Εντείνεται το σαφάρι των καταθετών για τον εντοπισμό επενδύσεων με ικανοποιητικές αποδόσεις, καθώς τα επιτόκια στα παραδοσιακά τραπεζικά προϊόντα βρίσκονται ουσιαστικά εδώ και τουλάχιστον 3 χρόνια σε μηδενικά επίπεδα. Οσοι είχαν συνηθίσει να κερδίζουν ένα ετήσιο εισόδημα μέσω των προθεσμιακών κυρίως καταθέσεων καλούνται σήμερα να αναλάβουν ρίσκο για την αναπλήρωση των χαμένων τόκων.
Πρόσθετη πίεση δημιουργεί και η άνοδος του πληθωρισμού, η οποία μειώνει την αξία του χρήματος. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, όσοι αντιλαμβάνονται αυτόν τον κίνδυνο αναζητούν επίμονα μια διέξοδο. Οπως λένε στελέχη με ειδίκευση στον τομέα του personal banking, δεν είναι λίγοι πλέον οι διατεθειμένοι να ακούσουν εναλλακτικές προτάσεις πελάτες, οι οποίες θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες τους για κέρδη.
«Οσο περνά ο χρόνος, ολοένα και περισσότεροι πείθονται να εγκαταλείψουν το ασφαλές καταφύγιο των τραπεζικών λογαριασμών και να δοκιμάσουν την τύχη τους στις αγορές» τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι.
Μόνο τυχαία δεν είναι η κατακρήμνιση των υπολοίπων στις προθεσμιακές καταθέσεις, που οδεύουν ολοταχώς στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από την εισαγωγή της χώρας στο ευρώ, έχοντας υποχωρήσει από τον Αύγουστο του 2019 κατά 18 δισ. ευρώ (-40%). Το μεγαλύτερο μέρος των εκροών κατέληξε σε λογαριασμούς πρώτης ζήτησης (Ταμιευτήριο, τρεχούμενοι), ωστόσο ένα αξιοσημείωτο ποσοστό τοποθετήθηκε σε εναλλακτικές μορφές επένδυσης.
Οι κυριότερες από αυτές είναι οι εξής:
–Αμοιβαία κεφάλαια: Από το φθινόπωρο του 2019 μέχρι σήμερα καταθέσεις 3,2 δισ. ευρώ έχουν μετατραπεί σε αμοιβαία κεφάλαια. Εχει δημιουργηθεί μια νέα γενιά επενδυτών, πολλοί από τους οποίους απέκτησαν για πρώτη φορά τέτοιου είδους προγράμματα την τελευταία τριετία. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η πλειονότητα των τοποθετήσεων γίνεται σε προϊόντα ελεγχόμενου ρίσκου, όπως τα μεικτά και τα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια.
–Τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα: Είναι μακροπρόθεσμα προγράμματα που συνδυάζουν επένδυση και ασφάλιση και τα οποία διατίθενται από τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες. Στην προκειμένη περίπτωση οι καταβολές είτε γίνονται εφάπαξ ή είναι περιοδικές, ενώ η διάρκεια των προϊόντων συνήθως φθάνει τα 10 έτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, η παραγωγή ασφαλίστρων σε αυτή την κατηγορία έφθασε την τριετία 2019 – 2021 τα 1,3 δισ. ευρώ.
–Ακίνητα: Σημαντικό ποσοστό των καταθέσεων μετατρέπεται και σε ακίνητα, ενώ όσο περνά ο καιρός η ζήτηση αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. Σύμφωνα με τον κ. Θεμιστοκλή Μπάκα, πρόεδρο του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates, οι βασικοί αγοραστές στην κτηματαγορά αυτή τη στιγμή ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες ιδιωτών:
1. Nέοι ηλικίας 25-30 ετών με διαθέσιμα έως 20.000 ευρώ:
Αναζητούν μικρά ακίνητα με στόχο ένα μηνιαίο εισόδημα. Ακόμη και με αυτά τα χρήματα είναι δυνατή σε φθηνές περιοχές η αγορά μιας κατοικίας που διασφαλίζει ενοίκια της τάξης των 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση.
2. Δανειολήπτες έως 44 ετών με διαθέσιμα γύρω στις 60.000 ευρώ: Διαθέτουν την ιδία συμμετοχή που απαιτείται για τη λήψη ενός στεγαστικού δανείου (20%-30% επί της αξίας του ακινήτου). Τα χρήματα μπορεί να προέρχονται από διάφορες πηγές: προσωπικές ή οικογενειακές αποταμιεύσεις ή από την πώληση άλλου περιουσιακού στοιχείου.
«Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι αυτή η κατηγορία σήμερα αποτελεί μεγάλο μέρος του αγοραστικού κοινού λόγω της μη φορολόγησης χρηματικής δωρεάς από τους γονείς, αλλά και των υψηλών ενοικίων» τονίζει ο κ. Μπάκας. Ετσι, αποκτούν ακίνητα για τη στέγασή τους, καταβάλλοντας μία μηνιαία δόση στην τράπεζα, που μπορεί να είναι έως και 30% χαμηλότερη από το μίσθωμα.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο ίδιος, επιλέγονται κυρίως ακίνητα αξίας έως 160.000 ευρώ, από 75 έως 95 τ.μ., ενώ το μέσο δάνειο διαμορφώνεται πέριξ των 95.000 ευρώ.
3. Γονείς με ενήλικα παιδιά – φοιτητές: Δεν είναι λίγοι οι γονείς που μετά την εφαρμογή της αφορολόγητης χρηματικής δωρεάς έως του ποσού των 800.000 ευρώ αναζητούν κατοικίες για να καλύψουν τη στεγαστική ανάγκη των παιδιών τους χωρίς δάνειο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα νέα ζευγάρια ή και όσοι σπουδάζουν σε άλλη πόλη.
Στην τελευταία περίπτωση, οι φοιτητές χρησιμοποιούν το σπίτι μέχρι να πάρουν το πτυχίο τους. Στη συνέχεια μπορούν είτε να το πουλήσουν, καταγράφοντας υπεραξία αν οι τιμές έχουν ενισχυθεί, ή να το εκμεταλλευτούν.
4. Ιδιώτες με διαθέσιμα της τάξης των 100.000-150.000 ευρώ: Κατά τον κ. Μπάκα, το τελευταίο διάστημα έχει ενταθεί η κινητικότητα από ιδιώτες που αναζητούν επενδυτικά ακίνητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αγορά των μικρών καταστημάτων στο κέντρο της Αθήνας και κυρίως περιμετρικά της Ομόνοιας και των οδών Σοφοκλέους και Αθηνάς, που βρίσκονται στο επίκεντρο του αγοραστικού ενδιαφέροντος. Ο λόγος γίνεται για ακίνητα μικρής επιφάνειας, τα οποία αποκτούν οι επενδυτές συνήθως χωρίς χρηματοδότηση, με στόχο την επίτευξη μιας υψηλής απόδοσης μέσω των μισθωμάτων. Ταυτόχρονα, προσδοκούν σε άνοδο των αξιών λόγω των σημαντικών αναπλάσεων που αναμένεται να γίνουν στην ευρύτερη περιοχή τα επόμενα χρόνια.