Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξαν δημοσιεύματα στον ξένο Τύπο που υποστήριζαν ότι οι δυτικές υπηρεσίες εξέτασαν σοβαρά το ενδεχόμενο μήπως η απόφαση του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για μια πολύ μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία ήταν μια παράλογη ενέργεια που αντανακλούσε κάποιου είδους κλινική κατάσταση, πιθανώς ένα αποτέλεσμα του παρατεταμένου εγκλεισμού λόγω της πανδημίας.
Η απάντηση είναι ότι προφανώς και δεν μπορούμε να καταφεύγουμε στην ατομική παραφροσύνη για να ερμηνεύσουμε τις διακρατικές σχέσεις και ούτως ή άλλως ακόμη και κράτη στα οποία πρόσωπα συγκεντρώνουν πολύ μεγάλη εξουσία ουδέποτε η απόφαση για την κήρυξη ενός πολέμου είναι ατομική. Πάντα υπάρχουν διαδικασίες, φίλτρα, διεργασίες που εξασφαλίζουν άλλωστε και την κινητοποίηση ενός του μεγάλου μηχανισμού που διεξάγει έναν πόλεμο. Η εικόνα του ηγέτη που «πατάει το κουμπί» ανήκει μάλλον σε ένα είδος φολκλόρ ή στα κινηματογραφικά κλισέ.
Ωστόσο, η ίδια η διερεύνηση του ερωτήματος για την ψυχική υγεία του Ρώσου προέδρου αντανακλά το γεγονός ότι στα μάτια αρκετών αναλυτών η ρωσική κίνηση θεωρήθηκε ότι είναι μια παράλογη επιλογή που στο τέλος θα είχε πολύ μεγαλύτερο κόστος από αυτό που προσπάθησε να αποτρέψει.
Ουσιαστικά, το επιχείρημα όσων θεωρούν ότι η ρωσική κίνηση είναι παράλογη είναι το ακόλουθο: επιλέγοντας η Ρωσία την εισβολή γνώριζε ότι θα είχε να αντιμετωπίσει όλο το πραγματικό οικονομικό κόστος των κυρώσεων, που είναι αρκετά επιθετικές ώστε να αναιρούν και μερικές από τις άμυνες που υποτίθεται ότι είχε εγείρει απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο. Παράλληλα, γνώριζε ότι εκ των πραγμάτων θα συναντούσε κάποια αντίσταση από την ουκρανική πλευρά και ότι ακόμη και εάν μπορούσε να κατάγει μια σχετικά γρήγορη στρατιωτική νίκη απέναντι σε έναν υποδεέστερο αντίπαλο, θα βρισκόταν αντιμέτωπη με την στρατιωτική, οικονομική και ηθική σε τελική ανάλυση αιμορραγία της κατοχής ουσιαστικά μιας χώρας και της διαχείρισης, ακόμη και εάν εγκαθίδρυε μια κυβέρνηση-μαριονέτα, μιας εχθρικής κοινωνίας. Και βέβαια, υπήρχε όλο το φάσμα μιας ευρύτερης απομόνωσης καθώς δεν θα ήταν δεδομένη η συμπόρευση άλλων κρατών στο πλευρό της σε μια τέτοια κατεύθυνση που θα διακύβευε τις δικές τους σχέσεις και ισορροπίες με τη Δύση.
Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό υποστηρίζει, δια της εις άτοπον απαγωγής ότι εφόσον όλα αυτά είναι αυτονόητα, μόνο ένας παραλογισμός, μια υπέρμετρη εμπιστοσύνη σε ένα παράλογο αφήγημα μπορεί να δικαιολογήσει αυτά που βλέπουμε να εξελίσσονται στην Ουκρανία.
Η Ρωσία θεωρεί ότι ήδη έχουμε «γυρίσει σελίδα»
Προφανώς και στη διεθνή πολιτική και άστοχοι υπολογισμοί υπάρχουν και στρατηγικά λάθη, για τα οποία υπάρχει πάντα η φράση του συνεργάτη του Ναπολέοντα ότι «ήταν χειρότερο από έγκλημα, ήταν λάθος».
Όμως, ο ίδιος ο σύνθετος τρόπος που λαμβάνεται μια απόφαση για έναν πόλεμο συνήθως παραπέμπει ότι υπάρχει περιθώριο λάθους, όχι όμως «παραφροσύνης».
Και εάν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη λογική πίσω από μια τόσο κρίσιμη επιλογή θα πρέπει να δούμε τον τρόπο σκέψης της ρωσικής ηγεσίας.
Είναι έτσι αρκετά σαφές ότι η ρωσική ηγεσία θεωρεί ότι ο μεταψυχροπολεμικός κόσμος έχει τελειώσει εδώ και καιρό. Αυτό σημαίνει ότι έχει τελειώσει ένα πλέγμα τυπικών και άτυπων διαρρυθμίσεων που εξασφάλιζαν τη συνύπαρξη ανάμεσα σε πρώην αντίπαλες δυνάμεις που όμως από τη δεκαετία του 1990 μοιράζονται ένα κοινό καπιταλιστικό κοινωνικό και οικονομικό σύστημα.
Στα μάτια της Ρωσίας η σταδιακή επέκταση του ΝΑΤΟ από τη δεκαετία του 2000 προς τα σύνορα της Ρωσίας, η επιλογή εξόδου των ΗΠΑ από τη συνθήκη για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους, η προσπάθεια επέκτασης του ΝΑΤΟ στον Καύκασο, μέσα από ενδεχόμενη εισδοχή της Γεωργίας, η προσπάθεια για αλλαγή καθεστώτος στη Συρία και κυρίως η προσπάθεια, σε επάλληλες περιπτώσεις, η Ουκρανία να προσκολληθεί στη «Δύση», σηματοδοτούσαν την προετοιμασία για την προληπτική άσκηση στρατιωτικής πίεσης προς τη Ρωσία. Το ίδιο και ο τρόπος που η δυτική ρητορική, ακόμη πιο έντονη μετά την εκλογή Μπάιντεν προσπαθούσε να ιδεολογικοποιήσει αυτόν τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό μέσα από την επίκληση μιας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» και τα «αυταρχικά καθεστώτα», που πλέον επανέφερε το ερώτημα της στρατιωτικής πίεσης στο όνομα της εσωτερικής πολιτικής συγκρότησης της Ρωσίας και του κατά τους δυτικούς αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της. Στα μάτια της Ρωσίας, μια Δύση που ήταν σε οικονομική, πολιτική και ηθική υποχώρηση δοκίμαζε να «υπεραναπληρώσει» αυτή την υποχώρηση με τη στρατιωτική επιθετικότητα.
Εάν κανείς παρακολουθήσει τον ίδιο τον δημόσιο λόγο του Πούτιν τα τελευταία χρόνια, ή τα κείμενα των διαφόρων «οργανικών διανοουμένων» της ρωσικής ηγεσίας, θα διαπιστώσει ακριβώς μια θεώρηση των πραγμάτων που προϋπέθετε μια τέτοια νέα διαίρεση του κόσμου.
Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο η Ρωσία σταδιακά συνέκλινε με την Κίνα σε μια κοινή αντίληψη για τον κόσμο (αλλά και στις δυνατότητες που προσφέρει η σύγκριση μιας πυρηνικής υπερδύναμης με τη δεύτερη οικονομία του πλανήτη), γύρω ακριβώς από την αντίληψη ότι η ειρήνη περνάει μέσα από την ισορροπία δυνάμεων, την άρνηση των επεμβάσεων με κριτήρια εσωτερικά, την άρνηση της ένοπλης εξαγωγής δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το σεβασμό των «ζωνών επιρροής» ή των «ουδέτερων ενδιάμεσων ζωνών», επίσης ενίσχυε την εκτίμηση του Κρεμλίνου ότι δεν είναι απομονωμένο σε αυτή τη στρατηγική. Αυτό ενισχυόταν και από τη διαπίστωση ότι η «Δύση» δεν είχε απαραιτήτως εξασφαλισμένη την υποστήριξη ενός ευρέως φάσματος χωρών, από τη Λατινική Αμερική έως την Ασία, που αποδέχονται αυτή τη λογική της «ισορροπίας δυνάμεων».
Είναι ο συνδυασμός ανάμεσα στην αίσθηση ότι έχουμε πλέον «αλλάξει σελίδα», ανάμεσα στην πεποίθηση ότι τα πράγματα ούτως ή άλλως πάνε στη διαίρεση και τη σύγκρουση («κυρώσεις θα μας επιβάλουν ούτως ή άλλως»), και την αίσθηση μιας μη απομόνωσης (ξεκινώντας προφανώς από τη συναίνεση της Κίνας), που εξηγεί γιατί η ρωσική ηγεσία πήρε την πρωτοβουλία για μια τόσο «ρηξιακή» στρατιωτική εμπλοκή.
«Δεν αποτελεί καθολικό πλεονέκτημα να είσαι προφανώς ορθολογικός»
Ο Τόμας Σέλινγκ, νόμπελ Οικονομικών το 2005, υπήρξε και ένας από τους σημαντικότερους ειδικούς στη «θεωρία παιγνίων» και προσπάθεια να διαμορφώσει σε αυτή τη βάση μια θεωρία της σύγκρουσης, που εκτός όλων των άλλων είχε εφαρμογή και στη διαχείριση του Ψυχρού Πολέμου και της πυρηνικής αποτροπής.
Μία από τις θέσεις του, διατυπωμένη στο βιβλίο του Η στρατηγική της σύγκρουσης (The Strategy of Conflict), που κυκλοφόρησε το 1960 ήταν ότι «μια ρητή θεωρία της “ορθολογικής” απόφασης, και των στρατηγικών συνεπειών τέτοιων αποφάσεων, καθιστά απολύτως σαφές ότι δεν αποτελεί καθολικό πλεονέκτημα σε καταστάσεις σύγκρουσης να είσαι αναφαίρετα και προφανώς ορθολογικός ως προς την απόφαση και το κίνητρο».
Αφήνοντας κατά μέρος τον τρόπο με τον οποίο τεκμηριώνει αυτή τη θέση ο Σέλινγκ, αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος που δείχνει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η επίδειξη «παραφροσύνης», δηλαδή η ετοιμότητα να κινηθεί κάποιος πέραν των ορίων που συνιστά μια ορθολογική εκτίμηση της περίστασης, μπορεί να αποδειχθεί ως τελικά η πιο «ορθολογική» επιλογή, αυτή δηλαδή που θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σε αυτό το φόντο, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο τρόπος που η Ρωσία κινήθηκε πέραν των όποιων προσδοκιών ως προς την «ορθολογική» επιλογή, από το γεγονός ότι κήρυξε τον πόλεμο, έως ακόμη και κινήσεις όπως η θέση του ρωσικού πυρηνικού οπλοστασίου σε υψηλή ετοιμότητα, παραπέμπει σε αυτή την τακτική της φαινομενικά «παράλογης» στάσης.
Βεβαίως, ο Σέλινγκ όπως και γενικά οι ειδικοί της «θεωρίας παγνίων» πάντα αναφέρονται σε καταστάσεις που είναι λιγότερο περίπλοκες από έναν πόλεμο, όπου πέραν του καθεαυτό συσχετισμού δύναμης, υπάρχει ο διεθνής περίγυρος, υπάρχουν τα θύματα και η ανθρωπιστική τραγωδία αλλά και η εσωτερική κατάσταση (με όλη το κόστος σε ζωές και την στρατιωτική, οικονομική και ηθική φθορά συνεπάγεται η προσπάθεια να ελεγχθεί στρατιωτικά μια χώρα).
Ο φόβος να μην εξωθηθεί περισσότερο η Ρωσία
Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξαν διαρροές ότι π.χ. αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου προσπαθούν να σταθμίσουν το κατά πόσο η κλιμάκωση των κυρώσεων ενέχει τον κίνδυνο να κάνει τον Πούτιν ακόμη πιο επιθετικό και «ανεξέλεγκτο» και να προχωρήσει σε ακόμη πιο σκληρή τακτική και στην Ουκρανία και απέναντι στη Δύση.
Και αυτό γιατί παρότι η κύρια αντιμετώπιση από τη μεριά της Δύσης είναι κατά βάση να μετατρέψει την ρωσική κίνηση σε μια στρατηγική ήττα της Ρωσίας, υπό το βάρος των κυρώσεων και της διεθνούς κατακραυγής, είναι σαφές ότι υπάρχει και η σκέψη ότι η Ρωσία κατάφερε να παίξει «το χαρτί του τρελού», να δείξει ότι μπορεί να πάρει μεγάλα ρίσκα και να πάρει αυτή την πρωτοβουλία της κλιμάκωσης μιας αντιπαράθεσης και με έναν τρόπο, παρά το κόστος των κυρώσεων και της απομόνωσης να ορίσει αυτή τον τρόπο που θα συζητηθούν αυτά τα πράγματα από εδώ και πέρα.