Ο συμβολισμός δεν είναι τυχαίος. Η Κίνα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ επέλεξε τη λύση της αποχής στο ψήφισμα καταδίκης της ρωσικής στρατιωτικής επιχείρησης στην Ουκρανία, αντί της καταψήφισης στην οποία προχώρησε η ίδια η Ρωσία ή η Λευκορωσία.
Αυτό προφανώς δεν σημαίνει υποστήριξη στην «δυτική» στρατηγική. Άλλωστε, μια ματιά στο ποιες χώρες απείχαν θα έβλεπε πολλές μεγάλες και σημαντικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας, του Πακιστάν και αρκετών χωρών της Αφρικής, χώρες που έκαναν σαφές ότι δεν συμπαρατάσσονται με τις δυτικές δυνάμεις.
Ούτως ή άλλως, ακόμη και η υπερψήφιση της καταδίκης της Ρωσίας σε επίπεδο Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ είναι μια περισσότερο συμβολική κίνηση, αφού μόνο το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορεί να πάρει δεσμευτικές αποφάσεις και εκεί είναι δεδομένο το ρωσικό βέτο. Πολύ πιο πραγματικός δείκτης της συστράτευσης με τη Δύση είναι το εάν χώρες επιλέγουν να προχωρήσουν σε κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας – και εκεί είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των χωρών, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών που έχουν καλές σχέσεις με τη Δύση, που έχουν κάνει σαφές ότι δεν θα ακολουθήσουν τον δρόμο των κυρώσεων.
Ωστόσο, ακόμη και με αυτά τα δεδομένα έχει ένα ενδιαφέρον να δει κανείς πώς η Κίνα προσπαθεί να σφυραλατήσει ταυτόχρονα τη συμμαχία με τη Ρωσία αλλά και να διεκδικήσει να είναι ένας πόλος στο διεθνές επίπεδο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράγοντας σταθερότητας.
Το στρατηγικό βάθος της ρωσοκινεζικής σύγκλισης
Η σύγκλιση ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα δεν ήταν αυτονόητη. Άλλωστε, ιστορικά οι δύο χώρες είχαν αρκετές περιόδους αμοιβαίας καχυποψίας. Άλλωστε, ακόμη και η αμερικανική προσπάθεια συνεννόησης με την Κίνα ήδη από την εποχή της επίσκεψης Νίξον στο Πεκίνο και της συνομιλίας με τον Μάο αποσκοπούσε στο να βαθύνει το σινοβιετικό ρήγμα, που ήταν άλλωστε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 το μεγαλύτερο ρήγμα στο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο».
Ωστόσο, είναι σαφές ότι εδώ και χρόνια η ηγεσία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος θεωρεί ότι μεσοπρόθεσμα θα έχει και μια σύγκρουση με τη Δύση και κατανοεί ότι ο τρόπος που προσπαθεί η Δύση να ανασυγκροτηθεί ως κοινή αμυντική πολιτική δεν αφορά μόνο τη Ρωσία, αλλά και την ίδια την Κίνα. Σε αυτό μέτρησε και ο τρόπος που ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010 οι ΗΠΑ και οι χώρες της ΕΕ επέλεξαν μια εχθρική στάση και απέναντι στην στρατηγική «Μία ζώνη – ένας δρόμος», προσπαθώντας να ανακόψουν τις κινεζικές επενδύσεις.
Επιπλέον, η Κίνα έχει δει τις ΗΠΑ να την αντιμετωπίζουν με πιο επιθετικό τρόπο, με πιο χαρακτηριστική την προσπάθεια να ανεβάσουν την πίεση προς την Κίνα στον Ινδοειρηνικό μέσα από τη συμφωνία AUKUS ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Αυστραλία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Σε αυτό το βάθος η σύγκλιση με τη Ρωσία ως προς την πολιτική άμυνας απέκτησε έναν συνολικότερο στρατηγικό χαρακτήρα. Η συνάντηση Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ στις αρχές Φεβρουαρίου και κυρίως το κοινό ανακοινωθέν, αποτύπωσε μια συνολικότερη σύγκλιση γύρω από μια αντίληψη του κόσμου όπου η κυριαρχία των κρατών θεωρείται απαραβίαστη, αποφεύγονται οι παρεμβάσεις στο εσωτερικό άλλων κρατών και δεν δοκιμάζεται μια ένοπλη εξαγωγή ενός συγκεκριμένου μοντέλου δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αυτή η σύγκλιση δεν περιορίζεται σε μια κοινή αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις, ή την αμοιβαία εχθρότητα για τις δυτικές «επεμβάσεις», αλλά επεκτείνεται και στη δυνατότητα διαμόρφωσης και ενός εκτεταμένου πλέγματος οικονομικών συναλλαγών εκτός «Δύσης», παρότι η κινεζική οικονομία παραμένει εξαιρετικά και πολυεπίπεδα διασυνδεδεμένη με τις δυτικές, ενώ παραμένει και αναπόσπαστο τμήμα βασικών εφοδιαστικών αλυσίδων, παρά τις προσπάθειες των ΗΠΑ να αποκόψουν την Κίνα από την πρόσβαση σε τελευταίας γενιάς ημιαγωγούς.
Η ρωσική επιτάχυνση της αντιπαράθεσης και η στάση της Κίνας
Εάν κανείς κοιτάξει τη ρητορική της κινεζικής ηγεσίας, ήταν αρκετά εμφανές ότι σε αυτή τη φάση δεν προέκρινε τη μετάβαση σε ένα πιο συγκρουσιακό τοπίο, παρά την επένδυση στη διαρκή αναβάθμιση των κινεζικών αμυντικών δυνατοτήτων, τη σαφώς σκληρή στάση έναντι οποιασδήποτε αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στη Νότια Σινική Θάλασσα και προφανώς το διαρκές ξεκαθάρισμα ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί αλλαγή του τωρινού καθεστώτος σε σχέση με την Ταϊβάν.
Επιπλέον, η Κίνα προέκρινε πάντα μια άρνηση των επεμβάσεων ή των αλλαγών συνόρων ή των προσαρτήσεων, ή της αυτονόμησης περιοχών, γιατί αυτά θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν επικίνδυνες εξελίξεις σε σχέση και με την Ταϊβάν αλλά και το Θιβέτ.
Με αυτή την έννοια θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι θα πρέπει να υπήρξαν κινεζικές επιφυλάξεις σε σχέση με τη ρωσική επιλογή να επιταχυνθεί η αντιπαράθεση με τη Δύση, μέσα από την στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία.
Ωστόσο, φαίνεται πως η ρωσική πλευρά «πέρασε» τη δική της εκτίμηση ότι ούτως ή άλλως τα πράγματα οδεύουν προς τη συνολική αντιπαράθεση και άρα θα έπρεπε να αποφευχθεί μια παραπέρα υποχώρηση στην Ουκρανία.
Η κινεζική αντίδραση δείχνει να προσπαθεί να συνδυάσει δύο βασικά στοιχεία. Από τη μια τη στήριξη της Ρωσίας και τη διατήρηση και εμβάθυνση αυτής της στρατηγικής συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της αναβάθμισης των διμερών οικονομικών σχέσεων ως αντιστάθμισμα απέναντι στις δυτικές κυρώσεις. Από την άλλη, τη διατήρηση της δυνατότητας της Κίνας να κινείται ως ένας διακριτός πόλος, με καλές σχέσεις με όλες τις πλευρές.
Οι προσεκτικές διατυπώσεις για την Ουκρανία
Τα κινεζικά ΜΜΕ έχουν σε γενικές γραμμές καταδικάσει τη στάση των ΗΠΑ και της Δύσης και έχουν προειδοποιήσει ότι δεν χρειάζεται ένα νέο «τείχος του Βερολίνου» στην Ευρώπη.
Όμως, στη συνομιλία που είχε ο κινέζος ΥΠΕΞ Γουάνγκ Γι με τον Ουκρανό ομόλογό του Ντμίτρο Κουλέμπα η κινεζική διπλωματία επέλεξε χαμηλούς τόνους.
«Η Κίνα θλίβεται βαθιά βλέποντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρωσία και ανησυχεί πολύ για τα πλήγματα σε βάρος των αμάχων», υποστήριξε ο Κινέζος ΥΠΕΞΚ, για να συμπληρώσει ότι η θέση της Κίνας παραμένει «ανοιχτή, διάφανη και συνεκτική»: «Υποστηρίξαμε πάντα το σεβασμό στην κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα όλων των χωρών. Στην τρέχουσα κρίση η Κίνα καλεί την Ουκρανία και τη Ρωσία να βρουν μια λύση μέσα από τις διαπραγματεύσεις». Ταυτόχρονα, υπογράμμισε ότι «η Κίνα πάντα πίστευε ότι η ασφάλεια μιας χώρας δεν μπορεί να επιτευχθεί σε βάρος της ασφάλειας άλλων χωρών και ότι η περιφερειακή ασφάλεια δεν μπορεί να επιτευχθεί με την επέκταση των στρατιωτικών μπλοκ».
Όλα αυτά παραπέμπουν ακριβώς σε μια προσπάθεια όπου χωρίς να διαρρηγνύεται η σχέση με τη Ρωσία το ζητούμενο είναι να αναδεικνύεται η Κίνα ως ένας πόλος που μπορεί να παίξει κατευναστικό ρόλο στη διεθνή σκηνή.
Θυμίζουμε εδώ ότι η Ουκρανία είναι τμήμα της κινεζικής πρωτοβουλίας «Μία ζώνη – ένας δρόμος» και η Κίνα είχε κάνει σημαντικές επενδύσεις στη χώρα, θεωρώντας ότι ήταν ένα από τα σημεία διασύνδεσης με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο ορίζοντας του γεωπολιτικού ρήγματος
Όλα αυτά βέβαια δεν αναιρούν το γεγονός ότι ταυτόχρονα η Κίνα διαβάζει στη στάση της Δύσης απέναντι στη Ρωσία και το είδος της πίεσης ή της επιθετικότητας που θα μπορούσε να δεχτεί και η ίδια με κάποια αφορμή που να την αφορά άμεσα.
Δηλαδή, βλέπει τις δυτικές κινήσεις απέναντι στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης και της κήρυξης ενός ιδιότυπου «παγκόσμιου οικονομικού πολέμου», ως ένα playbook που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και εναντίον της σε μια μελλοντική αντιπαράθεση.
Αυτό επίσης εξηγεί γιατί σε γενικές γραμμές η Κίνα θα ήθελε η δυτική προσπάθεια τελικά να μη στεφθεί με επιτυχία και με το μικρότερο συνολικό κόστος. Την ίδια στιγμή μένει να δούμε πώς θα προσαρμοστεί σε μια παράταση της σύγκρουσης και σε ένα βάθεμα της παγκόσμιας διαίρεσης που έστω και έμμεσα θα την αφορά, τουλάχιστον ως ιστορικός ορίζοντας.
Ούτως ή άλλως, οι κινήσεις που έκανε η κινεζική ηγεσία το τελευταίο διάστημα, από την προσπάθεια για τεχνολογική και παραγωγική αυτάρκεια, μέχρι την χαλιναγώγηση μερίδας των μεγιστάνων του πλούτου και την έμφαση πολύ περισσότερο στην κοινωνική συνοχή, παράλληλα με την αυξημένη αμυντική θωράκιση σαφώς παραπέμπουν και για προετοιμασία για ένα μέλλον μεγαλύτερης οικονομικής αποσύνδεσης και περισσότερο συγκρουσιακής σχέσης με τη Δύση.