Οταν το 1989 έπεφτε το Τείχος στο Βερολίνο, ένα πλήθος γερμανών διαδηλωτών είχε μαζευτεί έξω από τα γραφεία της KGB στη Δρέσδη, αξιώνοντας την αποπομπή του σοβιετικού καθεστώτος. Καθώς ο όχλος απειλούσε να εισβάλει στο κτίριο, σε έξαλλη κατάσταση, ο σοβιετικός μυστικός πράκτορας Βλαντίμιρ Πούτιν προσπαθούσε να περισώσει το κύρος των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών. Εκαιγε τα αρχεία και έδινε εντολές που έπαιρνε από τα αφεντικά του στο Ανατολικό Βερολίνο. Επιχειρούσε να επικοινωνήσει με την πατρίδα. Μάταια. Κανείς δεν του απαντούσε. «Η Μόσχα είχε σιγήσει», θα έγραφε πολλά χρόνια αργότερα στην επίσημη βιογραφία του. Ολη του η ζωή, όλη του η κοσμοθεωρία, είχαν μέσα σε λίγες ώρες καταρρεύσει μπροστά στα μάτια του.
Μέχρι και την εποχή που αναρριχήθηκε στην ιεραρχία πάνω στα μετασοβιετικά συντρίμμια και έγινε πρόεδρος της Ρωσίας το 2000, ο Πούτιν είχε έναν ξεκάθαρο στόχο. Να ανακτήσει το χαμένο κύρος που είχε απολέσει η χώρα του και από το τέλμα της πολιτικής απομόνωσης να την επαναφέρει ξανά στο κέντρο των παγκόσμιων υποθέσεων. Για τον ίδιο, η σοβιετική κατάρρευση σηματοδότησε τη «μεγάλη γεωπολιτική καταστροφή του εικοστού αιώνα». Ηταν ένα τραγικό ορόσημο που άφησε μέσα σε μια νύχτα σχεδόν είκοσι πέντε εκατομμύρια Ρώσους εκτός Ρωσίας, περί τα δώδεκα εκατομμύρια στο νέο ουκρανικό κράτος, «μακριά από την ιστορική τους πατρίδα» κατά τα λεγόμενά του.
Ο Πούτιν θα ξανάγραφε Ιστορία. Αποφασισμένος όχι να αποκαταστήσει τη Σοβιετική Ενωση, ούτε καν την τσαρική αυτοκρατορία, αλλά να δημιουργήσει «μια νέα Ρωσία, με τα χαρακτηριστικά και τα ένστικτα και των δύο και τον εαυτό του κυρίαρχο», σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου «Ο νέος Τσάρος», Στίβεν Λι Μάιερς. Αρχικά με την επιρροή του στις ρωσόφωνες επαρχίες της Ουκρανίας Ντονέτσκ και Λουχάνσκ και έπειτα με την απόφασή του να προσαρτήσει βίαια τον Μάρτιο του 2014 τη χερσόνησο της Κριμαίας. «Η κατάκτησή της επιτέλους αποκαθιστούσε ένα μέρος της τιμής της Ρωσίας» ομολογούσε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στους «Times» της εποχής, και διέλυε κάθε αίσθημα μετασοβιετικής ταπείνωσης.
Η σημερινή του κίνηση στην Ουκρανία, όπως σχολιάζει το περιοδικό «Foreign Affairs», «αποτελούσε ανέκαθεν μέρος του σχεδίου του (…) για να κάνει τη Δύση να αντιμετωπίσει τη Ρωσία σαν μια δύναμη που πρέπει να σέβεται και να φοβάται». Είναι θέμα ιδεολογίας; Οχι αποκλειστικά, αλλά αφορά τον ίδιο προσωπικά. Αφορά την κληρονομιά που θέλει να αφήσει, την άποψή του για τη ρωσική Ιστορία, την απεραντοσύνη της γεωγραφίας της χώρας – δεδομένο ύψιστης σημασίας ήδη από την τσαρική και έπειτα σταλινική εποχή -, τη θέση που εν τέλει διεκδικεί σε αυτό το παιχνίδι με έπαθλο το Στέμμα του Θρόνου.
Από την κομμουνάλκα στο Κρεμλίνο
Για την κατανόηση της ψυχοσύνθεσης του Πούτιν, τα κλειδιά πρέπει να αναζητηθούν στα πρώτα χρόνια της ζωής του, τα οποία πέρασε στο Λένινγκραντ. Την πόλη που το 1952, οπότε και γεννήθηκε, στοίχειωνε ακόμη η ανθρωπιστική τραγωδία της ασφυκτικής πολιορκίας των γερμανικών στρατευμάτων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που στοίχισε τη ζωή σε 1,8 εκατομμύρια ανθρώπους. Τελευταίο παιδί μιας εργατικής οικογένειας, με τα δύο αδέλφια του, Βίκτορ και Αλμπερτ, να έχουν πεθάνει σε μικρή ηλικία, ο Πούτιν ανδρώνεται μέσα στην ανέχεια και στις στερήσεις, σε μια κομμουνάλκα (κοινοβιακό διαμέρισμα) μόλις 20 τετραγωνικών μέτρων.
Οπως εξομολογείται στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Σε πρώτο πρόσωπο», από τα παιδικά του χρόνια ως και την πρώιμη εφηβεία ο Πούτιν περνάει την ώρα του άλλοτε κυνηγώντας ποντίκια στο κρύο διαμέρισμα και άλλοτε περιπλανώμενος στους δρόμους της υποβαθμισμένης του γειτονιάς – έρμαιο των κακοποιών και των περιθωριακών στοιχείων. Εκεί «παίρνει ένα γρήγορο και διαρκές μάθημα για τον κόσμο» δίνοντας μάχες με συμμορίες. Οι επιδόσεις του στο σχολείο είναι μέτριες και ο ίδιος εξαιρετικά καβγατζής
– «ένα καθαρματάκι», όπως θα δηλώσει αργότερα.
Η ανάγκη να επιβιώσει στον δρόμο και στους σκληρούς νόμους της ωμής βίας τον οδηγεί στον αθλητισμό και στο σάμπο, μια πολεμική τέχνη που αναπτύχθηκε από τον Σοβιετικό Κόκκινο Στρατό που συνδυάζει το τζούντο, το μποξ και την πάλη. Είναι μια διέξοδος που τον απομακρύνει από την παραβατικότητα και τους πειρασμούς. Τον διδάσκει, κατά δική του ομολογία, πως «αν ένας αγώνας είναι αναπόφευκτος, πρέπει να ρίξεις την πρώτη γροθιά». Του «εσωτερικεύει την πεποίθηση πως το να είσαι αδύναμος σημαίνει ότι είσαι ευάλωτος, το να εμπιστεύεσαι σημαίνει ότι είσαι αδύναμος», όπως γράφει ο Μαρκ Γκαλεότι στην εφημερίδα «The Telegraph».
Τα επόμενα χρόνια θα κάνει τη μεγάλη στροφή. Ωριμάζει, γίνεται ένας σκεπτόμενος και συνετός νέος, αριστεύει στο σχολείο, μαθαίνει γερμανικά, διασκεδάζει σπάνια και ήδη καλοβλέπει την καριέρα του πράκτορα. Μετά τις σπουδές του στη Νομική στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ (LGU), εντάσσεται αμέσως στη σοβιετική υπηρεσία πληροφοριών, την KGB. Αμεση διάδοχος του δικτύου κατασκοπείας του Στάλιν, η μυστική υπηρεσία αντιπροσωπεύει όλη τη βαναυσότητα του απολυταρχικού καθεστώτος, αφού διεισδύει και ελέγχει τα πάντα, καταπνίγει τις εσωτερικές διαφωνίες, εξαναγκάζει τα εκατομμύρια των πολιτών της ΕΣΣΔ σε υποταγή μέσω του φόβου που προκαλεί.
Ο συγγραφέας Μπεν Μακιντάιρ σκιαγραφεί τον Πούτιν εκείνης της εποχής στο βιβλίο του «Ο κατάσκοπος και ο προδότης» ως «έναν άνθρωπο απλό, δίχως ζωντάνια, με πρόσωπο αλεπουδίσιο και μυαλό έμπειρου δικηγόρου, μεθοδικό και λεπτολόγο στη δουλειά που είχε αναλάβει, να διερευνά ασυνήθιστες εξελίξεις, να πατάσσει τη διαφθορά, να εξαλείφει τους κατασκόπους» και πάσης φύσεως εχθρούς.
Αυτό το σύστημα θα του εμφυσήσει αξίες, μεταξύ των οποίων ο πατριωτισμός και το αίσθημα ανωτερότητας της μεγάλης δύναμης. Θα τον μάθει να μην υπακούει στους συνήθεις κανόνες, θα διαποτίσει και θα διαμορφώσει τον πυρήνα της πολιτικής του ύπαρξης, θα επηρεάσει τον τρόπο που κυβερνά από το 2000, οπότε και αναλαμβάνει την εξουσία, γεγονός που ενοχλεί συστηματικά τη Δύση, η οποία θεωρεί ότι αποτελεί γνήσιο τέκνο ενός καθεστώτος που έχει πια ξοφλήσει.
Ο Πούτιν εναλλάσσει την εξουσία με τον πολιτικό του κλώνο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, κυβερνά εν πολλοίς χάρη στη στήριξη της υπηρεσίας πληροφοριών ή ύποπτων επιχειρηματικών κύκλων, καταστέλλει άγρια κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή, φυλακίζει αντιπάλους, καταπατά ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ χρόνο με τον χρόνο διολισθαίνει στον αυταρχισμό. Αναμειγνύεται σε δυτικές εκλογές, εμπλέκεται σε πολεμικές συρράξεις με τις ΗΠΑ σε Αφρική και Μέση Ανατολή, κατηγορείται ότι βρίσκεται πίσω από τη δηλητηρίαση αντιφρονούντων ή ρώσων πρακτόρων που θεωρεί προδότες, με τον κατάλογο να μην έχει τελειωμό.
Αδίστακτος και αμοραλιστής; Παρανοϊκός ή ένας ορθολογιστής πολιτικός που βλέπει ότι η δεδομένη χρονική συγκυρία που η Ευρώπη είναι διχασμένη και οι ΗΠΑ χωρίς συνεκτική εξωτερική πολιτική αποτελεί τη μεγάλη του ευκαιρία για να επιτύχει την παλινόρθωση της ρωσικής κυριαρχίας; Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις κινήσεις του, να πει με βεβαιότητα τι σκέπτεται, ποια είναι τα κίνητρα και οι διαθέσεις του. Η συμπεριφορά του είναι απρόβλεπτη, αρέσκεται να κρατάει τη Δύση σε αγωνία και πάνω από όλα «το πόσο σοβαρά σκέπτεται έναν πόλεμο μεγάλης κλίμακας με την Ουκρανία δεν το γνωρίζουν ούτε τα μέλη του στενού του κύκλου» έχει επισημάνει ο Αντόν Τροϊανόφσκι, επικεφαλής του γραφείου της Μόσχας για τους «New York Times».
Οσα χρόνια βρίσκεται άλλωστε στη δημοσιότητα, ο Πούτιν παραμένει ένα κλειστό βιβλίο, με βλέμμα και πρόσωπο άδειο, το οποίο εντελώς ξαφνικά «με μια αστραπή στα γαλάζια του μάτια, μια σύσπαση, ένα σφίξιμο στα χείλη, δίνουν στον άλλον να καταλάβει την αποφασιστικότητα του θηρίου», όπως γλαφυρά τον περιγράφει ο ουκρανικής καταγωγής συγγραφέας και πρώην διπλωμάτης Βλαντίμιρ Φεντορόφσκι. «Είναι ένας γρίφος τυλιγμένος σε ένα μυστήριο, μέσα σε ένα αίνιγμα» είχε πει ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Ο βρετανός πολιτικός αναφερόταν στη Ρωσία. Μόνο που η φράση ταιριάζει γάντι στον σημερινό της «Τσάρο».