Η προοπτική του πρώτου μεγάλης κλίμακας πολέμου στην Ευρώπη μετά το 1945 γεννά ένα προφανές ερώτημα: τι πήγε στραβά; Και κυρίως, πώς η γρήγορη κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης φύτεψε τους σπόρους της σημερινής σύγκρουσης;
Μέχρι στιγμής, η δημόσια συζήτηση στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική επικεντρώνεται στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και οι πολλοί υπερασπιστές και αυτοανακηρυγμένοι «ερμηνευτές» του υποστηρίζουν ότι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη παραβίασε προηγούμενη συμφωνία των αρχών της δεκαετίας του ’90. Είδαμε μια σειρά από νέες αποκαλύψεις για διάφορους δυτικούς πολιτικούς που συμμερίζονταν την ιδέα ότι το ΝΑΤΟ έπρεπε να είχε καθίσει στ’ αβγά του.
Είναι αλήθεια ότι, για μια περίοδο, η γερμανική κυβέρνηση φλέρταρε με την ιδέα η πρώην Ανατολική Γερμανία να μείνει εκτός ΝΑΤΟ (θέση την οποία η Ουάσιγκτον θεωρούσε αδιανόητη). Αλλά η συζήτηση αυτή είναι παραπλανητική επειδή χάνει το βασικό πρόβλημα: ότι ο Πούτιν φοβάται μήπως η δημοκρατία ριζώσει στην Ουκρανία, το οποίο τροφοδοτεί τις προσπάθειές του να καταστρέψει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
Συνεπώς η συζήτηση πρέπει να επικεντρωθεί στο εξής: στην αποτυχία της Ευρώπης να αναπτύξει έναν νέο μηχανισμό ασφαλείας, κατάλληλο για έναν κόσμο που βιώνει τεκτονικές πολιτικές ανακατατάξεις. Το αποφασιστικό λάθος που πρέπει πλέον να διορθωθεί δημιουργήθηκε από την ανικανότητα της ίδιας της Ευρώπης να προχωρήσει σε βαθύτερη πολιτική ένωση στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Εκείνη την εποχή, ο γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ και ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν είχαν πλήρη επίγνωση ότι η Ευρώπη έπρεπε να ενισχύσει με τόλμη την αρχιτεκτονική των θεσμών της για τη μεταψυχροπολεμική εποχή. Μια στιβαρή ευρωπαϊκή απάντηση, που θα περιλάμβανε βαθύτερη πολιτική ένωση, θα σήμαινε αναγκαστικά και στενότερη στρατιωτική ένωση. Αλλά οι Ευρωπαίοι συμβιβάστηκαν απλώς με μια νομισματική ένωση.
Καθώς τα μέλη της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας προχωρούσαν προς τη νομισματική ένωση, απέρριψαν λογικές ενέργειες που θα μπορούσαν να είχαν συνοδεύσει τη δημιουργία του κοινού νομίσματος και θα προσέφεραν μια ισχυρή και πειστική απάντηση στην κατάρρευση του κομμουνισμού και στις γεωπολιτικές αναταραχές του 1989-91. Αν και η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1991 εισήγαγε την έννοια της ευρωπαϊκής υπηκοότητας (Αρθρο 9) και άνοιξε την πόρτα για κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική, η ένωση έμεινε ανολοκλήρωτη.
Το πρόβλημα ήταν ότι εθνικά υπουργεία Αμυνας, και κυρίως γάλλοι, γερμανοί και βρετανοί λομπίστες, απέρριψαν κάθε πιθανότητα για στρατιωτική ένωση. Η Ευρώπη, συνεπώς, συνέχισε να βασίζεται στο ΝΑΤΟ και όταν υπήρξε ανάγκη για μια μεγαλοπρεπή κίνηση ευρωπαϊκής ενότητας μετά το 1989, οι Ευρωπαίοι στράφηκαν στο ήδη υπάρχον χρονοδιάγραμμα για νομισματική ένωση.
Η διάσταση της ευρωπαϊκής ασφάλειας συζητήθηκε εκτενώς πριν το Μάαστριχτ και αποτέλεσε την κορυφαία αιτία για την αποσύνδεση των συμφωνιών για την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση και την ευρωπαϊκή πολιτική ένωση. Η Γαλλία, ιδίως, πίεζε για την ενίσχυση της Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης, αμυντικού οργανισμού που περιλάμβανε τότε τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ. Αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρούσε την πρόταση αυτή μη ρεαλιστική και πολλοί άλλοι την εξέλαβαν ως κίνηση που θα «αποσπούσε» τη Γερμανία από το ΝΑΤΟ.
Και η Ελλάδα ήταν σφόδρα αντίθετη προς τη γαλλική πρόταση διότι δεν περιείχε καμία πρόβλεψη για εγγυήσεις για την ασφάλεια όλων των ευρωπαϊκών συνόρων. Ο έλληνας πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έκανε σαφές ότι θα έβαζε βέτο σε μια τέτοια συμφωνία. Αίφνης στις 8 Δεκεμβρίου 1991, λίγες μόνο ημέρες πριν τη σύνοδο του Μάαστριχτ, το ζήτημα της ασφάλειας άρχισε να φαντάζει λιγότερο επείγον. Τρεις (Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία) από τις τέσσερις σοβιετικές δημοκρατίες που είχαν υπογράψει τη συνθήκη του 1922 με την οποία δημιουργήθηκε η ΕΣΣΔ, υπέγραψαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και τη δημιουργία της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης να έχει ολοκληρωθεί, οι ευρωπαίοι ηγέτες έστρεψαν γρήγορα την προσοχή τους στα νομισματικά ζητήματα.
Επειδή η διαδικασία του Μάαστριχτ κατέληξε τόσο μονόπλευρη, ίχνη εκείνων των αρχικών συζητήσεων για την ασφάλεια επιμένουν, όπως όταν ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν προειδοποίησε ότι η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ επέσπευδε τον «εγκεφαλικό θάνατο του ΝΑΤΟ». Σήμερα όμως, η εισβολή των δυνάμεων του Πούτιν στην Ουκρανία κάνει το ΝΑΤΟ να φαντάζει πιο αναγκαίο από ποτέ.
Από τη νέα θέση ισχύος της Συμμαχίας, είναι δυνατό να οραματιστούμε μια εναλλακτική λύση συνεχίζοντας την ευρωπαϊκή παράδοση της σκέψης σε ομόκεντρους κύκλους. Αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει έναν ευρωπαϊκό πυρήνα ασφαλείας χωρίς τη Βόρεια Αμερική, ο οποίος θα περικυκλωθεί από μια ευρύτερη περιφέρεια δυνάμεων που θα δεσμευτούν για σεβασμό και αμοιβαία εγγύηση των συνόρων.
Η διαδικασία αυτή θα αντικατοπτρίζει τις συμφωνίες για εδαφική ακεραιότητα που διαπραγματεύτηκε στη δεκαετία του ’70 η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (πρόδρομος του ΟΑΣΕ). Ο ευρύτερος κύκλος πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο τις ΗΠΑ και τον Καναδά αλλά και την υπόλοιπη Ευρασία, περιλαμβανομένων της Κίνας και της Ιαπωνίας. Ας ονομαστεί Οργανισμός Συμμαχίας Βόρειου Ημισφαιρίου (Northern Hemisphere Treaty Organization). Σήμερα που ο κόσμος είναι πολύ πιο διασυνδεδεμένος απ’ όσο στη δεκαετία του ’90, ένα από τα κρίσιμα στοιχεία της παρούσας κρίσης είναι το συμφέρον της Κίνας να διατηρηθεί η σταθερότητα στην ευρασιατική ήπειρο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι Ευρωπαίοι έπρεπε να τα είχαν σκεφτεί όλα αυτά. Ομως αντί να επικεντρωθούν στην ασφάλεια, έστρεψαν την προσοχή τους στο χρήμα. Αυτό άφησε μια χρόνια ευπάθεια. Η Ευρώπη χρειαζόταν μια επικαιροποιημένη αρχιτεκτονική ασφαλείας που θα μπορούσε να την προστατεύει από τις ιδιοτροπίες των πολιτικών αλλαγών, όχι μόνο στη Μόσχα αλλά και στην Ουάσιγκτον. Ακόμη τη χρειάζεται.
*Ο κ. Χάρολντ Τζέιμς είναι καθηγητής Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.