Ο Πούτιν, αφού έστησε την Ρωσική Ομοσπονδία στα πόδια της, αξιοποιώντας τα μεγάλα έσοδα από την εξαγωγή υδρογονανθράκων με την εκρηκτική άνοδο των τιμών, που προκάλεσε η εγκληματική εισβολή και κατοχή του Ιράκ από τις ΗΠΑ, με πρόεδρο τον Τζωρτζ Μπους τζούνιορ και τους προθύμους του ΝΑΤΟ, άρχισε να σχεδιάζει την επανάκτηση της επιρροής της Ρωσίας στα ανεξάρτητα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Σε όλες τις επιλογές του, το βασικό επιχείρημα ήταν: η καταπίεση των μειονοτήτων από τα κυρίαρχα έθνη. Στην ουσία, τα θέματα αυτά υπαρκτά, αλλά όχι ικανά να δικαιολογήσουν τις επεμβάσεις του Ρωσικού στρατού, υποκρύπτουν την σφοδρή αντίθεση της Μόσχας, στις αποφάσεις των κυβερνήσεών τους, να ζητήσουν την ένταξή τους στην ΕΕ.
Η Ρωσία αποδέχτηκε, χωρίς να συμφωνεί, την ένταξη στους Ευρωατλαντικούς θεσμούς των χωρών του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, όταν ήταν στα όρια της κατάρρευσης, δεν αποδέχτηκε όμως και την ένταξη των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όταν είχε πατήσει στα πόδια της.
Η Γεωργία, ήταν το πρώτο θύμα το 2018, χάνοντας δύο Περιφέρειες, την Αμπχαζία και την Νότια Οσετία, όταν αποφάσισε να ζητήσει την ένταξή της στην ΕΕ.
Η Ουκρανία, ήταν το δεύτερο θύμα, όταν το 2014 αποφάσισε να κάνει το ίδιο.
Έχασε την Κριμαία το 2014, η περιοχή του Ντομπάς ουσιαστικά αυτονομήθηκε και, οι εσωτερικές συγκρούσεις, με πολλούς νεκρούς και από τις δύο πλευρές, εντάθηκαν.
Η συμφωνίες του Μινσκ, που υπογράφηκαν με εγγυητές την Γερμανία και την Γαλλία, μεταξύ των αντιμαχόμενων στην Ουκρανία, στην ουσία ποτέ δεν υλοποιήθηκαν, γιατί και οι δύο πλευρές έδιναν διαφορετική ερμηνεία και είχαν, διαφορετικούς στόχους.
Η Ουκρανία ήθελε να επανακτήσει τα σύνορα με την Ρωσία, στην βορειοανατολική πλευρά της, και η Ρωσία να ελέγξει την Ουκρανία, μέσα από την αυτονομία των δύο Περιφερειών του Ντομπάς και το δικαίωμα βέτο που θα είχαν στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική Ασφάλειας του Κιέβου.
Η Δύση, χαμένη στην χρηματοπιστωτική κρίση αρχικά, την οικονομική και κοινωνική, στην συνέχεια, και την προσφυγική-μεταναστευτική, που ακολούθησε, έφτασε στην πολιτική κρίση, στο Brexit και στην καταστροφική για τις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, προεδρίας Τράμπ, αντέδρασε μόνο λεκτικά στην εισβολή της Ρωσίας στην Γεωργία, με περιορισμένες οικονομικές κυρώσεις, στην προσάρτηση το Κριμαίας.
Έτσι, ήταν θέμα χρόνου, ο Πούτιν, να διεκδικήσει την εφαρμογή της δικής του ερμηνείας, της συμφωνίας του Μινσκ.
Στις τελευταίες ημέρες του 2021 και στις πρώτες του 2022, άρχισε να συγκεντρώνει ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στα βόρεια σύνορα της Ουκρανίας και στην Λευκορωσία, για να πιέσει το Κίεβο να αποδεχθεί τους όρους του.
Όσο η συγκέντρωση των Ρωσικών στρατευμάτων μεγάλωνε, τόσο προσέθετε και νέα αιτήματα, όπως η αποστρατικοποίηση της Ουκρανίας, η επιστροφή του ΝΑΤΟ στην πριν το 1997 πραγματικότητα, και τελευταία, στην απομάκρυνση των Αμερικανικών πυρηνικών όπλων από την Ευρώπη.
Από το σημείο αυτό, ο Πούτιν, άρχισε να γίνεται απρόβλεπτος. Στις διμερείς συναντήσεις και στις δημόσιες δηλώσεις, η ηγεσία της Ρωσίας δήλωνε ότι: θέλει διπλωματική λύση των διαφορών, ενώ εσωτερικά ετοιμαζόταν για την εισβολή και την κατάκτηση της Ουκρανίας.
Οι ΗΠΑ δεν τον πίστευαν, όπως και το Λονδίνο και οι χώρες του ΝΑΤΟ, του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας και άρχισαν να καταγγέλλουν τον Πούτιν ότι, ήταν έτοιμος να εισβάλλει στην Ουκρανία. Οι κυβερνήσεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, μεταξύ αυτών και η ελληνική, αποδέχονταν τις διαβεβαιώσεις του Πούτιν, μέχρι την τελευταία στιγμή.
Τελικά η Ουάσιγκτον είχε δίκιο, και fake news, ήταν οι δηλώσεις του Πούτιν.
Ο Πούτιν όχι μόνο δεν προχώρησε στην επιλογή της επανάληψης της μερικής εισβολής, όπως στην Γεωργία, αλλά εισέβαλε από τρεις πλευρές, για να καταλάβει όλη την Ουκρανία.
Όμως, σε λίγα εικοσιτετράωρα, είχε καταλάβει ότι, οι εκτιμήσεις των δεδομένων που είχε κάνει, ήταν λάθος, όπως λάθος είναι και η επιλογή της εισβολής.
Ο βασικός παράγοντας, που διέψευσε τις εκτιμήσεις του Πούτιν, για την ευκολία του εγχειρήματός του, ήταν η μεγάλη αντίσταση των Ουκρανών, οι οποίοι, όχι μόνο δεν τον υποδέχτηκαν με «αλάτι και ψωμί», όπως λέει το έθιμο των Σλάβων, αντιθέτως τον αντιμετώπισαν ως εχθρό, που όχι μόνο δεν ερχόταν για να τους ελευθερώσει από την «τυραννική» κυβέρνησή τους, αλλά ουσιαστικά ερχόταν για να τους υποτάξει και να αμφισβητήσει την εθνική τους υπόσταση.
Η εισβολή σόκαρε τη Δύση, ειδικά τους λαούς και τις κυβερνήσεις της ΕΕ.
Το σοκ τους αφύπνισε, αφού κατάλαβαν ότι, ούτε η ασφάλειά τους πλέον, δεν είναι εξασφαλισμένη.
Τώρα πλέον, οι αμφιβολίες είναι πολλές και μεγάλες, όπως και τα κρίσιμα ερωτήματα:
1.Τι πραγματικά θέλει ο Πούτιν και μέχρι που μπορεί να φθάσει;
2. Μπορεί να υπάρξει μια συμφωνία, όπου και οι τρεις πλευρές, Ουκρανία, Ρωσία και Δύση, θα μπορούν να την αποδεχτούν;
3. Μπορεί να υπάρξει ένας συμβιβασμός μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, όπου ο χαμένη θα είναι η Ουκρανία, όπως πολλοί πίστευαν πολύ πιθανόν θα συμβεί, τις πρώτες ημέρες της εισβολής;
Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να συμβεί, γιαυτό και ο πόλεμος, με την σημερινή ή με άλλη μορφή στην Ουκρανία, θα συνεχιστεί, με άγνωστο το χρονικό ορίζοντα του τερματισμού του.
Μια πιθανή πρόβλεψη για την πλευρά που θα κερδίσει, τι αλήθεια θα είναι αυτό που θα κερδίσει, είναι αυτή της Δύσης, γιατί έχει μεγαλύτερη οικονομική ισχύ και μεγαλύτερες αντοχές στην κρίση, που θα πυροδοτήσει η παράταση της σύγκρουσης.
Όμως, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος, όπως ήταν μέχρι πρόσφατα, ότι, στις συγκρούσεις αυτές υπάρχει ένα όριο, που καμιά πλευρά δεν μπορεί να το περάσει.
Αυτό ήταν, η άμεση σύγκρουση Δύσης-Ρωσίας, γιατί κανείς δεν ξέρει, αν η σύγκρουση αυτή μπορεί να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, δηλαδή να ξεφύγει από τα συμβατικά όπλα και να ενεργοποιήσει και τα πυρηνικά. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα επιζήσουν και πολλοί για να ανακηρυχτούν και νικητές.
Όλα θα κριθούν, από τις αντοχές της εξουσίας του Πούτιν, στο εσωτερικό της Ρωσίας. Οι αντιδράσεις ήδη είναι μεγάλες, οι ισχυρές κυρώσεις, σύντομα θα επιφέρουν συντριπτικές απώλειες, στην ούτως ή άλλως, ασθενική Ρωσική οικονομία και στην χειμάζουσα κοινωνία.
Το ερώτημα είναι: πόσο ισχυρή θα είναι η αντίδραση της Ρωσικής κοινωνίας, όπως και των ισχυρών ελίτ στην οικονομία και τον στρατό, για να υποχρεώσουν τον Πούτιν, σε μεγάλες υποχωρήσεις ή σε παραίτηση.
Αν αποφύγουμε το μοιραίο, μιας άμεσης σύγκρουσης της Ρωσίας με την Δύση και μάλιστα στην πιο καταστροφική της εκδοχή, αυτήν που δεν θα αφήσει δρόμο επιστροφής για κανέναν, πότε μπορούμε να φθάσουμε, σε μια ή άλλη υποχώρηση από την εγκληματική στρατηγική του Πούτιν, πού μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Ουκρανία και την Δύση.
Ο Πούτιν, πέτυχε, η σημερινή κρίση να κάνει την «Κρίση των πυραύλων στην Κούβα», το 1962, να μοιάζει με φιλικό παιχνίδι.