Την επιστροφή στο μεταρρυθμιστικό παρελθόν του 2019 φέρνει η σταδιακή πτώση του 5ου κύματος, με την ηγεσία του υπουργείου Υγείας να μπαίνει σε μια κανονικότητα. Ετσι, στο προσκήνιο επανέρχεται και πάλι η δέσμευση «θα σπάσουμε αβγά», με δομικές αλλαγές στη δημόσια Υγεία, οι οποίες εν τούτοις θα κριθούν το επόμενο διάστημα και ανάλογα με τις παρεμβάσεις.
Η μετάβαση από το «ΕΣΥ αντέχει» στο… νέο ΕΣΥ δεν φαίνεται να είναι ομαλή. Οι κουρασμένοι υγειονομικοί με το πρόσταγμα «βάλαμε πλάτη» αναζητούν ισχυρή πολιτική βούληση για την ενίσχυση των δημόσιων υγειονομικών δομών με συστηματικό τρόπο – δηλαδή, με μόνιμες προσλήψεις, επαρκή (δημόσια) χρηματοδότηση αλλά και μισθολογική αναγνώριση.
Η ηγεσία του υπουργείου Υγείας, από την άλλη, προωθεί, επιδιώκοντας παράλληλα μια (αμφίβολη) συναίνεση με τον ιατρικό κόσμο, προσεγγίσεις που ξεφεύγουν από τις παραδοσιακές συνταγές και εδράζουν (όπως επιμένει η ηγεσία) στις σύγχρονες ανάγκες και στον ρεαλισμό.
Τι αλλάζει στην Πρωτοβάθμια Υγεία
Ηδη τις επόμενες εβδομάδες αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή το νομοσχέδιο για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, που σημειωτέον βρίσκεται ψηλά στη λίστα των δεσμεύσεων με τους θεσμούς. Στις σελίδες του, οι αλλαγές που προλογίζει είναι πολλές, καθώς μεταξύ άλλων καταργείται το σημερινό μοντέλο των συμβάσεων με τον ΕΟΠΥΥ και συνεπακόλουθα ο τρόπος αποζημίωσης των γιατρών.
Ετσι, πιο συγκεκριμένα, ενώ σήμερα αμείβονται κατ’ επίσκεψη, το σχέδιο προβλέπει την αποζημίωση του θεράποντος ιατρού κατ’ άτομο (capitation) – σύστημα που εφαρμόζεται και στις ασφαλιστικές εταιρείες. Επιπλέον, κατά πληροφορίες, οι οικογενειακοί γιατροί θα είναι υπεύθυνοι για την παραπομπή των πολιτών σε διαγνωστικές εξετάσεις, σε εξιδεικευμένους γιατρούς αλλά και στα νοσοκομεία (gatekeeping) – προτάσεις που είχαν υιοθετηθεί και δρομολογηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, στην πράξη όμως «ακυρώθηκαν» από τις ισχυρές αντιστάσεις.
Οι συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα
Παράλληλα, τα στελέχη στην οδό Αριστοτέλους τρέχουν πλέον με γοργούς ρυθμούς το «project» των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), για τις οποίες γίνεται πολύς λόγος προκαλώντας (σε μια σημαντική μερίδα του ιατρικού κόσμου) έντονη δυσθυμία. Μάλιστα, σε στάδιο ωρίμασης βρίσκονται δύο τέτοια έργα, όπως σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο γενικός γραμματέας Υπηρεσιών Υγείας Γιάννης Κωτσιόπουλος, και αφορούν τη νέα πτέρυγα του Νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς» και το νέο ογκολογικό νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη.
Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με πληροφορίες, σε ό,τι αφορά το νοσοκομείο της λεωφόρου Μεσογείων σκοπός του έργου που επεξεργάζονται στο υπουργείο Υγείας είναι η δημιουργία ενός σύγχρονου κτιρίου (το οποίο θα αντικαταστήσει παρωχημένες εγκαταστάσεις), με πλήρως εξοπλισμένες κλινικές, εργαστήρια και χειρουργικές αίθουσες, Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ).
Το νέο Ογκολογικό στη Θεσσαλονίκη
Αντίστοιχα, στη Θεσσαλονίκη, και πιο συγκεκριμένα στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης – όπως είχε προαναγγείλει από το βήμα της ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης -, θα ανεγερθεί ένα νέο ογκολογικό νοσοκομείο σχεδιασμένο ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σήμερα. Στόχος, δε, είναι μέσω ΣΔΙΤ να βρεθούν οι πόροι για την ανάπτυξη μιας δομής με τελευταίας τεχνολογίας ιατροτεχνολογικό και ξενοδοχειακό εξοπλισμό, που θα παρέχει ολιστική φροντίδα στους ασθενείς – με την παροχή για παράδειγμα οργανωμένης ψυχολογικής υποστήριξης αλλά και με την ίδρυση μονάδας διαχείρισης του πόνου -, ενώ παράλληλα η φιλοδοξία είναι να αποτελέσει ερευνητικό κέντρο και συνεπακόλουθα πόλο ανάπτυξης.
Τα τεχνοκρατικά και γραφειοκρατικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι πολλά, εν τούτοις η κυβέρνηση επενδύει σημαντικά στις συμπράξεις αυτές, καθώς δίδεται η δυνατότητα χρηματοδότησης και υλοποίησης περισσότερων έργων σε μια περίοδο περιορισμένων κρατικών πόρων.
Μέρος ενός συνολικού σχεδίου
Σε κάθε περίπτωση πάντως, συνομιλώντας κανείς με τα στελέχη του υπουργείου διαπιστώνει ότι οι μεταρρυθμίσεις που δρομολογούνται δεν είναι αποσπασματικές αλλά μέρος ενός σπονδυλωτού σχεδίου που «αγκαλιάζει» σχεδόν το σύνολο του πεδίου παροχής υπηρεσιών υγείας. Και διαβεβαιώνουν πως οι ΣΔΙΤ σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνουν τον δημόσιο χαρακτήρα του ΕΣΥ, καθώς οι ιατρικές υπηρεσίες θα συνεχίσουν να παρέχονται από τον δημόσιο τομέα χωρίς συνεπακόλουθα να επιβαρύνονται οι πολίτες.
Αξίζει, δε, να σημειωθεί πως, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται, οι ιδιωτικοί φορείς θα αποπληρώνονται από το κράτος τμηματικά (πληρωμές διαθεσιμότητας), ενώ ύστερα από έναν ορισμένο χρόνο – π.χ. 40 χρόνια – το έργο θα περνά στην περιουσία του Δημοσίου.
Εν τω μεταξύ, επιπλέον παρεμβάσεις, όπως είναι – εκτός από την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας – η αλλαγή στρατηγικής στην ανάπτυξη ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού και η ψηφιοποίηση του ΕΣΥ (η οποία μεταφράζεται, πέρα από τον ηλεκτρονικό φάκελο υγείας, σε νέα ηλεκτρονικά συστήματα ραντεβού, τηλεϊατρικής κ.ο.κ.), αποτελούν εξίσου σημαντικές προκλήσεις.
«Η προίκα του νέου χάρτη στο ΕΣΥ»
«Κοινός παρονομαστής είναι ο νέος υγειονομικός χάρτης, για τη δημιουργία του οποίου απαιτούνται συγκεκριμένες επενδύσεις. Αυτές θα προκύψουν είτε με τη μόχλευση ιδιωτικών πόρων (ΣΔΙΤ) είτε με την αξιοποίηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης ή με συνδυασμό των δύο. Συνεπακόλουθα, οι παρεμβάσεις που θα υλοποιηθούν και οι νέες δομές που θα αναπτυχθούν θα αποτελέσουν την προίκα του νέου χάρτη στο ΕΣΥ» συμπληρώνει ο κ. Κωτσιόπουλος.
Αρση ασυμβιβάστου για γιατρούς και μετατροπή ιδρυμάτων σε ΝΠΙΔ
Η ηγεσία του υπουργείου Υγείας επαναφέρει (εκ νέου) στον δημόσιο διάλογο και άλλες πιο ριζικές προτάσεις, όπως είναι για παράδειγμα η άρση του ασυμβιβάστου για όσους γιατρούς του Δημοσίου επιθυμούν να ασκήσουν και ιδιωτικό επάγγελμα, αλλά και η μετατροπή ορισμένων νοσοκομείων σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ). Για την ιστορία, η συζήτηση αυτή είχε ανοίξει τον Οκτώβριο του 2019, όταν ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ) είχε καταθέσει σχετικές προτάσεις στον τότε υπουργό Υγείας Βασίλη Κικίλια. Ωστόσο, προτού καν τεθεί υπό αξιολόγηση το σύνθετο αυτό κεφάλαιο – που σημειωτέον αποτελεί «κόκκινο πανί» για τους εκπροσώπους των υγειονομικών -, αποσύρθηκε από το τραπέζι, με τη χώρα να εισέρχεται στον πανδημικό κυκεώνα. Εν τούτοις πρόσφατα η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα επισήμανε από το βήμα της Βουλής, επικαλούμενη έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, πως τα νοσοκομεία που λειτουργούν ως ΝΠΙΔ είναι κατά 70% αποδοτικότερα από αυτά του δημόσιου τομέα ως προς την εξοικονόμηση πόρων και την παροχή ποιοτικότερων υπηρεσιών.
Διαχωρισμός νοσοκομείων με συνταγή… κορωνοϊού
Τα στελέχη του υπουργείου Υγείας επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία ότι ένα μεγαλύτερο ΕΣΥ δεν συνεπάγεται, κατά κανόνα, ένα αποδοτικότερο σύστημα. Αντιθέτως, η εμπειρία της πανδημίας – όπως οι ίδιοι λένε – τεκμηρίωσε ότι το μοντέλο με τα νοσοκομεία «αναφοράς» είναι το πλέον αποδοτικό. Πατώντας συνεπώς στη δοκιμασμένη αυτή προσέγγιση, ανασύρεται εκ νέου από το συρτάρι (όπου και κλειδώθηκε τα τελευταία δύο χρόνια λόγω πανδημίας) ένα διαφορετικό οργανωτικό μοντέλο που διαχωρίζει τα νοσηλευτικά ιδρύματα σε νοσοκομεία-«πυλώνες», τα οποία θα παρέχουν πιο εξειδικευμένες ιατρικές υπηρεσίες, και σε νοσοκομεία «ακτίνας». Προϋπόθεση όμως για να αποδειχθεί αποτελεσματική η νέα αυτή προσέγγιση είναι η στενή συνεργασία των δομών.