Η πολεμική κρίση στην Ουκρανία αναδιατάσσει όλες τις γεωπολιτικές ισορροπίες της μεταπολεμικής περιόδου, ειδικώς δε την συνθήκη που διαμορφώθηκε μετά και από την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ.
Μαζί με αυτές τις ισορροπίες και ασχέτως της έκβασης του πολέμου, καταρρίπτονται βιαίως μύθοι και συμπαρασύρονται πολιτικές πλάνες, που στην περίπτωση της Ελλάδας απείλησαν ακόμη και την υπόσταση της χώρας, όταν κάποιοι αναζητούσαν στη Ρωσία εναλλακτική λύση, έναντι της «μοχθηρής» Ευρώπης κατά την περίοδο της μνημονιακής περιπέτειας.
Ο εμφατικός τρόπος με τον οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε στη Βουλή την Τρίτη τον προσανατολισμό της χώρας στο νέο περιβάλλον, ήταν επιβεβλημένη επιλογή και καθοριστική για το μέλλον.
Υπό αυτό το πρίσμα, η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να αντιγράψει για μία ακόμη φορά τον Ανδρέα Παπανδρέου και να απαντήσει στο «ανήκουμε στη Δύση» με το «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», μόνο ως φθηνή αντιγραφή και άνευ περιεχομένου πυροτέχνημα μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Με τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ευρώπη, τίποτε πλέον δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο και προδιαγεγραμμένο. Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας, ο νέος ρόλος της Βρετανίας, η συμμαχία με τη Γαλλία, η κατανομή ισχύος στο ΝΑΤΟ και – πρωτίστως – η θέση που θα διεκδικήσει και πιθανώς θα καταλάβει η Τουρκία, διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο υποχρεώσεων για το πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας. Πρωτίστως δε, για τις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες είτε κυβερνούν, είτε εμφανίζονται ως διεκδικήτριες της εξουσίας.
Από την κυβέρνηση διαμηνύεται ότι οι επιλογές για όλους είναι ξεκάθαρες και ότι τα διλήμματα απαιτούν σαφείς απαντήσεις. Η χώρα δεν έχει πλέον πολλές επιλογές συμμαχιών, ούτε περιθώρια αμφιθυμίας και θολούρας. Στο γεωπολιτικό πεδίο η θέση της πρέπει να είναι ξεκάθαρη, στο πολιτικοοικονομικό δεν έχει δυνατότητες για παιχνίδια και μπλόφες. Πόσο μάλλον όταν η δημοσιονομική της κατάσταση παραμένει εύθραυστη και υπό την διαρκή αίρεση της μεταβολής των συνθηκών.
Με αυτά τα δεδομένα, στο Μέγαρο Μαξίμου παγιώνεται μία συναίσθηση για το πολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται. Οι δυνατότητες της χώρας είναι υπαρκτές, οι προοπτικές της καλές, όμως την ίδια στιγμή οι προκλήσεις είναι πιεστικές και οι υποχρεώσεις ξεκάθαρες.
Ο τρόπος με τον οποίο θα τοποθετηθούν όλες οι δυνάμεις έναντι αυτών, θα καθορίσει την πολιτική συζήτηση της προσεχούς περιόδου. Και υπό αυτήν την έννοια, οι επόμενες εκλογές προσλαμβάνουν μία πολύ διαφορετική κρισιμότητα.