Συνηθίζεται για τους σπουδαίους ανθρώπους που αφήνουν τον μάταιο τούτο κόσμο να λένε ότι αφήνουν πίσω τους δυσαναπλήρωτο κενό. Στην περίπτωση του δημοσιογράφου Κώστα Παπαϊωάννου, εμπνευστή, εκδότη και διευθυντή του Ποντικιού, της εβδομαδιαίας πολιτικής, σατιρικής και αποκαλυπτικής εφημερίδας που έγραψε ιστορία στον χώρο του ελληνικού Τύπου, η φράση αυτή αποκτά το πλήρες νόημά της. Κατά μια έννοια το κενό που θα άφηνε πίσω του ήταν ήδη εμφανές όσο ζούσε και ακατάπαυστα δημιουργούσε, καθώς ο Κώστας Παπαϊωάννου συγκροτούσε ένα μοναδικά χαρισματικό (δημοσιογραφικό) μέγεθος που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να καλύψει.
Το απαράμιλλο χιούμορ, η καυστική και διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, η δημοσιογραφική οξυδέρκεια, το πάθος, η ανεξαρτησία και η εντιμότητά του, το συγγραφικό ταλέντο του και η καλλιέργειά του αν και τελείωσε μόνο το γυμνάσιο («κι αυτό με το ζόρι…», όπως συνήθιζε να λέει), τον κατέστησαν μια μορφή ξεχωριστή -σχεδόν θρυλική- στον χώρο και σημείο αναφοράς για πολλούς δημοσιογράφους που είτε συνεργάστηκαν μαζί του είτε προσέτρεχαν σε αυτόν για να ζητήσουν την άποψή του. Απεχθανόταν τα πολλά λόγια και τις κολακείες, έχαιρε της εκτίμησης και του σεβασμού εχθρών και φίλων, απέφευγε τις δημόσιες σχέσεις και την προβολή, εργασιομανής όσο δεν χωράει ο νους του ανθρώπου, ίσως αποτελεί μοναδικό φαινόμενο εκδότη-διευθυντή που δούλευε περισσότερο από τους συντάκτες του, βουτηγμένος στο χαρτοβασίλειό του, γράφοντας ακατάπαυστα –πάντα με το χέρι.
Ο Παπαϊωάννου ανέπνεε γράφοντας γι’ αυτό και ήταν αστείρευτος και ανεξάντλητος ως πνεύμα και ως γραφή καθιερώνοντας μόνος του μια δημοσιογραφική σχολή όχι μόνο ως προς το στυλ αλλά και ως προς το περιεχόμενο: το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ χωρίς εξαρτήσεις και βαρίδια, την οικονομική ανεξαρτησία δίχως επιχειρηματικές «πλάτες» (αρνιόταν ακόμα και την δημοσίευση κρατικής διαφήμισης), την σατιρική, διεισδυτική και ταυτόχρονα αναλυτική ματιά στα γεγονότα, το καινοτόμο και ανατρεπτικό εκδοτικό μοντέλο που δημιούργησε και το οποίο μεσουράνησε στον Τύπο από το 1979 έως το 2005, όταν Το Ποντίκι άλλαξε χέρια.
Ο Ταχτσής και ο …Αχτσής
Στο φύλλο της 15ης Οκτωβρίου 1981 το οποίο ήταν …πένθιμο, λόγω του επικείμενου (τρεις ημέρες μετά) «θανάτου της Δεξιάς» από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, υπήρχε μια παραλλαγμένη εκδοχή από το «Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή (δια χειρός …Κώστα Αχτσή).
Ο εκδότης του Ποντικιού θυμόταν: «Λίγες μέρες μετά το δημοσίευμα αυτό, ανεβαίνοντας ένα μεσημέρι το δρόμο της Δεξαμενής, άκουσα μια φωνή από ένα μικρό αυτοκίνητο και είδα τον Κώστα Ταχτσή να παρκάρει όπως όπως στη γωνία, να βγαίνει και να με κατσαδιάζει …γελώντας. “Αχ, μωρέ τι μου ‘κανες, τι μου ‘κανες!”». Τι είχε συμβεί; «Πρωί πρωί τη μοιραία Πέμπτη, 15 Οκτωβρίου που βγήκε το “Π”, χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι του Κώστα Ταχτσή. Ήταν η μάνα του, που του μίλησε χαϊδευτικά όπως συνήθιζε: “Γιατί , βρε Κώστα μου, δεν μου ‘πες ότι γράφεις στο “Ποντίκι”; Ο Ταχτσής τα ‘χασε –κάπου τρόμαξε. “Πάει, το ‘χασε η γριά”, σκέφτηκε. Αλλά εκείνη συνέχιζε απτόητη να του λέει ότι “δεν μπορείς να μην μ’ ενημερώνεις και να ανοίγω την εφημερίδα και να βλέπω κείμενά σου”, οπότε ο αδικοχαμένος συγγραφέας άρχισε να σκέφτεται ότι κάτι συμβαίνει. “Κάποια πλάκα έχει κάνει αυτός ο Παπαϊωάννου, αλλά τι πλάκα;”, σκέφτηκε».
Το μπλέξιμο του Ταχτσή με την μάνα του είχε και συνέχεια καθώς εκείνος απόρησε πώς διάβασε το Ποντίκι ενώ κυκλοφορούσε Παρασκευή. «Σήμερα είναι Πέμπτη, αλλά λόγω εκλογών σήμερα βγήκε! Αυτό, όμως, είναι το θέμα;», του εξήγησε εκείνη. Ο Ταχτσής κατέβηκε στο ψιλικατζίδικο αγόρασε την εφημερίδα και διάβασε γελώντας την ιδιότυπη παραλλαγή του έργου του δίνοντας τις απαραίτητες διευκρινίσεις στην μητέρα του. Δεν ήταν το μόνο παράδειγμα που η ευφυής και καυστική σάτιρα του Παπαϊωάννου προκαλούσε …αναστάτωση.
Η Συμφωνία για τις Βάσεις
Η εφημερίδα που ίδρυσε μαζί με έναν μικρό πυρήνα δημοσιογράφων ενώ εργαζόταν ως πολιτικός συντάκτης στα ΝΕΑ, όταν διευθύνονταν από τον Γιάννη Καψή (με τον οποίο ήταν συγκρατούμενοι στον Κορυδαλλό επί χούντας), αποτέλεσε μια πραγματική δημοσιογραφική κυψέλη, από την οποία πέρασε πλειάδα δημοσιογράφων που είχαν είτε σταθερή συνεργασία είτε έφερναν το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ τους γνωρίζοντας ότι στο έντυπο που εργάζονταν δεν θα δημοσιευόταν ποτέ!
Έτσι Το Ποντίκι απέκτησε μια πρωτοφανή δυναμική και αναγνωρισιμότητα που σε συνδυασμό με την σατιρική ματιά και την ευρεία θεματολογία του, κατέστησε το έντυπο δημοφιλές και κυρίως «απειλητικό» για την εξουσία -η αποκάλυψη το 1983 της άκρως απόρρητης συμφωνίας του ΠΑΣΟΚ για την διατήρηση των αμερικανικών βάσεων στην χώρα μας, είχε προκαλέσει πραγματικό σάλο («Η περασμένη Παρασκευή δεν ήταν μια ευχάριστη μέρα για την κυβέρνηση: το πρωί, μια βδομαδιάτικη (ούτε καν ημερήσια…) εφημερίδα, πολιτική, σατιρική, αποκαλυπτική δικαίωνε τον τίτλο “Ποντίκι” και τον χαρακτήρα της, τουλάχιστον ως προς την πρώτη και την τελευταία ιδιότητα, δημοσιεύοντας το πλήρες κείμενο της συμφωνίας για τις βάσεις πριν δοθεί στη δημοσιότητα επισήμως», έγραφε ο Παπαϊωάννου.
Δεν έκανε πίσω από τις αρχές του ακόμα και αν αυτές είχαν βαρύ τίμημα, όπως το 1990 που μαζί με άλλους έξι εκδότες (Φυντανίδης, Θεοχαράτος, Μαρούδας, Καρατζαφέρης, Κοντοπάνος, Γερονικολός) βρέθηκε στον Κορυδαλλό για δυο εβδομάδες επειδή παραβίασε τον λεγόμενο «τρομονόμο» που απαγόρευε την δημοσίευση προκηρύξεων τρομοκρατικών οργανώσεων. Αλλά ακόμα και στο κελί της φυλακής έγραφε και έστελνε τα χειρόγραφα για να τυπωθεί η εφημερίδα…
«Κυψέλη» της δημοσιογραφίας
Από το γραφείο του (το οποίο βρισκόταν στον ίδιο χώρο με τα γραφεία της συντακτικής ομάδας του), πέρασαν πολιτικοί, καλλιτέχνες, λογοτέχνες, δημοσιογράφοι, αλλά και απλοί πολίτες. «Με την παρουσία του και τη δράση του σημάδεψε την ελληνική δημοσιογραφία. Το Ποντίκι υπήρξε χώρος ανάδειξης δεκάδων συναδέλφων, που κάτω από την καθοδήγηση και το προσωπικό του παράδειγμα, έκαναν τα πρώτα τους βήματα και στη συνέχεια διακρίθηκαν στον χώρο», αναφέρει στην ανακοίνωσή της η ΕΣΗΕΑ με αφορμή τον θάνατό του.
Γεννημένος το 1938 στην Αθήνα, βέρος Νεοσμυρνιώτης («εξ ου και Πανιωνάρα!», όπως καυχιόταν), ξεκίνησε την δημοσιογραφική του πορεία αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο το 1956, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» ως συντάκτης ύλης, ελεύθερος και δικαστικός ρεπόρτερ. «Έκανα όλες τις δουλειές, κυρίως δικαστικό και ελεύθερο ρεπορτάζ», έχει πει. Το 1971 συνελήφθη και φυλακίστηκε για την αντιδικτατορική του δράση από τις γραμμές του «Πατριωτικού Μετώπου» ενώ μετά τη Μεταπολίτευση ξεκίνησε η συνεργασία του με την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (πολιτικό ρεπορτάζ από το 1974 έως το 1986) και παράλληλα υπήρξε αρχισυντάκτης του περιοδικού «ΑΝΤΙ» (από το 1975 έως το 1978). Το 1979 ξεκινά το περιπετειώδες ταξίδι του δημιουργήματός του, του Ποντικιού, μέχρι το 2005 που το μεταβιβάζει και αποσύρεται («έκτοτε ουδεμία σχέση», δεν ξεχνούσε να υπογραμμίζει).
«Το Ποντίκι δημιούργησε μια τομή στην ενημέρωση της εποχής καθώς έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση τα εντυπωσιακά του πρωτοσέλιδα αλλά και η αποκαλυπτική του δημοσιογραφία», αναφέρει η ΕΣΗΕΑ. Και πράγματι, τα κολάζ, τα σκίτσα, τα ευρηματικά σλόγκαν και τα κόμικ του Ποντικιού προκαλούσαν πάντα αίσθηση και σίγουρα τα γέλια των αναγνωστών που έβλεπαν μια εφημερίδα να διακωμωδεί την πολιτική πραγματικότητα και να «αποκαθηλώνει» τους πολιτικούς δίχως να αυτολογοκρίνεται. Ο Παπαϊωάννου ήταν ταυτόχρονα η ζώσα ιστορία της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας από δημοσιογραφικής πλευράς.
Γνώριζε πρόσωπα και πράγματα που προκαλούσαν δέος στον συνομιλητή του, πολλά από τα οποία έχουν βρει την θέση τους στα βιβλία που έγραψε και κυκλοφόρησε ο ίδιος από τις εκδόσεις του Ποντικιού και όχι μόνον. Όσοι είχαν την τύχη να βρεθούν κοντά του θα θυμούνται πάντα το βροντερό γέλιο του, αλλά και τις «κατσάδες» του, τις υπέροχες ιστορίες και τις πλάκες του, το άγχος και την αγωνία μέχρι να φύγει το φύλλο για τύπωμα και την προσφώνηση «θείο» προς τους στενούς συνεργάτες του! Καλό ταξίδι «θείο»!