωνίας μερίς θα εξετόξευε κατ’ αυτών». (Οποιος ενδιαφέρεται για περισσότερα, ας ανατρέξει στο εξαιρετικό βιβλίο της Μαρίας Αναστασοπούλου «Η συνετή απόστολος της γυναικείας χειραφεσίας Καλλιρρόη Παρρέν – Η ζωή και το έργο» που κυκλοφορεί από τον Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων.)
Στο όνομα της επιστήμης
Η Μαρία Καλαποθάκη (1859-1941), κόρη του γιατρού και εκδότη της προτεσταντικής «Εφημερίδος των Παίδων» Μιχαήλ Καλαποθάκη, θεωρείται η πρώτη ελληνίδα γιατρός. Η οποία σπούδασε στο εξωτερικό, αφού τότε στη χώρα μας οι γυναίκες δεν είχαν τέτοια δυνατότητα. Εκείνη εξάλλου την εποχή γράφτηκε η δραματική ιστορία της 18χρονης Ελένης Παντελίδου που επιχείρησε να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και όταν απορρίφθηκε, εν έτει 1887, αυτοκτόνησε. Η τραγική Ελένη άφησε πίσω της σημείωμα σύμφωνα με το οποίο: «Αυτοκτονώ, διαμαρτυρόμενη διά την αδικίαν. Ο θάνατός μου ας ακουστεί ως κραυγή εις εκείνους οίτινες θεωρούν τη γυναίκα ως μεσαιωνική δούλη». Πράγματι, ο θάνατος της συνέβαλε στην αλλαγή των πεπαλαιωμένων νοοτροπιών και από το 1895 το Πανεπιστήμιο άρχισε να κάνει δεκτή και τη φοίτηση γυναικών. Η Κεφαλλονίτισσα Αγγελική Παναγιωτάτου έγινε η πρώτη που αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή, για να πάρει την ειδικότητα της μικροβιολόγου, παρά τις αντιδράσεις εκείνων που εξακολουθούσαν να διαφωνούν με την παρουσία των γυναικών στα πανεπιστημιακά έδρανα και που την προέτρεπαν «πίσω, στην κουζίνα!». Η Κερκυραία Μαρία Φλαμπουριάρη είναι η πρώτη δικηγόρος που εμφανίστηκε μπροστά στο ακροατήριο ελληνικού δικαστηρίου το 1926, με τον πρόεδρο να αντιδρά έκπληκτος και ενοχλημένος. Πρώτη πάντως ελληνίδα δικηγόρος «παρά Αρείω Πάγω» θεωρείται η Μεσολογγίτισσα Μαρία Ν. Χρυσογέλου. Γεννημένη στα Κόμανα του Πόντου, η αρσακειάδα Πολύμνια Παναγιωτίδου έγινε το 1895 η πρώτη φοιτήτρια που γράφτηκε στη Φαρμακευτική Σχολή τού Εθνικού Πανεπιστημίου (Φαρμακευτικό Σχολείο), «μία εκ των πρώτων γυναικών φοιτητριών σε ελληνικό πανεπιστημιακό ίδρυμα μετά την Ιωάννα Στεφανόπολι και τη Θηρεσία Ροκά, που φοίτησαν στη Φιλοσοφική, τη Φλωρεντία Φουντουκλή που φοίτησε στη Φιλοσοφική-Μαθηματικό, τις αδελφές Αγγελική και Αλεξάνδρα Παναγιωτάτου και την Ανθή Βασιλειάδου που φοίτησαν στην Ιατρική» (στοιχεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και των Αρσακείων – Τοσιτσείων Σχολείων). Το 1899 έγινε και η πρώτη Ελληνίδα με άδεια φαρμακοποιού. Το φαρμακείο της Παναγιωτίδου ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Δεκέμβριο του 1899 στη διασταύρωση των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Ναυαρίνου, στη Νεάπολη των Εξαρχείων. Δυστυχώς, η ιδιοκτήτριά του περίπου έναν μήνα μετά τα εγκαίνια αρρώστησε από τύφο και λίγες ημέρες αργότερα, στις 21 Ιανουαρίου 1900, πέθανε.
Και η πασαρέλα θέλει θάρρος
Ιδού και ένα επίτευγμα που δεν έχει σχέση με τη γνώση, με τις τέχνες και τα γράμματα, αλλά με την ομορφιά: Ο λόγος για την εκλογή της πρώτης Σταρ Ελλάς το 1929, σε μια εποχή που η συμμετοχή μιας κοπέλας σε έναν τέτοιο διαγωνισμό προϋπέθετε πολύ θάρρος, δύναμη και γερό στομάχι. Νικήτρια ήταν η Ασπασία Καρατζά, εγγονή του οπλαρχηγού της Επανάστασης του 1821 Παναγιώτη Καρατζά, η οποία όχι μόνο αντιμετώπισε μεγάλη αντίδραση από την οικογένειά της, αλλά αναγκάστηκε και να παραιτηθεί από την εργασία της στην τράπεζα, για να της επιτραπεί να ανέβει στην πασαρέλα. Το 1930 η Μις Ελλάς Αλίκη Διπλαράκου (μετέπειτα Λαίδη Ράσελ) έγινε η πρώτη Ελληνίδα Μις Ευρώπη. Επειτα από περίπου τρεις δεκαετίες, το 1964, η Κορίνα Τσοπέη έγινε η πρώτη (και μοναδική μέχρι σήμερα) Μις Υφήλιος με καταγωγή από την Ελλάδα.
Στον στίβο του αθλητισμού
Το 1936 για πρώτη φορά Ελληνίδα πήρε μέρος σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Επρόκειτο για την αθλήτρια του στίβου Δομνίτσα Λανίτου-Καβουνίδου. Πολλά χρόνια μετά, το 1992, η Βούλα Πατουλίδου θα αναδεικνυόταν χρυσή ολυμπιονίκης στα 100 μέτρα με εμπόδια. Είχαν προηγηθεί και άλλες σημαντικές πρωτιές: Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1982 η ακοντίστρια Αννα Βερούλη είχε κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ανοιχτού Στίβου (πρώτο χρυσό μετάλλιο για Ελληνίδα στη διοργάνωση), ενώ λίγο μετά, στις 26 Σεπτεμβρίου 1982, η Σοφία Σακοράφα, κατά τη διάρκεια του Πανελλήνιου Πρωταθλήματος Στίβου στα Χανιά, είχε σημειώσει παγκόσμιο ρεκόρ ρίχνοντας το ακόντιό της στα 74,20 μέτρα. Η Σακοράφα θα γινόταν τον Μάρτιο του 2021 και η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ. Πριν από μερικούς μήνες, η Μαρία Σάκκαρη, η οποία πλέον θεωρείται η καλύτερη ελληνίδα τενίστρια όλων των εποχών, έγινε η πρώτη ελληνίδα τενίστρια που, μεταξύ άλλων, μπαίνει στο Top 10 της WTA (αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο Νο 7) και η πρώτη Ελληνίδα που έφτασε στα ημιτελικά Grand Slam (Roland Garros & US Open) και αγωνίστηκε σε WTA Finals.
Η ενασχόληση με τα κοινά
Ιδιαίτερο βεβαίως ενδιαφέρον έχουν και οι πρωτιές στον κόσμο της πολιτικής, κυρίως ως δείκτες της γυναικείας χειραφέτησης σε αυτόν τον ιδιαίτερα απαιτητικό χώρο και της εμπιστοσύνης που έδειξε η κοινωνία σε διαφορετικές χρονικές περιόδους στις γυναίκες που ασχολήθηκαν με τα κοινά. Η Ελένη Σκούρα το 1953 έγινε η πρώτη ελληνίδα βουλεύτρια. Τρία χρόνια μετά, το 1956, η Λίνα Τσαλδάρη διοριζόταν πρώτη ελληνίδα υπουργός, αναλαμβάνοντας το χαρτοφυλάκιο Κοινωνικής Πρόνοιας. Την ίδια χρονιά η Μαρία Δεσύλλα-Καποδίστρια εκλεγόταν δήμαρχος Κέρκυρας. Ηταν η πρώτη φορά στη χώρα μας που γυναίκα αναλάμβανε τέτοιο αξίωμα. Η Αλέκα Παπαρήγα έγινε το 1991 η πρώτη γυναίκα γενική γραμματέας του ΚΚΕ και πρώτη γυναίκα αρχηγός κόμματος στην Ελλάδα (την ίδια χρονιά με τη Μαρία Δαμανάκη του Συνασπισμού), η Αννα Μπενάκη-Ψαρούδα αναδείχθηκε το 2004 πρώτη πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, η Ρένα Ασημακοπούλου έγινε το 2011 η πρώτη πρόεδρος του Αρείου Πάγου, η Βασιλική Θάνου τοποθετήθηκε το 2015 πρώτη γυναίκα (υπηρεσιακή) πρωθυπουργός της Ελλάδας και η Κατερίνα Σακελλαροπούλου εξελέγη το 2020 πρώτη Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Κατά τα άλλα, για να μην ξεχνάμε και άλλες σημαντικές διακρίσεις σε πολλές διαφορετικές κατηγορίες, και άλλες πρωτοποριακές παρουσίες στην πρόσφατη ιστορία μας (αν και είναι αδύνατον να τις χωρέσουμε όλες σε μερικές σελίδες), η Μαίρη Παρασκευά (1882-1951) και η Μαρία Χρουσάκη (1899-1972) θεωρούνται από τις πρώτες ελληνίδες φωτογράφους. Το 1944 η Κατίνα Παξινού έγινε η πρώτη (και τελευταία μέχρι στιγμής) ελληνίδα ηθοποιός που κέρδισε βραβείο Οσκαρ (Β’ γυναικείου ρόλου) για την ερμηνεία της στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Το 1945 η Σόνια Στεφανίδου έγινε η πρώτη ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια. Η σπηλαιολόγος Αννα Πετροχείλου είναι η πρώτη Ελληνίδα που ανέβηκε στην κορυφή του Ολύμπου, το 1930, και όχι μόνο εκεί. Η Μαρία Πλυτά το 1950 σκηνοθέτησε «Τα αρραβωνιάσματα» κερδίζοντας τον τίτλο της πρώτης ελληνίδας σκηνοθέτριας στον κινηματογράφο. Το 1962 γύρισε τη μεγαλύτερη επιτυχία της, τον «Λουστράκο», με τον Βασίλη Καΐλα. Το 1966 η Ελένη Κυπραίου έγινε η πρώτη τηλεπαρουσιάστρια. Το 1997 η Γαλάτεια Σαράντη έγινε ακαδημαϊκός. «Δεν σκέφθηκα ούτε για μία φορά ότι ήμουνα η μόνη γυναίκα μέσα σε τόσους αρσενικούς» εκμυστηρεύθηκε στο «Μονόγραμμα» του Γιώργου Σγουράκη: «Είπα: «Αλλο το ένα, άλλο το άλλο. Απαγορεύει το καταστατικό της Ακαδημίας τις γυναίκες; Οχι». Και υπέβαλα αίτηση. Το υπερασπίστηκαν μερικοί που ήθελαν να κάνουν την αρχή και, περίεργο, βγήκα με την πρώτη. Και αυτό ήταν βέβαια μια μεγάλη χαρά, γιατί είδα πολλά, έμαθα πολλά και κατάλαβα το νόημα της Ακαδημίας». Το 2019 η Χριστίνα Φλαμπούρη αναδείχθηκε στην πρώτη Ελληνίδα που πάτησε το Εβερεστ. Και η πορεία προς την κορυφή, για κάθε Ελληνίδα με φιλοδοξίες, διάθεση για γνώση, δράση και δημιουργία συνεχίζεται. Εμείς χειροκροτούμε το παράδειγμά τους – το παράδειγμα εκείνων που πραγματικά ακολούθησαν με πίστη και τόλμη τα όνειρά τους, αγωνίστηκαν με τίμιο και ακέραιο τρόπο και πρόσφεραν με την παρουσία και με το έργο τους στην κοινωνία, γιατί δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες – και τις θαυμάζουμε απεριόριστα.