Ηταν το 1859 όταν ο Σαρλ Μποντλέρ, φίλος των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων, έγραφε για μια πλασματική «διαμάχη» ανάμεσα σε έναν ζωγράφο και έναν φωτογράφο όταν είχε αντιληφθεί ότι θα συμπεριλαμβάνονταν και φωτογραφίες στο Salon του Παρισιού, την επίσημη έκθεση ζωγραφικής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Παρισιού. «Θέλω να παρουσιάζω τα πράγματα όπως είναι, ή μάλλον όπως θα ήταν αν υποθέσουμε ότι εγώ δεν υπήρχα» έλεγε ο φωτογράφος. «Θέλω να φωτίζω τα πράγματα με το μυαλό μου και να προβάλλω την αντανάκλασή τους στο μυαλό μας» απαντούσε ο ζωγράφος. Ο ιμπρεσιονισμός και η φωτογραφία του 19ου αιώνα είχαν εξαρχής μια σχέση ανταγωνιστική. Οπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, η χροιά αυτής της σχέσης έκανε καλό στην εξέλιξη και των δύο. Η έκθεση «Α New Art: Photography and Impressionism» στο Μουσείο Barberini στο Πότσνταμ της Γερμανίας έρχεται να διερευνήσει τις ποιότητες αυτής της αμφίδρομης σχέσης. Η αρχή είχε γίνει με την έκθεση «Before Photography: Painting and the Invention of Photography» στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ) της Νέας Υόρκης το 1981,όπου είχε ήδη καταστήσει σαφές ότι η φωτογραφία δεν αναδείχθηκε μέσα από το επιστημονικό πεδίο αλλά μέσα από τη ζωγραφική τοπίου. Ακολούθησαν και άλλες εκθέσεις που πήραν τη σκυτάλη πιο πρόσφατα σε Φρανκφούρτη και Μαδρίτη, αλλά το Μουσείο Barberini, το οποίο άνοιξε το 2017 και έχει στο επίκεντρο της συλλογής του ιμπρεσιονιστικά και μετα-ιμπρεσιονιστικά έργα ζωγραφικής που ανήκουν στον ιδρυτή του, γερμανό επιχειρηματία Χάσο Πλάτνερ, παίρνει το θέμα ζεστά και αναδεικνύει έντονα αυτή την αλληλεπίδραση.
Φωτογραφία vs Ζωγραφικής
«Οι ιμπρεσιονιστές αφιέρωναν τα έργα τους στη φευγαλέα στιγμή. Η ζωγραφική τους ήταν απόλυτα δεσμευμένη στο εδώ και τώρα, και αποτύπωνε μεμονωμένες αντιδράσεις του τοπίου στο φευγαλέο φως και στα καιρικά φαινόμενα. Αυτό τούς έκανε φυσικούς συμμάχους με τους φωτογράφους» σχολιάζει ο διευθυντής του Μουσείου Barberini, Ορτρουντ Βεστχάιντερ. «Από την αρχή η φωτογραφία είχε καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, τις οποίες θέλησε να κατακτήσει μέσα από τη σύνθεση και την προοπτική, τις διαφορετικές τεχνικές και υλικά, καθώς και με το blurring (σ.σ.: τη θολή εικόνα), τη δραματοποίηση της σύνθεσης και το μοντάζ. Παρ’ όλα αυτά, οι θεατές του 19ου αιώνα τη θεωρούσαν ένα υβρίδιο ανάμεσα στην επιστήμη, την τεχνολογία, τη βιομηχανία και την τέχνη. Ζωγράφοι αλλά και επιστήμονες είχαν ασχοληθεί με την εφεύρεση και ανάπτυξη φωτογραφικών διαδικασιών. Αρχικά η φωτογραφία είχε θεωρηθεί ένα μέσο που συνδράμει τη ζωγραφική, όμως πολύ γρήγορα οι πρώτοι φωτογράφοι ανέπτυξαν τη δική τους καλλιτεχνική αυτογνωσία και αναμετρήθηκαν με τους κορυφαίους καλλιτέχνες της εποχής εκείνης. Η ζωγραφική με τη σειρά της έβλεπε ότι υστερούσε στην ακριβή αναπαραγωγή της πραγματικότητας και έπρεπε να αναπτύξει νέες στρατηγικές προκειμένου να διαφοροποιηθεί από τη φωτογραφία» σχολιάζει ο επιμελητής της έκθεσης Ουλριχ Πόλμαν σχετικά με το κόνσεπτ της έκθεσης.
Το Παρίσι, το Φοντενεμπλό και οι αδελφοί Λιμιέρ
Τα κυριότερα μοτίβα στις θεματικές που επέλεγαν οι φωτογράφοι έμοιαζαν πολύ με εκείνα των ζωγράφων. Hταν η θάλασσα και τα κύματά της, όπου για παράδειγμα ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ο φωτογράφος Γκιστάβ Λε Γκρε (1820-1884) απαθανάτιζε μια σειρά από παράκτιες σκηνές σε διαφορετικές ώρες της ημέρας, όπως και οι ιμπρεσιονιστές. Ηταν οι βράχοι της Ετρετά, μιας πόλης της Νορμανδίας η οποία, όταν άρχισε να γίνεται τουριστική η Νότια Γαλλία, έγινε αγαπημένο τοπίο πολλών φωτογράφων αλλά και ζωγράφων όπως ο Κλοντ Μονέ. Ηταν το Παρίσι, η πιο σύγχρονη μητρόπολη του κόσμου εκεί στα μέσα του 19ου αιώνα, με τις γέφυρες και τη νέα, βιομηχανική αρχιτεκτονική να είναι ένα αγαπημένο θέμα φωτογράφων αλλά και ζωγράφων όπως ο Μονέ ή ο Γκιστάβ Καγεμπότ. Hταν το δάσος του Φοντενεμπλό στο οποίο πήγαινε κανείς με το τρένο από το Παρίσι και όπου ήδη από το 1830 είχαν συγκεντρωθεί στο παρακείμενο χωριό Μπαρμπιζόν οι ζωγράφοι τοπίου οι οποίοι συγκρότησαν την ομώνυμη σχολή. Εκεί έσπευδαν και οι φανατικοί της φωτογραφίας για να ανακαλύψουν τις ίδιες εικόνες της φύσης λουσμένες στο καλοκαιρινό φως. Ο Εουζέν Κουβελιέ (1837-1900) φωτογράφιζε στην περιοχή και τον χειμώνα και οι μονοχρωματικές φωτογραφίες του θα γίνονταν σημείο αναφοράς για το έργο του Μονέ και του Αλφρέντ Σισλέ. H φωτογραφία τοπίου η οποία βασίστηκε σε αυτή την αλληλεπίδραση με τη ζωγραφική έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη της φωτογραφίας σε αυτόνομη τέχνη. Από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το διεθνές κίνημα του πικτοριαλισμού, το πρώτο στην ιστορία της φωτογραφίας, ήθελε να την αναβαθμίσει σε έργο τέχνης, όταν μετά τη δημιουργία της φωτογραφικής μηχανής Kodak το 1888 το μέσο είχε αποκτήσει μια «μαζικότητα». Ο Κονστάντ Πουγιό (1857-1933) χρησιμοποιούσε φακούς για να έχει ένα θολό, ιμπρεσιονιστικό εφέ στις φωτογραφίες του. H πρώτη έγχρωμη φωτογραφική διαδικασία (autochrome process) που εφευρέθηκε από τους αδελφούς Λιμιέρ στις αρχές του 20ού αιώνα κατέστησε δυνατή τη λήψη φωτογραφιών μόνο με μία λήψη. Ο κόκκος στη φωτογραφία έδινε ένα εφέ που θύμιζε τον πουαντιγισμό και ο φωτογράφος Αντονάν Περσονάζ (1854-1936), συλλέκτης κιόλας έργων ιμπρεσιονισμού, χρησιμοποίησε αυτή την τεχνική για να φωτογραφίζει ποτάμια ή και αχυρώνες που θυμίζουν τη δουλειά τού, σημείου αναφοράς όπως αποδεικνύεται για τη δουλειά των φωτογράφων, αξεπέραστου Κλοντ Μονέ.
«A New Art: Photography and Impressionism» στο Μουσείο Barberini, ως τις 8/5. Η έκθεση πραγματοποιείται σε συνεργασία με το Von der Heydt-Museum στο Βούπερταλ, το οποίο θα παρουσιάσει την έκθεση από τον Οκτώβριο του ‘22.