Μετά την επιτυχία που έκανε η περυσινή της συλλογή «Potnia» και τα διθυραμβικά σχόλια όλων των ειδικών της μόδας γι’ αυτήν, η Κωνσταντίνα Καμπισοπούλου συνεχίζει να εμπνέεται από τον μινωικό πολιτισμό για τη δημιουργία της εφετινής κολεξιόν της. Αυτή τη φορά δίνει έμφαση στη χαρά της ζωής που είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία τα οποία αποτυπώνονται στις τοιχογραφίες, στα αγάλματα και στα καθημερινά αντικείμενα του αρχαίου αυτού κόσμου, πάντοτε όμως δοσμένα μέσα από τη δική της ματιά και σε συνδυασμό με τις λιτές γραμμές των ρούχων της με επιρροές από τη δεκαετία του ’70, ένα στυλ που την εκφράζει απολύτως έχοντας βρει εκεί την προσωπική της ταυτότητα. Με αφορμή λοιπόν τη νέα της συλλογή, η οποία έχει τίτλο «Minoan garden of delights», τη συναντήσαµε στον χώρο της στο Μαρούσι. Εκεί θαυμάσαμε τα one of a kind κομμάτια, τα πολύχρωμα μοτίβα αλλά και την άρτια τεχνική που έχουν γίνει σήµα κατατεθέν του brand της.
Η έµπνευση έρχεται και πάλι από τον αρχαίο µινωικό πολιτισµό. Φαντάζοµαι ότι τον θαυµάζετε ιδιαιτέρως.
«Ναι. Μου αρέσει ο μινωικός πολιτισμός γιατί ήταν μια μητριαρχική, κατά κύριο λόγο, κοινωνία. Η γυναίκα ήταν ένα πρόσωπο που έχαιρε σεβασμού από όλους. Την τιμούσαν. Εθεωρείτο ίση, ή και ανώτερη ακόμη, από τον άνδρα για τα δώρα που έδινε. Γενικά είμαι υπέρ της γυναικείας ενδυνάμωσης και επιχειρηματικότητας. Θεωρώ ότι η μία γυναίκα πρέπει να στηρίζει την άλλη. Στο εξωτερικό υπάρχει ειδική διαδικτυακή πλατφόρμα όπου μπορεί μία επιχειρηματίας, για παράδειγμα κάποια που έχει ένα κατάστημα ρούχων, να επιλέξει να αγοράζει το εμπόρευμά της μόνο από γυναικείες επιχειρήσεις. Η γυναίκα πρέπει να υποστηρίξει τη γυναίκα γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να πάμε μπροστά».
Ο τίτλος της συλλογής, «Minoan garden of delights», πώς αποτυπώνεται στα ρούχα σας;
«Μετά τη θεά Πότνια της περυσινής μου συλλογής που είχε να κάνει με μια δυνατή γυναικεία προσωπικότητα, επέλεξα μια άλλη πλευρά του μινωικού πολιτισμού και συγκεκριμένα το πώς χαίρονταν τη ζωή. Ο άνθρωπος παύει να είναι το επίκεντρο και σειρά έχει η φύση. Πρέπει να σεβαστούμε περισσότερο τη φύση και ό,τι μας δίνει, τα δώρα της. Αυτά «δίνω» κι εγώ, τα δώρα της ζωής μέσα από τον μινωικό πολιτισμό, που είναι λουλούδια, οργανικές φόρμες, και θα συνεχίσω και στην επόμενη συλλογή μου. Οταν φτιάχνω ένα μοτίβο για τα ρούχα μου, δεν αποτυπώνω ακριβώς αυτό που βλέπω, για παράδειγμα στις τοιχογραφίες, αλλά αυτό που δημιουργεί στο δικό μου μυαλό η συγκεκριμένη εικόνα. Τα σχήματα, τα χρώματα, οι μορφές. Ξέρετε, θέλω να ξεφύγω από το κλασικό μοντέλο που θέλει το ελληνικό στυλ να είναι ο λευκός χιτώνας και μόνο. Στην Αρχαία Ελλάδα υπήρχε πολύ χρώμα, ακόμη και στον Παρθενώνα. Αυτό θέλω να δείξω με τα prints μου. Γενικά στην Ελλάδα δεν έχουμε μάθει να φοράμε prints, θέλουμε τα μονόχρωμα. Θεωρώ ότι χάρη στην τεχνική μας στο The Artians, παρόλο που οι δημιουργίες μας έχουν πολλά χρώματα και σχέδια, υπάρχει μια απλότητα και ηρεμία. Δεν βγαίνει κάτι πολύ έντονο».
Ποιες είναι η τεχνικές στις οποίες αναφέρεστε;
«Κατ’ αρχάς, ξεκινάμε από το design. Οι γραμμές των ρούχων είναι απλές και λιτές, όπως αυτές που επικρατούσαν στη δεκαετία του ’70. Αυτομάτως αυτό το κάνει λιτό. Από εκεί και πέρα, τα ρούχα ράβονται ένα-ένα και τα prints συνδέονται μεταξύ τους με έναν όχι τυχαίο τρόπο. Είναι τοποθετημένα πάνω στο ρούχο, δεν έχουν κοπεί χωρίς σκέψη. Στη ραφή υπάρχει οριζόντια τοποθέτηση που συνδέει το μπρος με το πίσω, κάτι που είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Εχει πολύ δύσκολη τεχνογνωσία και πολλές εργατικές ώρες. Αν το πας σε έναν απλό βιοτέχνη δεν πρόκειται να ασχοληθεί να σου το φτιάξει έτσι. Αυτό είναι όλη η τέχνη. Υπάρχουν τοποθετήσεις των prints, υπάρχει συγκεκριμένος αριθμός σειρών σε κάθε ρούχο και το κάθε σχέδιο φαίνεται ολόκληρο, όπως πρέπει, και όχι όπου τύχει να κοπεί. Αυτό δημιουργεί μια γεωμετρία, όπου παρόλο που έχω prints, είναι μίνιμαλ τελικά φορεμένα τα ρούχα».
Φαντάζοµαι ότι είναι πολύ δύσκολο να βρείτε και τεχνίτες.
«Ναι, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Σχεδόν αδύνατον. Οι δικές μου τεχνίτριες δουλεύουν από μικρές σε βιοτεχνίες. Εχουν ταχθεί σε αυτό το επάγγελμα. Η Ελλάδα, βέβαια, ας μην ξεχνάμε, είχε τεράστια παράδοση στη ραφή και πάρα πολλοί μεγάλοι οίκοι έραβαν στη χώρα μας. Η Πάτρα συγκεκριμένα, όπου γίνεται όλη η παραγωγή του The Artians, είναι κατ’ εξοχήν πόλη βιοτεχνιών ενδυμάτων. Εστελναν στο εξωτερικό τις παραγωγές τους. Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν πολλές κλωστοϋφαντουργίες. Οσο υποστηρίζουμε προσπάθειες τέτοιες μικρών παραγωγών και όχι μαζικής παραγωγής τόσο η ζυγαριά θα κλίνει προς αυτή την ανάγκη, τη δημιουργία δηλαδή βιοτεχνιών στη χώρα μας. Στο εξωτερικό ήδη ψάχνουν την εντοπιότητα και θέλουν να ξέρουν πού ράβεται το ρούχο τους. Το βλέπω από τους τουρίστες που με ρωτάνε για τα πάντα».
Σε ποιους απευθύνονται τα ρούχα σας;
«Εχουμε μια πελατεία εδώ στην Ελλάδα, αλλά πολλή ζήτηση υπάρχει από το εξωτερικό. Δίνουμε στην Αμερική, στη Γερμανία, στην Ολλανδία, στις αραβικές χώρες. Ειδικά στις τελευταίες μάς προτιμούν γιατί θέλουν ύφασμα και γραμμές που να μην είναι αποκαλυπτικές. Και επίσης, ζητούν το μοναδικό. Δεν θέλουν να φορέσουν το ίδιο με κάποια άλλη γυναίκα. Φανταστείτε ότι αγοράζουν όλα τα κομμάτια ενός συγκεκριμένου κωδικού για να μην το φορέσει καμία άλλη. Θέλουν να είναι μοναδικές. Ακόμη και με μια κρέμα προσώπου το κάνουν αυτό. Το ίδιο κάνουν και αρκετές πελάτισσες από την Κίνα. Κάποια στιγμή που συνεργάστηκα με ένα showroom στο εξωτερικό και είπα να βάλω το brand μου έτσι ώστε να φαίνεται εξωτερικά στο ρούχο, μου είπαν να μην το κάνω, γιατί οι περισσότερες δεν θέλουν να φαίνεται η μάρκα για να μην ξέρει κανείς από πού ψωνίζουν. Θέλουν ό,τι αγοράζουν να είναι exclusive και όχι μαζικής παραγωγής και να το βλέπεις παντού. Για να αποτινάξουμε το μαζικό θα μας πάρει καιρό. Στο δικό μας brand δεν υπάρχει ρούχο που θα ξαναβγεί την επόμενη σεζόν. Ερχονται και μου ζητούν κάτι που έχουν δει, τους άρεσε αλλά δεν το αγόρασαν, με τη λογική ότι θα το κάνουν αργότερα και παραξενεύονται όταν τους λέω ότι αυτό το σχέδιο δεν θα ξαναβγεί. Τους δείχνω όμως την εφετινή μου έμπνευση. Γενικά το ρούχο μου θέλει κουβέντα. Πολλοί έμποροι δεν θα το πάρουν γιατί χρειάζεται συζήτηση με τον πελάτη. Εμένα μου αρέσει που θέλει συζήτηση. Οι ξένοι, αντίθετα, θέλουν να τα ξέρουν όλα, μέχρι και για την κοπέλα που ράβει το ρούχο. Πώς είναι, αν έχει οικογένεια, τι έχει σπουδάσει».
Εσείς πώς επιλέξατε αυτό το επάγγελµα; Εχετε ακολουθήσει σχετικές σπουδές;
«Από μικρή λάτρευα τον χώρο. Καθόμουν ώρες με τη γιαγιά μου, η οποία ήταν μια εξαιρετική μοδίστρα της εποχής, και έραβε όλη την καλή κοινωνία της Πάτρας. Σκεφτείτε ότι με την προσωπική της δουλειά κατόρθωσε να σπουδάσει πέντε παιδιά στο εξωτερικό. Σχεδίαζα κι εγώ ρούχα και μου τα έφτιαχνε η γιαγιά μου. Οταν ήρθε η ώρα να αποφασίσω τι θα σπουδάσω, σκέφτηκα ότι δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι στην Ελλάδα ως σχεδιάστρια μόδας. Και δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να μείνω στο εξωτερικό και να προσπαθήσω να κάνω καριέρα εκεί. Σπούδασα λοιπόν εσωτερική διακόσμηση που είναι επίσης μεγάλη μου λατρεία. Παλεύω πολύ με τον εαυτό μου για να μην μπω με prints και στη διακόσμηση. Θα μπορούσαν άνετα να γίνουν ταπετσαρίες, χαλιά κ.λπ.».
Γιατί δεν το κάνετε; Πολλοί ξένοι και διάσηµοι σχεδιαστές έχουν ασχοληθεί και µε αυτό το κοµµάτι.
«Θέλω να εστιάσω στο ρούχο γιατί θεωρώ ότι έχω πολλά ακόμη να δώσω εκεί. Θα έρθουν όλα με τη σειρά τους, με φυσικό τρόπο. Οταν ενδυναμώσεις ένα brand, μπορείς μετά να κάνεις ό,τι θέλεις».