Και μόνο από περιέργεια, κάντε μια αναζήτηση στο Google στη φράση «μάχες σε σχολικές επιτροπές». Οι τίτλοι από ρεπορτάζ και βίντεο μοιάζουν κάπως έτσι: «Ξέσπασε φιλονικία στη σχολική συνάντηση για τη συζήτηση σχετικά με τα δικαιώματα των τρανς και της φυλετικής θεωρίας». «Επιχειρήματα στο σχολικό συμβούλιο προκειμένου να συζητηθεί η χρήση μάσκας στο σχολείο», «Χειροπέδες σε μητέρα μετά το σχολικό συμβούλιο», ακόμη και «Οι συγκρούσεις σε σχολικό συμβούλιο του Τέξας οδηγούν σε απειλές θανάτου».
Τι συμβαίνει; Τα αμερικανικά σχολεία έχουν γίνει το νέο μέτωπο του συνεχιζόμενου εμφυλίου πολέμου στις ΗΠΑ, που χωρίζει τους συντηρητικούς και τους προοδευτικούς. Δεδομένου ότι διακυβεύονται οι θεμελιώδεις αξίες που πρέπει κάποιος να μεταλαμπαδεύσει στα παιδιά του, και επομένως τα θεμέλια πάνω στα οποία μπορεί να οικοδομήσει ή να καταστρέψει το μέλλον της χώρας, η μάχη αναζωπυρώνεται διαρκώς, καθώς κανείς δεν αισθάνεται ότι υπάρχουν περιθώρια για συμβιβασμούς. Είναι μια μάχη με δύο καλά οργανωμένα μέτωπα, όπως σχολιάζει η «Washington Post», σε άρθρο στο οποίο περιγράφει τη σύγκρουση μεταξύ συντηρητικών μητέρων, στρατευμένων στην ομάδα «Moms for Liberty» και των φιλελεύθερων, που συσπειρώθηκαν στην ομάδα «Κόκκινο κρασί και μπλε».
Διαφωνούν για τα πάντα: μάσκες, εμβόλια και άλλα μέτρα κατά της Covid. Για φυλετικά θέματα και διακρίσεις, για δικαιώματα φύλου και των ομοφυλοφίλων, για τις αμβλώσεις, για το κίνημα #MeToo, για τα βιβλία που πρέπει να προτείνονται στα παιδιά ή να απαγορευτούν, για την ιστορία της Αμερικής και πώς πρέπει να διδαχθεί, για τις οικονομικές ανισότητες και τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Για τη διδασκαλία και την πρόσβαση στην εκπαίδευση.
Πολύ συχνά οι διαφωνίες αυτές καταλήγουν σε βία, με συχνές παρεμβάσεις της αστυνομίας. Αυτό συμβαίνει επειδή στις ΗΠΑ δεν υπάρχει κεντρική δημόσια εκπαίδευση, με ενιαίο πρόγραμμα για όλους, και επομένως κάθε πολιτεία, δήμος ή περιφέρεια είναι ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει. Τα δημόσια σχολεία χρηματοδοτούνται με τοπικούς φόρους, άρα η ποιότητά τους εξαρτάται από το εισόδημα των γονέων. Τα ιδιωτικά σχολεία είναι απρόσιτα για τους φτωχούς, εκτός από τους λίγους που παίρνουν υποτροφίες.
Σημείο εκκίνησης, για να είμαστε αντικειμενικοί, ήταν η εξέγερση των συντηρητικών Αμερικανών ενάντια σε αυτό που αντιλαμβάνονται ως πολιτιστική κυριαρχία των φιλελεύθερων. Τροφοδοτείται από τον τραμπισμό και τους οργισμένους τόνους με τους οποίους ο πρώην πρόεδρος καταγγέλλει ό,τι «προοδευτικό». Σύμφωνα με το συντηρητικό αφήγημα, η Αριστερά θέλει να επιβάλει την «αστυνομία της σκέψης», υπαγορεύοντας τι είναι αποδεκτό ή όχι στην κοινωνία, ξεκινώντας από την πολιτική ορθότητα.
Μεταφρασμένο στην πράξη, σημαίνει ότι οι συντηρητικοί γονείς επαναστατούν ενάντια στην επιβολή στα σχολεία μέτρων κατά της Covid, όπως μάσκες ή εμβόλια, απορρίπτουν τη διδασκαλία της Θεωρίας της Φυλής, δεν θέλουν να διδάσκονται οι μαθητές για την ύπαρξη ατόμων τα οποία ανήκουν στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, για να μην τους οδηγήσουν σε πειρασμούς. Το φαινόμενο έχει φτάσει σε ακραία αποτελέσματα, όπως η απαγόρευση στο Τενεσί του βιβλίου «Maus» του Αρτ Σπίγκελμαν, επειδή περιγράφει το Ολοκαύτωμα ή δικαστικές εντολές για την απαγόρευση της διδασκαλίας της Θεωρίας της Φυλής. Στη Φλόριντα, ο κυβερνήτης Ρον ΝτεΣάντις υποστηρίζει τον νόμο που ο Τζο Μπάιντεν έχει αποκαλέσει «Μην λες ομοφυλόφιλο», δηλαδή μην αναφέρεται καν η λέξη ομοφυλόφιλος στην τάξη, ώστε να μην μπαίνουν περίεργες ιδέες στα κεφάλια των μαθητών.
Ο ΝτεΣάντις θα ήθελε να επιτρέψει στους γονείς να μηνύσουν οποιονδήποτε κάνει τα παιδιά τους να νιώθουν άβολα, για παράδειγμα υπενθυμίζοντάς τους ότι οι μαύροι μεταφέρθηκαν στην Αμερική αλυσοδεμένοι ως σκλάβοι για να εργαστούν στα χωράφια.
Η «Washington Post» αναφέρει πως κάποιες «μπλε μαμάδες», δηλαδή προοδευτικές, επαναστάτησαν ενάντια στη συντηρητική επίθεση των «Moms for Liberty», κινητοποιώντας με την ομάδα «Red Wine and Blue» προκειμένου να υπερασπιστούν τις μάσκες για την αντιμετώπιση της πανδημίας καθώς και για να προωθήσουν τη χρήση βιβλίων που διδάσκουν έννοιες όπως η διαφορετικότητα και η ανεκτικότητα. Ομως, όλο αυτό, σημειώνει η εφημερίδα, «είναι μόνο η αρχή μιας νέας πρόκλησης, από την οποία εξαρτάται το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας».