Οσοι γνωρίζουν καλά τον Κυριάκο Μητσοτάκη κατάλαβαν σχεδόν αμέσως ότι η κίνησή του να ενημερώσει, την περασμένη Τρίτη 1η Μαρτίου, την Ολομέλεια της Βουλής για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την ελληνική στάση απέναντι στο γεγονός αυτό δεν ήταν διόλου τυχαία. Ο Πρωθυπουργός ήθελε να στείλει συγκεκριμένα μηνύματα προς διάφορες κατευθύνσεις, αλλά και να διατυπώσει με σαφή τρόπο το ιδεολογικό και γεωπολιτικό υπόβαθρο της επιλογής του όχι απλά να συμπαραταχθεί με το Κίεβο, αλλά και να στείλει στρατιωτική βοήθεια στην κυβέρνηση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Απέναντι στον αναθεωρητισμό
Η λέξη-κλειδί που συμπυκνώνει το «πιστεύω» του κ. Μητσοτάκη σε σχέση με τη θέση που πήρε στο Ουκρανικό Ζήτημα είναι ο αναθεωρητισμός. «Ή είσαι με την ειρήνη και το Διεθνές Δίκαιο ή είσαι απέναντί τους» ήταν η πρώτη κρίσιμη φράση που πρέπει να σταχυολογήσει ο προσεκτικός παρατηρητής από την πρωτολογία του Πρωθυπουργού. Η δεύτερη ακολούθησε λίγο αργότερα: «Δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν μιμητή του αναθεωρητισμού να δράσει στην περιοχή μας. Τελεία και παύλα». Και ο αποδέκτης, ακόμη και αν δεν κατονομαζόταν, ήταν ένας: η Τουρκία.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η απόφαση του Βλαντίμιρ Πούτιν να εισβάλει στρατιωτικά στην Ουκρανία διέλυσε όλες τις μεταψυχροπολεμικές αυταπάτες της Ευρώπης. Στη δική μας γειτονιά όμως, της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου, η γειτνίαση με την απρόβλεπτη και αναθεωρητική Τουρκία έχει διαμορφώσει μία διαφορετική γεωπολιτική εγρήγορση. «Είμαστε ένας λαός που 48 χρόνια μετά ζει ακόμα με την ανοιχτή πληγή της Κύπρου. Και που καλείται να απαντά σε συνεχείς αναφορές για υποτιθέμενες αδικίες των Διεθνών Συνθηκών σχετικά με τα νησιά του Αιγαίου. Αρα δεν μπορούμε να στεκόμαστε αδιάφορα απέναντι σε κάθε αυταρχικό ηγέτη που θέλει να ζωγραφίσει μόνος του τα σύνορα. Εδώ, συνεπώς, δεν χωρούν ίσες αποστάσεις» είπε στη Βουλή ο κ. Μητσοτάκης.
Στο κάδρο οι ηγεμονικές φιλοδοξίες της Αγκυρας
Ανθρωποι που γνωρίζουν τον τρόπο σκέψης του Πρωθυπουργού τονίζουν ότι ο ίδιος εκτιμά ότι τα γεγονότα της Ουκρανίας συνιστούν μία τομή που αναμφίβολα αφορά και τις εκπεφρασμένες περιφερειακές ηγεμονικές φιλοδοξίες της Αγκυρας. Πόσο εύκολο θα είναι πλέον, όταν η Μόσχα αποφάσισε να καταλύσει την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία της Ουκρανίας, να βρουν πρόσφορο έδαφος στην Ευρώπη και πέραν αυτής τα τουρκικά επιχειρήματα περί ελληνικής «κυριαρχίας υπό όρους» στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα ή η αμφισβήτηση διεθνών συμβατικών κειμένων που καθορίζουν σύνορα, όπως η Συνθήκη της Λωζάννης και η Συνθήκη των Παρισίων; «Νομίζω ότι όλοι έχουν σήμερα αντιληφθεί ότι ο αναθεωρητισμός στην πράξη μπορεί να έχει τεράστιο κόστος» σημείωσε σε μία αποστροφή του στη δευτερολογία του, που πέρασε μάλλον απαρατήρητη, ο κ. Μητσοτάκης.
Η Αθήνα δεν εφησυχάζει και στέλνει μηνύματα
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η Αθήνα εφησυχάζει, καθώς η Αγκυρα εξακολουθεί να παίζει πολύ καλά το «χαρτί» του «επιτήδειου ουδέτερου» – κατά τον κλασικό ορισμό του Φρανκ Βέμπερ – ισορροπώντας μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Δεν κλείνει όμως και πόρτες. Απαντώντας κατά τη δευτερολογία του στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, ο κ. Μητσοτάκης εμφανίστηκε έτοιμος ακόμη και να συναντηθεί με τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς «πράγματι η συγκυρία αυτή ενδεχομένως να δικαιολογούσε μία τέτοια συνάντηση γιατί υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα πρέπει να συζητηθούν τα οποία αφορούν και τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις νέες προκλήσεις που η ουκρανική κρίση έχει δημιουργήσει».
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι μία επαφή των δύο ηγετών δεν θα μπορούσε να γίνει και τηλεφωνικά. Ισως μάλιστα να βοηθούσε ώστε να δοθεί ένα μήνυμα να πέσουν οι τόνοι που έχουν ανέβει πολύ το τελευταίο διάστημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις – στοιχείο που συμμερίζονται κύκλοι και στη γειτονική χώρα.
Δικαίωση για την αύξηση αμυντικών δαπανών
Ωστόσο, η πεποίθηση που επικρατεί στο Μέγαρο Μαξίμου είναι ότι η Ελλάδα έχει τοποθετηθεί σωστά στη σημερινή γεωπολιτική σκακιέρα. «Η στάση της πατρίδας μας σε αυτή την κρίση είναι προϊόν των δικών μας ιστορικών βιωμάτων, αλλά είναι και προϊόν των μεγάλων γεωπολιτικών μας επιλογών. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πει από αυτό το βήμα ότι «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Εγώ θα προσέθετα, είμαστε και εμείς Δύση» είπε ο κ. Μητσοτάκης. Ο Πρωθυπουργός εκτιμά ότι οι εξελίξεις στο Ουκρανικό δικαιώνουν δύο από τις βασικές επιλογές του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας, ήτοι την αύξηση των αμυντικών δαπανών αλλά και την υπογραφή της συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας με τη Γαλλία ως μία ξεκάθαρη εκδήλωση της αναγκαιότητας που προβάλλει αδήριτη πλέον για ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης. Από το περιβάλλον του εκπέμπεται δε και μία, μετρημένη, αισιοδοξία ότι η πρόταση για εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους προϋπολογισμούς των χωρών στο πλαίσιο της αναμενόμενης αναθεώρησης των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (άποψη που συμμερίζονται οι ηγέτες Γαλλίας και Ιταλίας, Εμανουέλ Μακρόν και Μάριο Ντράγκι αντιστοίχως) θα συζητηθεί πολύ σοβαρά το προσεχές διάστημα υπό το φως και της πρόσφατης απόφασης του Βερολίνου να επενδύσει βαθιά σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς.
Διπλωματική επένδυση η ελληνική στάση
Η ξεκάθαρη επιλογή της Αθήνας να συμπαραταχθεί με τους δυτικούς της συμμάχους στο Ουκρανικό, καθώς και να στείλει βοήθεια, έχει φυσικά ακόμη μία παράμετρο που πρέπει να συνυπολογιστεί. «Αν δεν δείξουμε έμπρακτη αλληλεγγύη σήμερα σε μία χώρα που δέχεται ένοπλη επίθεση από έναν εχθρό της δημοκρατίας και των ελευθεριών, με ποιο ηθικό ανάστημα θα ζητήσουμε αύριο αν, ο μη γένοιτο, χρειαστούμε αλληλεγγύη από τον δυτικό κόσμο;» τόνισε ο πρωθυπουργός. Η ελληνική στάση συνιστά λοιπόν και μία διπλωματική επένδυση που δεν πρέπει να προσπερνάται. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που στο παρελθόν η Ελλάδα έτεινε να ζητεί τη συμπαράσταση των εταίρων της, αλλά με βάση ένα στενό πλαίσιο που δεν ξεπερνούσε ποτέ το εθνικό όφελος.
Τα αγκάθια τροφοδοσίας και τιμών ενέργειας
Ο Πρωθυπουργός δεν έχει αυταπάτες σχετικά με τις δυσκολίες που προκαλεί η ρωσική εισβολή στον ενεργειακό τομέα – και πιο συγκεκριμένα σε δύο πτυχές: στην ασφάλεια της τροφοδοσίας και στις τιμές της ενέργειας. Και αν για τη δεύτερη πτυχή έχουν ληφθεί ουσιαστικά μέτρα στήριξης από την κυβέρνηση ενώ αναμένονται και πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η πτυχή της ασφάλειας τροφοδοσίας μπορεί να προσφέρει ευκαιρίες στην Αθήνα. Οι σχεδιασμοί για την κατασκευή ενός δεύτερου πλωτού σταθμού επαναεριοποίησης αερίου (FSRU) στα ανοιχτά της Αλεξανδρούπολης, αλλά και οι συνομιλίες με την Αίγυπτο που προχωρούν με γοργό ρυθμό (όπως προκύπτει και από την τηλεδιάσκεψη που είχαν την περασμένη Πέμπτη ο έλληνας πρωθυπουργός με τον αιγύπτιο πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι) για το έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης των δύο χωρών καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα έχει πλέον τη δυνατότητα να υλοποιήσει μία επιδίωξη που επί χρόνια κυνηγά: να καταστεί διαμετακομιστικός κόμβος ενέργειας.