Ο «κεραυνοβόλος» πόλεμος του Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας, κατά τα πρότυπα κάποιου άλλου πριν από οκτώ δεκαετίες, επανέφερε τους χειρότερους εφιάλτες πάνω από την Ευρώπη και ανέτρεψε τις όποιες βεβαιότητες του καιρού μας, θυμίζοντας σε όλον τον κόσμο πως «ούτε γραμμική εξέλιξη υπάρχει ούτε εγγυημένη ευμάρεια νοείται», παρά μόνο απρόβλεπτες διαδρομές και ανορθόδοξα γεγονότα ορίζουν συνήθως τη ζωή μας.
Γεγονός που επιβάλλει πρόνοιες και μόνο πρόνοιες από τις οργανωμένες κοινωνίες και από τις κρατικές οντότητες που σέβονται τον εαυτό τους.
Χωρίς αμφιβολία, λοιπόν, μετά την εξελισσόμενη επιχείρηση υποταγής και ντε φάκτο προσάρτησης της Ουκρανίας στη Ρωσία, ο κόσμος κατέστη εξαιρετικά εύθραυστος και σίγουρα πιο επικίνδυνος.
Ας μην υποτιμούμε ότι από την ουκρανική κρίση ανεδύθη, πέραν των άλλων, και η πυρηνική απειλή, την οποία χρησιμοποίησε ανερυθρίαστα, χωρίς ενδοιασμούς και επιφυλάξεις, ο ρώσος ηγεμόνας, σε εκείνο το ψυχρό διάγγελμά του, με το οποίο έθεσε σε κίνηση τη ρωσική πολεμική μηχανή.
Κοινώς, οι σταθερές των προηγούμενων δεκαετιών, το απαραβίαστο των συνόρων και η εγκατάλειψη ηγεμονικών πρακτικών, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε το μεταπολεμικό οικοδόμημα ασφάλειας και προόδου, χάθηκαν εν ριπή οφθαλμού.
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η επιστροφή στις σκοτεινές μέρες του Ψυχρού Πολέμου μοιάζει πλέον αναπόφευκτη και η αναδιάταξη δυνάμεων και συμμαχιών είναι, εκ των συνθηκών, επιβεβλημένη.
Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν στη γειτονιά μας αναπτύσσονται αντίστοιχες ιδέες αναθεωρητισμού και προπαρασκευάζονται ανάλογες συμπεριφορές από χώρες και αυταρχικές ηγεσίες.
Κατόπιν αυτών, ειδικά η εξαρτημένη – αμυντικά από τις ΗΠΑ και ενεργειακά από τη Ρωσία – Ευρώπη και κατ’ επέκταση και η Ελλάδα, οφείλουν ανασύνταξη και ανασυγκρότηση.
Και αυτό γιατί, όπως εκ των πραγμάτων απεδείχθη, η παρέμβαση της Γηραιάς Ηπείρου στο ουκρανικό ζήτημα ήταν περιορισμένη, έως ανύπαρκτη, τη στιγμή που δέχθηκε και θα συνεχίσει να δέχεται τις σοβαρότερες συνέπειες από την εξελισσόμενη πολλαπλών διαστάσεων κρίση.
Βάσει των παραπάνω, καθίσταται φανερό ότι η Ευρώπη επιβάλλεται να δράσει και να προσαρμοσθεί τάχιστα. Δεν μπορεί να συνεχίσει ως μια πλαδαρή και βραδέως κινούμενη ένωση απέναντι στις αναδεικνυόμενες νέες απειλές και νέες ανάγκες. Η άμυνα και η ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου δεν μπορεί να επαφίενται στην καλή θέληση των Αμερικανών, ούτε προφανώς στο «νεκρό» ΝΑΤΟ, όπως προσφάτως το είχε χαρακτηρίσει ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν. Επίσης δεν επιτρέπεται να παραμένει πολυδιασπασμένη και ενεργειακά εξαρτημένη από μία πηγή και μόνη.
Η Ελλάδα έχει πολλούς λόγους να προτείνει και να διεκδικήσει με θέρμη την αναγέννηση και ανασύσταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι κρίσεις άλλωστε προσφέρονται για βήματα προόδου και επιτάχυνσης των αλλαγών που βραδυπορούν. Οπως η υγειονομική κρίση προσέφερε τη δυνατότητα πρώτης απόπειρας αμοιβαιοποίησης του χρέους και δανεισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης για λογαριασμό των μελών της προκειμένου να συγκροτηθεί και υποστηριχθεί το Ταμείο Ανάκαμψης, έτσι και η παρούσα συνδυασμένη ενεργειακή και κρίση ασφάλειας προσφέρει ευκαιρία επιτάχυνσης των διαδικασιών εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Επιβάλλεται πλέον η Ευρώπη, υπό το πρίσμα των νέων συνθηκών, να αποκτήσει κοινό προϋπολογισμό, δικό της ισχυρό ενεργειακό ταμείο και δικό της ισχυρό αμυντικό μηχανισμό, ικανό να αποτρέπει και να αντιμετωπίζει απειλές πολέμου.
Ο Πρωθυπουργός έκανε ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Πρότεινε στην τελευταία σύνοδο τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ενεργειακού ταμείου, προικοδοτημένου από τα έσοδα επί των εκπεμπόμενων ρύπων. Θα μπορούσε να διευρύνει την πρωτοβουλία του και να επιμείνει τόσο στην απόκτηση κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού όσο και στη δημιουργία Ευρωστρατού. Η Ελλάδα μόνο να ωφεληθεί έχει από τέτοιες πρωτοβουλίες.