Οι συγκλίσεις και αποκλίσεις που καταγράφηκαν κατά την συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στην Βουλή αναφορικά με την ουκρανική κρίση και την στάση της χώρας μας, αποτυπώνουν την καταλυτική επίδραση που ασκούν οι δραματικές εξελίξεις. Δυο εβδομάδες μετά την μετωπική σύγκρουση Μητσοτάκη-Τσίπρα γύρω από τις αμυντικές συμφωνίες με την Γαλλία, η κοινή στάση τους έναντι της ρωσικής εισβολής και των ευρωπαϊκών κυρώσεων, προσδίδει μια νέα διάσταση όσον αφορά τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες που αντανακλούν τις μεγάλες προκλήσεις και την βαθιά ανησυχία που πυροδοτεί η ρωσική επιθετικότητα και η παραβίαση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου, ξυπνώντας τους χειρότερους εφιάλτες για την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο από την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μπορεί αυτά που τους χωρίζουν να είναι περισσότερα από αυτά που τους ενώνουν, ωστόσο στο συγκεκριμένο ζήτημα καταγράφηκε σύγκλιση όσον αφορά, πρώτον, την ξεκάθαρη καταδίκη «δίχως αστερίσκους και υποσημειώσεις» της απρόκλητης εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, δεύτερον, τις αυστηρές κυρώσεις που επέβαλλε η Ε.Ε. (ως «εργαλείο για την ειρήνη και όχι ως εργαλείο για τη συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα», τις προσδιόρισε ο κ. Τσίπρας) και τρίτον, την αναγκαιότητα μέσα στην παρούσα συγκυρία αποσταθεροποίησης και ανακατατάξεων της επιδίωξης διαλόγου της Ελλάδας με την Τουρκία με στόχο την μείωση της έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Μάλιστα το τελευταίο το έθεσε μετ’ επιτάσεως ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο οποίος είπε ότι η πόρτα του διαλόγου πρέπει να παραμείνει ανοιχτή με τον κ. Μητσοτάκη να διαβεβαιώνει ότι ποτέ δεν έκλεισε την πόρτα στον διάλογο με την γείτονα δηλώνοντας ότι είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να συναντηθεί με τον Ερντογάν καθώς «η συγκυρία αυτή ενδεχομένως να δικαιολογούσε μια τέτοια συνάντηση».

Παράλληλα, καταγράφηκαν και οι διαφορές μεταξύ τους με αιχμή: την αποστολή αμυντικού εξοπλισμού στην Ουκρανία, τον ρόλο της Ε.Ε. και την στάση της απέναντι σε ανάλογες πρακτικές υπονόμευσης και παραβίασης των αρχών του Διεθνούς Δικαίου, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση της Κύπρου, την αντιμετώπιση των ενεργειακών επιπτώσεων της ουκρανικής κρίσης κλπ. Όσον αφορά τον αμυντικό εξοπλισμό που έστειλε η Ελλάδα στην Ουκρανία, η θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν ότι η χώρα μας δεν πρέπει να γίνει μέρος της εμπλοκής και της κρίσης, αλλά μέρος της λύσης, θεωρώντας ότι δεν έχει κανέναν λόγο να στέλνει θανατηφόρο εξοπλισμό αλλά να περιοριστεί στην ανθρωπιστική βοήθεια (η θέση του είναι ότι η χώρα μας πρέπει να επιμείνει στην πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που ασκεί τις τελευταίες δεκαετίες και να μην είναι σαν όλες τις άλλες χώρες του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, μάλιστα, επισπεύδουσα, παραμένοντας «στον παραδοσιακό της ρόλο ως γέφυρα ειρήνης και συνεννόησης των χωρών και των λαών της περιοχής» χωρίς να μετατραπεί σε «προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης απέναντι στην Ανατολή».

Αντιθέτως ο πρωθυπουργός τάχθηκε υπέρ της καθαρής θέσης που οφείλει να λάβει η Ελλάδα συντασσόμενη με τους συμμάχους της σηματοδοτώντας μια ξεκάθαρη αντίληψη «για το που ανήκουμε» σε συνδυασμό με την τουρκική παραβατικότητα και αναθεωρητική ρητορική της Άγκυρας για τα νησιά του Αιγαίου και την Συνθήκη της Λωζάνης. Το σκεπτικό του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι «στα πλαίσια μιας σχέσης συμμαχικής θα μπορούμε, ό μη γένοιτο, να διεκδικήσουμε και εμείς μια αντίστοιχη στήριξη σε περίπτωση που κι εμείς ζητήσουμε κάτι ανάλογο», όπως είπε στον Αλέξη Τσίπρα και όσους αντιτάσσονται στην αποστολή οπλισμού στην Ουκρανία, δηλώνοντας ότι «δεν μπορούμε να στεκόμαστε αδιάφορα απέναντι σε

κάθε αυταρχικό ηγέτη που θέλει να ζωγραφίσει μόνος του τα σύνορα», ζήτημα στο οποίο «δεν χωρούν ίσες αποστάσεις». Κάλεσε μάλιστα τον κ. Τσίπρα να αναθεωρήσει την στάση του στο ζήτημα των αμυντικών εξοπλισμών της χώρας μας λέγοντας πως «όταν κάποιοι χτυπούν τα τύμπανα του πολέμου στην Ευρώπη, κάποιοι θα πρέπει να ξανασκεφτούν αν οι φρεγάτες Belharra και τα Rafale έχουν θέση στις Ένοπλες Δυνάμεις μας». Εδώ συναίνεση δεν υπήρξε με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος θεωρεί τεράστιο λάθος και ανευθυνότητα εκ μέρους της κυβέρνησης να επιχειρεί «μέσω της ουκρανικής κρίσης να επιβεβαιώσει τις επιλογές της για υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες και να ζητάει εκ νέου λευκή επιταγή», επαναλαμβάνοντας ότι το κόμμα του θα στηρίζει την «επαρκή άμυνα» και θα κρίνει ad hoc κάθε εξοπλιστικό πρόγραμμα, αλλά ειδικά τώρα, ενόψει της επιδείνωσης των παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων, ξεκαθάρισε ότι «δεν πρόκειται να δεχθούμε να υπάρχει ένα κλίμα αναγκαιότητας μάλιστα υπέρ εξοπλισμών χωρίς διαφάνεια, χωρίς προγραμματισμό, πέρα από αυτό που εμείς ονομάζουμε λογική της επαρκούς άμυνας που έχει ανάγκη η χώρα».

Αποκλίσεις υπήρξαν και όσον αφορά τον ρόλο της Ευρώπης με τον κ. Τσίπρα να εγκαλεί τις Βρυξέλλες για αλα κάρτ επίκληση του Διεθνούς Δικαίου το οποίο παραβιάζεται από την Τουρκία εδώ και δεκαετίες με την εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου, με τις παραβατικές ενέργειές της στο Αιγαίο κλπ. Ενώ έντονη ήταν η διαφωνία για το ενεργειακό με τον κ. Τσίπρα να προτρέπει τον πρωθυπουργό ότι να μην προσπαθεί να κρύψει τις ευθύνες του για τις τρομακτικές αυξήσεις στην ενέργεια που ξεκίνησαν άλλωστε πριν τον πόλεμο, τονίζοντας ότι η Ελλάδα είναι ήδη πρωταθλήτρια στις υψηλές τιμές ενέργειας στην ΕΕ εξαιτίας άστοχων κυβερνητικών επιλογών και με τον πρωθυπουργό να ξεδιπλώνει την «συνεκτική ενεργειακή πολιτική» της κυβέρνηση προσβλέποντας και σε αυτή την περίπτωση σε συμφωνία με τα κόμματα τουλάχιστον στους κεντρικούς άξονες ώστε να γίνει πράξη η πράσινη μετάβαση, να περιοριστεί η εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο με ταυτόχρονη ενίσχυση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας ως προς τη δυνατότητά της να καταστεί πύλη εισόδου σε πρώτη φάση φυσικού αερίου, σε δεύτερη φάση ηλεκτρικής ενέργειας και σε τρίτη φάση ενδεχομένως υδρογόνου για την ευρωπαϊκή ήπειρο, όπως είπε κάνοντας γνωστό ότι στο πλαίσιο των δράσεων για την αντιμετώπιση των ενεργειακών επιπτώσεων η χώρα μας προτίθεται να προχωρήσει με ιδιωτικά κεφάλαια στην κατασκευή και δεύτερου σταθμού υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου, το FSRU, στην Αλεξανδρούπολη.