Σε μια πρόσφατη παρέμβασή του (στις 9 Φεβρουαρίου) στο γνωστό βρετανικό περιοδικό «The Economist», ο σουπερστάρ ισραηλινός ιστορικός Γιουβάλ Νόα Χαράρι επεδίωξε να διακρίνει μεταξύ δύο σχολών σχετικά με τη φύση της Ιστορίας και τη φύση της ανθρωπότητας. Η πρώτη από αυτές υποστηρίζει, πάντα κατά τον Χαράρι, ότι ο κόσμος είναι μια ζούγκλα στην οποία ο αδύναμος γίνεται η λεία του ισχυρού και ότι ο μόνος τρόπος άμυνας είναι η στρατιωτική βία. Η δεύτερη σχολή τονίζει ότι ο νόμος της ζούγκλας δεν είναι ένας φυσικός νόμος – οι άνθρωποι τον έφτιαξαν και οι άνθρωποι μπορούν να τον αλλάξουν. Ο πόλεμος δεν είναι μια θεμελιώδης δύναμη της φύσεως. Ο ισραηλινός ιστορικός τάσσεται αναφανδόν υπέρ της δεύτερης άποψης και ξεκαθαρίζει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία, που δεν είχε ξεκινήσει όταν έγραφε το άρθρο του, θα αποτελέσει κομβικό σημείο στην ανθρώπινη ιστορία.
Η ανάλυση του κ. Χαράρι βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Πάσχει ωστόσο στον πυρήνα της από ένα σοβαρότατο μειονέκτημα. Είναι βαθιά αφελής. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ξεκάθαρα καταδικαστέος από την άποψη της παραβίασης κομβικών και θεμελιωδών αρχών του Διεθνούς Δικαίου, δεν είναι ζήτημα Ιστορίας – η οποία ας μη λησμονούμε γράφεται εν τέλει από τους νικητές. Αποτελεί ζήτημα διεθνούς πολιτικής, έναν τομέα στον οποίο αυτό που τελικά κρίνει το αποτέλεσμα είναι η ισχύς, και ακόμα πιο συγκεκριμένα η σκληρή ισχύς (στρατιωτική και οικονομική). Ο κ. Χαράρι θα έπραττε ορθότερα αν κοιτούσε το παράδειγμα της ίδιας της γενέτειράς του για να αντιληφθεί τον τρόπο λειτουργίας της διεθνούς πολιτικής.
Στο μυαλό πολλών αναλυτών επικρατεί μια σύγχυση περί των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στο διεθνές σύστημα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης το 1991. Υπάρχει στο σημείο αυτό μια παρανόηση. Οπως είχε σημειώσει εμφατικά τo 2000 ένας από τους κορυφαίους στοχαστές του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις, ο αείμνηστος Κένεθ Γουόλτζ στο δοκίμιό του με τίτλο «Structural Realism after the Cold War», άλλο πράγμα είναι η αλλαγή του συστήματος και κάτι διαφορετικό η αλλαγή εντός του συστήματος. Το 1991 δεν άλλαξε η φύση του διεθνούς συστήματος επειδή η μία πλευρά του διπολισμού κατέρρευσε – ένα αναλυτικό λάθος στο οποίο υπέπεσε τότε και ο «πολύς» Φράνσις Φουκουγιάμα. Το διεθνές σύστημα εξακολούθησε να διέπεται από αναρχία. Η μεταβολή σημειώθηκε εντός του συστήματος, και ειδικότερα στην «πολικότητά» του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμειναν ως ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος πόλος ισχύος, κάτι που αξιοποίησαν για να τη διευρύνουν περισσότερο. Η δε επέκταση του ΝΑΤΟ υπήρξε, ακριβώς, έκφραση αυτής της παντοδυναμίας.
Η φάση όμως της «μονοπολικότητας» (unilateralism) δεν κράτησε, ιστορικά, πολύ και είναι απορίας άξιον ότι ο κ. Χαράρι μοιάζει αυτό να το αγνοεί. Η αμερικανική Υβρις θάφτηκε στην άμμο της Μεσοποταμίας. Ο ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων έχει επιστρέψει, με την Κίνα στην πρώτη γραμμή και τη Ρωσία να διεκδικεί τον ρόλο που της αναλογεί – ακόμα και διά της στρατιωτικής βίας – και μικρότερες περιφερειακές δυνάμεις να ορέγονται ρόλο ενισχυμένο εντός ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Η δε Ευρώπη, που προφανώς αποτελεί το αγαπημένο παράδειγμα του κ. Χαράρι, αναζητεί μάταια έναν ρόλο έπειτα από χρόνια προστασίας κάτω από την αμερικανική ομπρέλα. Στη ζούγκλα που επιστρέφει όμως – αν ποτέ είχε φύγει -, μπορεί η ομπρέλα αυτή να μην αποδειχθεί επαρκής.