Κόντρα σε όσες φωνές τον συμβούλευαν από την παιδική του ηλικία να επιλέξει κάτι πιο πρακτικό ως επάγγελμα, ο Περικλής Κονδυλάτος δεν έκανε ποτέ πίσω στα όνειρά του. Δεν το έκανε όταν αποφάσισε να σπουδάσει στο Λονδίνο για να γίνει ζωγράφος και γλύπτης και δεν το έκανε αργότερα, όταν γνώρισε τον κόσμο της μόδας και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά σε αυτόν. Αντίθετα, με τόλμη, αισιοδοξία και ένα καλώς εννοούμενο…θράσος, δεν άφηνε τις ευκαιρίες να έρθουν από μόνες τους, αλλά τις δημιουργούσε ο ίδιος. Αυτό έκανε όταν, ως απόφοιτος Καλών Τεχνών, έπαιρνε το πορτφόλιό του και επισκεπτόταν μία-μία τις γκαλερί σε Νέα Υόρκη και Παρίσι για να παρουσιάσει το έργο του ή όταν βρέθηκε στο ίδιο ξενοδοχείο με τη σούπερ σταρ Lady Gaga και έστειλε ως δώρο στο δωμάτιό της ένα στέμμα που είχε δημιουργήσει, με εκείνη να επιλέγει να το φορέσει σε βραδινή έξοδό της – η εικόνα της μεγάλης pop diva με το ροκ στέμμα έγινε viral.
Ο Περικλής Κονδυλάτος, όμως, μετράει και άλλες επιτυχίες στο ενεργητικό του, όπως η συνεργασία του το 2018 με την ηθοποιό Μίντι Κάλινγκ, της οποίας την εμφάνιση επιμελήθηκε μαζί με τον στενό του συνεργάτη Βασίλη Ζούλια, για το Met Gala που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της μόδας παγκοσμίως. Κοσμήματά του υπάρχουν και στη Νέα Υόρκη στην μπουτίκ της διάσημης ελληνοαμερικανίδας στυλίστριας του «Sex and the City» Πατρίτσια Φιλντ (και στο pericleskondylatos.com), ενώ το μεγαλύτερο μέρος των δημιουργιών του δεν είναι αυτόνομες, αλλά αποτελούν κομμάτι μιας εμφάνισης που σχεδιάζουν μαζί με τον Βασίλη Ζούλια.
Στη διάρκεια της φωτογράφισής του, για την οποία επιμελήθηκε ένα look εμπνευσμένο από την τέχνη των αρχαίων πολιτισμών της Καμπότζης, της Ινδίας κ.ά., μιλήσαμε για τα άμεσα σχέδιά του, για την επαγγελματική του πορεία, για την εξέλιξη του design και για τη μεγάλη του αγάπη για την τέχνη.
Σε ποια φάση της δηµιουργικής διαδικασίας βρίσκεστε αυτή την περίοδο;
«Ετοιμαζόμαστε για την κολεξιόν της Ανοιξης. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, προ COVID-19 δηλαδή, τώρα θα ήμασταν συνεχώς σε ένα αεροπλάνο και θα κάναμε «trunk shows» σε διάφορες πόλεις του κόσμου. Ηταν εντελώς διαφορετικοί οι ρυθμοί μας. Θέλω να ολοκληρώσω και τον σχεδιασμό κάποιων κοσμημάτων που είχα ξεκινήσει, αλλά τα έχω σε αναμονή δύο χρόνια. Είχα προγραμματίσει να τα δείξω σε επίδειξη στο Ντουμπάι, αλλά αυτή ακυρώθηκε εξαιτίας των συνθηκών. Να πω κιόλας ότι πάντοτε τα κοσμήματά μου τα δημιουργώ σε συνδυασμό με τα ρούχα του Βασίλη (σ.σ.: Ζούλια). Η επίδειξη που θα κάνουμε την Ανοιξη, στη Στοά του Αττάλου, θα είναι υψηλής ραπτικής και αυτή τη στιγμή είμαστε λίγο προτού «βάλουμε μπρος τις μηχανές» για να ξεκινήσουμε» (σ.σ.: οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η εγγονή του κροίσου Ντέιβιντ Ροκφέλερ, Αριάνα, θα βρίσκεται εκεί, αφού ο προπάππους της, Τζον Nτ. Ροκφέλερ τζούνιορ, χρηµατοδότησε την ακριβή ανακατασκευή της Στοάς του Αττάλου από την Αµερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στα µέσα της δεκαετίας του ’50).
Μιλήστε µας λίγο για την πολυετή συνεργασία σας µε τον κ. Ζούλια.
«Με τον Βασίλη δουλεύουμε ταυτόχρονα και προσπαθούμε πάντοτε να «παντρεύουμε» τις ιδέες μας. Μου λέει, για παράδειγμα, τον άξονα γύρω από τον οποίο θα κινηθούν τα ρούχα του, δηλαδή αν θα είναι prêt-à-porter ή υψηλή ραπτική, και αναλόγως κοιτάμε τι μπορούμε να κάνουμε. Εχει συμβεί και το αντίθετο, όταν είχα κάνει εγώ το δικό μου show, το «Novus Ordo Seclorum». Του είχα πει ποια είναι η έμπνευσή μου και γύρω από τα κοσμήματα σχεδίασε τα ρούχα. Αλλά το περίεργο με τον Βασίλη είναι ότι και να μην έχουμε δείξει ο ένας στον άλλον τι κάνουμε, αν έχουμε μιλήσει από πριν, «συναντιούνται», σχεδόν σε μεταφυσικό επίπεδο, οι ιδέες μας και εμείς απλά τις παρουσιάζουμε ο ένας στον άλλον. Αυτά που κάνω πλέον δεν σκέπτομαι πώς θα τα πουλήσω. Είναι κάτι το οποίο αποτελεί μέρος μιας ιστορίας που πάντοτε «διηγούμαστε» μέσα από τα shows, όπου κάνουμε και τους θεατές μέρος της. Οι χώροι όπου γίνονται οι παρουσιάσεις αλλά και η μουσική είναι μέσα σε αυτό το κόνσεπτ. Είναι ο Βασίλης ένας από τους τελευταίους ρομαντικούς και ιδεαλιστές του χώρου. Δεν είναι έμπορος, ασχέτως με το αν είναι εμπορική η δουλειά. Δεν ξεκινάει όμως από εκεί. Είμαι κι εγώ έτσι ως άνθρωπος και θεωρώ ότι ο ένας «σώθηκε» που βρήκε τον άλλον, γιατί νομίζω ότι δεν θα μας καταλάβαινε κανείς άλλος σε μια εποχή που είναι όλα εμπορευματοποιημένα, και ειδικά η μόδα».
Βλέπετε δηλαδή ότι έχει χαθεί η έµπνευση από το design;
«Δυστυχώς, το παρατηρώ ότι οι σχεδιαστές βάζουν όλο και λιγότερη τέχνη, χωρίς να λέω ότι δεν γίνονται ωραία πράγματα, όπως ας πούμε στον οίκο Schiaparelli που είναι από τους αγαπημένους μου και πιο κοντά στη δική μου δουλειά. Αλλά βλέπω συνέχεια ότι οι πολυεθνικές απορροφούν τους οίκους, όσους έχουν απομείνει, και κάνουν όλο και πιο εμπορικά πράγματα, χωρίς καλλιτεχνική διάσταση. Πιστεύω ότι το design των ρούχων, αν δούμε τα αγάλματα και τους αναγεννησιακούς πίνακες ή ακόμη και αυτά που φορούσαν το 1821, μαρτυρεί και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων της κάθε εποχής. Γίνεται μέρος της κουλτούρας, των σκέψεων και της πραγματικότητάς τους. Αν αναλύσουμε το σχέδιο σήμερα, θα καταλάβουμε ότι έχει υπεραπλοποιηθεί ο τρόπος ζωής. Εχει χαθεί η αίσθηση της επισημότητας και του τελετουργικού, με την έννοια ότι φορώντας ένα ρούχο και φροντίζοντας την εμφάνισή μου έχω σκοπό να τιμήσω κάποιο γεγονός. Τώρα είμαστε στο «anything goes». Θα εμφανιστώ με τη φόρμα, γόβες κι από πάνω έναν σκούφο για το χιόνι και όλα καλά. Και πάλι, ακόμη κι αυτό, αν γίνει σωστά, όπως το έκανε η Πατρίτσια Φιλντ στο «Sex and the City», με άποψη, είναι υπέροχο. Στην εποχή μας, δυστυχώς, δεν γίνεται από αυτή την αίσθηση της ελευθερίας και της θέλησης να ενωθούν τεχνοτροπίες και κουλτούρες για να βγει κάτι νέο».
Αυτό που λέτε για τα έργα τέχνης και τη µόδα ισχύει. Το βλέπουµε ακόµη και στις παραδοσιακές φορεσιές ότι δεν ήταν τυχαίο το κάθε ρούχο ή κόσµηµα. Κάτι σήµαινε. Στη µόδα των Mods στα Swinging Sixties βλέπουµε τη χαρά της ζωής µετά τον πόλεµο.
«Θυμάμαι κάποτε που μια κυρία, αθηναία αριστοκράτισσα, πριν φύγει από τη ζωή, είχε χαρίσει την γκαρνταρόμπα της στον Βασίλη. Οταν εκείνος σχολίασε για το πόσο πολλά ήταν, εκείνη του απάντησε: «Μα Βασίλη μου, μετά τον πόλεμο θέλαμε να βγούμε, να ντυθούμε, να χαρούμε τη ζωή. Είχαμε άλλα ρούχα για το μεσημεριανό, άλλα για το βραδινό, με άλλα βγαίναμε και ξεχωριστά νεγκλιζέ για μέσα στο σπίτι». Στην εποχή μας, ιστορικά δεν είχαμε αλλαγή στο design, αλλά στον τρόπο διανομής της μόδας. Εγινε πιο μαζική, για όλους. Ετσι προέκυψαν τα φαινόμενα Ζara και H&M που δεν έκαναν ποτέ σχέδιο. Στην εποχή μας αυτή είναι η μεγάλη τομή στη μόδα. Η κοινωνία δεν έχει προχωρήσει, άρα δεν έχει προχωρήσει και το design, το οποίο είναι έκφραση της κοινωνίας. Φέρνουμε πίσω παλιές τάσεις».
Εσείς, πριν από τον σχεδιασµό κοσµηµάτων, ήσασταν ζωγράφος και γλύπτης.
«Πιστεύω ότι στην εποχή που ζούμε, η οποία έχει αποβάλει την ποίηση και τη μεταφορά από μέσα της, το να δηλώσει κάποιος καλλιτέχνης και να είναι όντως, και να έχει την προσδοκία και την προσμονή να ζήσει από αυτό, είναι τολμηρό. Ο πατέρας μου είχε ξενοδοχείο, ήταν επιχειρηματίας, και η μητέρα μου νοικοκυρά. Είχε μια τάση προς την τέχνη, αλλά δεν νομίζω ότι αφέθηκε ποτέ στην ιδέα να το προχωρήσει. Οταν τους έλεγα ότι θέλω να γίνω ζωγράφος, με ρωτούσαν: «Και πώς θα ζήσεις». Δηλαδή είχα πάντοτε αυτές τις φωνές από όταν ήμουν μικρός. Με αυτές μεγάλωσα και γαλουχήθηκα, οι οποίες ήταν πλήρως αποτρεπτικές. Αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Ο,τι άλλο κι αν έκανα θα ασφυκτιούσα. Σπούδασα λοιπόν Καλές Τέχνες στο Λονδίνο, στο Surrey Institute of Art and Design. Εκεί να δεις πόσο τεράστιες αποτυχίες είχα, που γυρνούσα με το πορτφόλιό μου όλες τις γκαλερί της Νέας Υόρκης και του Παρισιού. Στο Παρίσι μού έλεγαν ότι δέχονται μόνο Γάλλους. Είχα συμμετάσχει όμως, ανάμεσα σε άλλα, και σε ομαδική έκθεση στη Νέα Υόρκη. Μέχρι τα 29 μου όλα αυτά, που γνώρισα τον Βασίλη».
Και πώς έγινε η αλλαγή;
«Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα έμπαινα στον κόσμο της μόδας. Μου φαινόταν αδιανόητο και ήταν ένας χώρος που δεν μου άρεσε καθόλου τότε. Οταν ήμουν στη Σχολή, είχα φίλους που σπούδαζαν fashion design και από μέσα μου αναρωτιόμουν: «Mα υπάρχουν άνθρωποι που ασχολούνται με τη μόδα;». Είχα όμως ως χόμπι να φτιάχνω κοσμήματα και ειδικά στέμματα. Τα είχα δείξει στον Βασίλη και μου πρότεινε να τα βάλει σε κάποια επίδειξή του. Το στέμμα που φόρεσε τελικά η Lady Gaga το είχα φτιάξει πριν από δέκα χρόνια, για το πρώτο show του. Στο vintage στυλ των ρούχων του έδινε μια πιο ροκ ματιά και είχαν μεγάλη απήχηση. Ετσι έγινε η αλλαγή».
Την ελληνική µόδα πώς τη βλέπετε; Εκεί έχουν αλλάξει κάποια πράγµατα.
«Ναι. Οταν ξεκίνησα εγώ ήταν αποδεκτό το να πας σε ένα κατάστημα, να χτυπήσεις την πόρτα, να πεις «είμαι έλληνας σχεδιαστής» και να σου απαντήσουν «εμείς Ελληνες δεν θέλουμε». Τώρα το ελληνικό προϊόν το ψάχνουμε και το εκτιμούμε. Εχουμε δει ελληνικά brands να διαπρέπουν και να μπαίνουν σε ξένα περιοδικά. Αυτό, πράγματι, είναι πολύ θετικό».