«Πιστεύω ότι αυτή είναι η αρχή ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Πιστεύω ότι οι Ρώσοι σταδιακά θα αντιδράσουν μάλλον δυσμενώς και αυτό θα επηρεάσει τις πολιτικές τους. Πιστεύω ότι πρόκειται για τραγικό λάθος. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για κάτι τέτοιο. Κανείς δεν απειλούσε κάποιον άλλο. Αυτή η διεύρυνση θα έκανε τους ιδρυτικούς πατέρες αυτής της χώρας (σ.σ. των ΗΠΑ) να γυρίζουν στους τάφους τους». Η φράση αυτή ανήκει σε έναν άνθρωπο που δεν βρίσκεται πια εν ζωή αλλά σημάδεψε τη μεταπολεμική ιστορία όσο ελάχιστοι. Το όνομά του: Τζορτζ Κέναν. Ο κατά πολλούς κορυφαίος διπλωμάτης που ανέδειξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο άνθρωπος που είχε γράψει το περίφημο «Long Telegram» στις 22 Φεβρουαρίου 1946, εξηγώντας τον τρόπο διαχείρισης της Σοβιετικής Ενωσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θέτοντας τα θεμέλια της στρατηγικής της ανάσχεσης (containment), είχε πει τα παραπάνω λόγια το 1998 στον διάσημο αμερικανό δημοσιογράφο των «New York Times» Τόμας Φρίντμαν. Ηταν, τότε, 94 ετών και η αμερικανική Γερουσία είχε μόλις επικυρώσει την πρώτη από τις διευρύνσεις του ΝΑΤΟ προς ανατολάς (με την ένταξη Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχίας), η οποία επισημοποιήθηκε έναν χρόνο αργότερα, το 1999, στη Σύνοδο Κορυφής της Ουάσιγκτον.
Τίποτα πλέον δεν θα είναι το ίδιο
Ο Φρίντμαν θυμήθηκε τη συνομιλία αυτή σε πρόσφατο άρθρο του, με την οποία αναλύει τον πόλεμο που εξαπέλυσε η Μόσχα εναντίον της Ουκρανίας ξημερώματα της 23ης Φεβρουαρίου – κατά σατανική σύμπτωση σχεδόν ακριβώς 76 χρόνια μετά το περίφημο τηλεγράφημα του Κέναν. Οπως και τότε, την επαύριο του τέλους της ναζιστικής θηριωδίας που αιματοκύλησε την Ευρώπη, η αρχιτεκτονική ασφαλείας της Γηραιάς Ηπείρου αναδεικνύεται σε μείζον γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό διακύβευμα με επιπτώσεις που διαχέονται πολύ πέραν των συνόρων της. Τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο μετά τη ρωσική εισβολή – από Βορρά, Ανατολάς και Νότο – που διέταξε ο Βλαντίμιρ Πούτιν κατά της Ουκρανίας με σκοπό ξεκάθαρο τη μετατροπή της χώρας αυτής σε ουδέτερη ζώνη και την έναρξη ενός νέου κεφαλαίου για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, αλλά όχι μόνο αυτή. Και τούτο διότι πλέον το διακύβευμα έχει ευρύτερες επιπτώσεις που φθάνουν στη ζώνη του Ινδο-Ειρηνικού, από όπου παρακολουθεί, προσεκτικά, τις εξελίξεις ο τρίτος μεγάλος παίκτης: η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ.
Η επανάληψη της Ιστορίας
«Στη διεθνή σκηνή, το 2022 αναμένεται να καταγραφεί ως ένα έτος αποσαφήνισης. Μπορούμε τώρα να αναγνωρίσουμε τη στρατηγική φιλοδοξία της Ρωσίας και της Κίνας: να τερματίσουν την «κατάσταση πραγμάτων» (status quo) που εγκαθιδρύθηκε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου πριν από περίπου 30 χρόνια» έγραψε πρόσφατα ο γνωστός γάλλος αναλυτής Ντομινίκ Μουαζί του Ινστιτούτου Montaigne. Και προσθέτει: «Στη Δύση, εκπλησσόμαστε που η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Δεν θα έπρεπε. Ο Πούτιν και ο Σι έχουν αποφασίσει ότι έφθασε η στιγμή να πέσουν οι μάσκες. Ενώ ισχυρίζονται ότι οι πράξεις τους είναι αμυντικές και όχι επιθετικές, οι Ρώσοι και οι Κινέζοι αναμφίβολα πιστεύουν ότι η Αμερική είναι πολύ αδύναμη και η Ευρώπη πολύ διχασμένη για να αντισταθούν στην επιθυμία τους να ξαναγράψουν την Ιστορία».
Η προτεραιότητα του Πούτιν
Πραγματικά, το 2022 τείνει να αναδειχθεί σε έτος κομβικό. «Η κυβέρνηση Μπάιντεν ήρθε στην εξουσία ελπίζοντας ότι θα στρέψει την προσοχή των Ηνωμένων Πολιτειών προς τον Ινδο-Ειρηνικό. Ο Πούτιν όμως είχε άλλες ιδέες» τονίζει στο «Βήμα» ο Τζέιμς Γκόλντγκιερ, καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων του American University και συγγραφέας του (κατά πολλούς) καλύτερου βιβλίου που έχει γραφεί για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με τίτλο «Not Whether but When: The US Decision to Enlarge NATO». Για τον αμερικανό καθηγητή, «η βασική προτεραιότητα του Πούτιν φαίνεται ότι είναι η αλλαγή καθεστώτος στην Ουκρανία και η τοποθέτηση εκεί μιας κυβέρνησης πιστής σε αυτόν. Φαίνεται ότι θέλει να διασφαλίσει ότι η Ουκρανία δεν θα μπορέσει να επιβιώσει ως ανεξάρτητο έθνος. Η πρόκληση θα είναι η διακυβέρνηση μιας χώρας με πληθυσμό εχθρικό προς αυτόν και τους στόχους του».
Οικονομικός πόλεμος
Τούτο είναι όμως μόνο το πρώτο στάδιο μιας διαφαινόμενης ευρύτερης αναθεώρησης του διεθνούς γεωπολιτικού χάρτη. Οπως αναφέρουν σε πρόσφατη ανάλυσή τους οι Λιάνα Φιξ και Μάικλ Κίματζ στο «Foreign Affairs», «αν η Ρωσία επιτύχει τους πολιτικούς της στόχους στην Ουκρανία με τη χρήση στρατιωτικών μέσων, τότε η Ευρώπη δεν θα είναι πια η ίδια. Οχι μόνο θα τεθούν πια όροι στην αμερικανική πρωτοκαθεδρία στην Ευρώπη, αλλά θα αμφισβητηθεί καίρια το επιχείρημα ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) και το ΝΑΤΟ μπορούν να διασφαλίσουν την ειρήνη στην ήπειρο». Θα πρέπει να αναμένεται επίσης σκληρή οικονομική αντιπαράθεση ή καλύτερα οικονομικός πόλεμος Δύσης – Ρωσίας, στον οποίο προφανώς και η Μόσχα δεν θα καθίσει με σταυρωμένα χέρια απέναντι στις κυρώσεις ΗΠΑ και ΕΕ. Δεν είναι μάλιστα λίγοι όσοι θεωρούν ότι στο – οικονομικό – πλευρό της Ρωσίας θα βρεθεί η Κίνα.
«Ενα εντελώς διαφορετικό ζώο»
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, το βράδυ της Παρασκευής, διαφαινόταν ένα ενδεχόμενο συνομιλιών μεταξύ του Βλαντίμιρ Πούτιν και του Βολοντίμιρ Ζελένσκι (πιθανότατα κάποιων αντιπροσώπων τους) έπειτα από αίτημα του ουκρανού προέδρου εν όψει της πιθανής κατάληψης του Κιέβου από τις ρωσικές δυνάμεις. Δεν υπήρχε όμως καμία σχετική βεβαιότητα, διότι οι ρωσικές δυνάμεις ετοιμάζονταν να καταλάβουν το Κίεβο και οι ουκρανικές δυνάμεις δήλωναν έτοιμες για μια μάχη μέχρις εσχάτων και όχι για παράδοση. Ωστόσο, η επόμενη ημέρα μιας ρωσικής επικράτησης θα είναι σκοτεινή και η περιγραφή του αμερικανού αναλυτή Ρόμπερτ Κέιγκαν πριν από λίγες ημέρες στην «Washington Post» μοιάζει ζοφερή.
Ο Κέιγκαν περιγράφει μια νέα κατάσταση στην οποία η Ρωσία, ελέγχοντας την Ουκρανία, μπορεί πλέον να αναπτύξει τις δυνάμεις της σε ένα μέτωπο εκατοντάδων χιλιομέτρων δίπλα στην Πολωνία και άλλα νατοϊκά κράτη. Επικαλείται δε μια φράση του αμερικανού πρώην υπουργού Εξωτερικών Ντιν Ατσεσον, κομβικής προσωπικότητας της αμερικανικής διπλωματίας μετά το 1945, που συμπυκνώνει τα διλήμματα: «Η Ρωσία χωρίς την Ουκρανία είναι σαν την «Ανω Βόλτα με πυραύλους»». Και ο Κέιγκαν προσθέτει την κρίσιμη διευκρίνιση: «Η Ρωσία με την Ουκρανία είναι ένα εντελώς διαφορετικό στρατηγικό ζώο».
Οι προκλήσεις επί χάρτου
Ο νέος χάρτης που διαμορφώνεται αναδεικνύει τις προκλήσεις. Η Ρωσία ήδη συνορεύει με την Εσθονία και τη Λετονία και ακουμπάει τη Λιθουανία μέσω της Λευκορωσίας και του θύλακα του Καλίνιγκραντ, έδρας του Στόλου της Βαλτικής. Σήμερα, η ρωσική πρόσβαση εκεί γίνεται μέσω Λιθουανίας και Πολωνίας, αλλά ουδείς θα εκπλησσόταν αν η Μόσχα ζητούσε άμεση πρόσβαση. Επιπλέον, η κατάληψη της περιοχής που βρίσκονται η Μαριούπολη και η Οδησσός θα πρόσφερε στη Μόσχα τη «χερσαία γέφυρα» με την Κριμαία και με την Υπερδνειστερία στη Μολδαβία.
Η «υπνοβατούσα» Ευρώπη και το μέλλον του ΝΑΤΟ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιλογή Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία διέλυσε όποια αυταπάτη υπήρχε στην Ευρώπη ότι μπορεί να πορεύεται με μακαριότητα προς την ευτυχία. Στην κρίση του 2014-2015, η σκληρή αλήθεια λέει ότι οι Ευρωπαίοι – και όχι μόνο – «παρέδωσαν» την Κριμαία στη Ρωσία και με τις Συμφωνίες του Μινσκ (ιδιαίτερα τη δεύτερη) ουσιαστικά υποχρέωσαν το Κίεβο να δεχθεί μια σειρά από όρους που από ένα σημείο και μετά καμία ουκρανική κυβέρνηση δεν μπορούσε να αντέξει. Τώρα, έχει πλέον οριστικά φθάσει η ώρα για κομβικές αποφάσεις και τα ημίμετρα δεν θα κρύψουν για πολύ τα προβλήματα «κάτω από το χαλί». Ωστόσο, η Γερμανία παραμένει αμφίθυμη και μόνο η Γαλλία μοιάζει να επιθυμεί μια στρατηγικά αυτόνομη Ευρώπη στον αμυντικό τομέα. Οσο για τους Ανατολικοευρωπαίους, ομνύουν στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, όχι σε μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική και αμυντική πολιτική.
Ο αναλυτής του Carnegie Europe Στέφαν Λεν σημειώνει ότι «σήμερα η ΕΕ αντιμετωπίζει τη στιγμή της αλήθειας. Η εποχή του μερίσματος ειρήνης έχει οριστικά τελειώσει. Η ενίσχυση της αποτροπής μέσω του ΝΑΤΟ και η οικοδόμηση μιας σοβαρής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας εντός της ΕΕ θα απαιτήσει τεράστιους επιπρόσθετους πόρους. Αυτό όμως θα απαιτήσει ένα ποιοτικό άλμα προς περισσότερη ενότητα, αλληλεγγύη και αποφασιστικότητα». Την ίδια στιγμή, όμως, φαίνεται ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια εξακολουθεί να επαφίεται σε μεγάλο βαθμό στην Ουάσιγκτον, καθώς αυτή είναι που παραμένει «Ο Αμερικανός Ειρηνοποιός της Ευρώπης» σύμφωνα με τον τίτλο του ιστορικού δοκιμίου του Γιόζεφ Γιόφε («Europe’s American Pacifier») στο περιοδικό «Foreign Policy».
Δεν αποκλείεται μάλιστα η νέα κατάσταση να βοηθήσει το ΝΑΤΟ να σταθεί στα πόδια του μετά το φιάσκο του Αφγανιστάν. «Η ρωσική επιθετικότητα είναι πάντα η βασική πηγή ενότητας του ΝΑΤΟ και το επόμενο Στρατηγικό Δόγμα θα το αντανακλά αυτό. Αυτά τα γεγονότα συνιστούν υπενθύμιση ότι η Ευρώπη παραμένει βαθιά εξαρτημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της» σημειώνει ο κ. Γκόλντγκιερ. Το νέο Στρατηγικό Δόγμα της Συμμαχίας αναμένεται να αποφασιστεί στη Σύνοδο Κορυφής του προσεχούς Ιουνίου στη Μαδρίτη. Επιπλέον, ορισμένοι δεν αποκλείουν ότι οι ρωσικές κινήσεις θα οδηγήσουν και κράτη όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, που ήδη έχουν προσεγγίσει το ΝΑΤΟ τα τελευταία χρόνια, να εξετάσουν ακόμη και την προοπτική ένταξής τους σε αυτό. Κάτι τέτοιο όμως «θα έχει σοβαρές πολιτικές και στρατιωτικές συνέπειες» προειδοποίησε την Παρασκευή η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα.
Η Κίνα και η ανησυχία για έναν ευρασιατικό εφιάλτη
Οι εξελίξεις στην Ευρώπη συμβαίνουν με την Κίνα να παρακολουθεί με μια ιδιόρρυθμη αμφιθυμία. Τυπικώς, η Κίνα δηλώνει υπέρ της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών, καθώς και του Διεθνούς Δικαίου. Στο δικό της εγγύς εξωτερικό πάντως ακολουθεί μια μάλλον εξαναγκαστική και άκρως διεκδικητική πολιτική, όπως προκύπτει από τις πράξεις της στη Νότια Σινική Θάλασσα και έναντι της Ταϊβάν.
Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών είναι πολύ προσεκτικό στις δηλώσεις του. Ο όρος «εισβολή» δεν χρησιμοποιείται και προτιμάται ό όρος «επιχείρηση» – άλλωστε τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία είναι μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και προσπαθούν να τηρούν τα… νομικά προσχήματα. Η σινορωσική σχέση έχει πολλά θολά σημεία. Είναι προς το παρόν ένας «γάμος συμφέροντος» δύο ανελεύθερων καθεστώτων, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια σύγκλιση Πεκίνου – Μόσχας προκαλεί έναν «ευρασιατικό εφιάλτη» στην Ουάσιγκτον, όπως επισημαίνει ο κάτοχος της Εδρας Χένρι Κίσινγκερ και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins Χαλ Μπραντς. Το ρωσικό παράδειγμα με την εισβολή στην Ουκρανία θα μπορούσε άλλωστε να ανάψει το «πράσινο φως» για μια κινεζική κίνηση κατάληψης της Ταϊβάν, ανοίγοντας διπλό μέτωπο για την Ουάσιγκτον και κάνοντας τη γεωπολιτική εξίσωση ακόμη δυσκολότερη να επιλυθεί.