Η βιολονίστρια μητέρα της κατάλαβε πως η κόρη της είχε μουσικό αφτί προτού καν αυτή περπατήσει. Eτσι, όταν συμπλήρωσε τα τρία χρόνια της, της πήρε δώρο ένα βιολί και άρχισε να της παραδίδει μαθήματα. Η Μιντόρι έκανε την πρώτη της εμφάνιση σε ηλικία έξι ετών στην Οσάκα της Ιαπωνίας, την πόλη όπου είχε γεννηθεί και ζούσε με τους γονείς της. Συνέχισε τις σπουδές της στις ΗΠΑ, όπου μετακόμισε με τη μητέρα της μετά το διαζύγιο των γονιών της, για να γνωρίσει τους πρώτους θριάμβους της, έφηβη ακόμα, δίπλα σε μαέστρους όπως ο Ζούμπιν Μέτα και ο Λέοναρντ Μπερνστάιν. Σαράντα χρόνια μετά, οι θρίαμβοι συνεχίζονται, με την πενηντάχρονη σήμερα καλλιτέχνιδα να απασχολεί τον διεθνή Τύπο, όχι μόνο με την τέχνη της αλλά και με το παιδαγωγικό και ακτιβιστικό έργο της. Eργο το οποίο αφορά κυρίως τη διάδοση της μουσικής σε περιβάλλοντα – χωριά, κοινότητες, κοινωνικές ομάδες – που δεν έχουν πρόσβαση στα ωδεία και στις αίθουσες συναυλιών. Από το 1992, οπότε ίδρυσε τον οργανισμό «Midori and Friends», μέχρι σήμερα η Μidori συνεχίζει τον αγώνα και αφιερώνει μεγάλο μέρος της ενέργειάς της στη μουσική εκπαίδευση ανθρώπων όλων των ηλικιών. Oπως συνεχίζει να ηχογραφεί και να εμφανίζεται στις μεγάλες σκηνές. Συνθέσεις που περιλαμβάνονται στην τελευταία, αφιερωμένη αποκλειστικά στον Μπετόβεν, δισκογραφική δουλειά της φέρνει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών όπου θα εμφανιστεί την Κυριακή 27 Φεβρουαρίου (κoντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε μείζονα, έργο 61, Ρομάντσα αρ. 1 για βιολί και ορχήστρα σε σολ μείζονα, έργο 40, Ρομάντσα αρ. 2 για βιολί και ορχήστρα σε φα μείζονα, έργο 50 και Συμφωνία αρ. 4 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 60). Με αφορμή την πολυαναμενόμενη συναυλία μιλάει αποκλειστικά στο ΒΗΜΑgazino για τον κορυφαίο γερμανό συνθέτη, για την τέχνη της αλλά και για το πάθος της για την εκπαίδευση. Επιβεβαιώνοντας για άλλη μία φορά πως εκτός από σημαντική μουσικός είναι ένας άνθρωπος γεμάτος έγνοια για τους άλλους, κυρίως για τους αδύναμους. Μια γυναίκα που δεν αντιλαμβάνεται την τέχνη ως ένα όχημα που οδηγεί την ίδια στην επιτυχία, αλλά ως έναν κόσμο που γεννάει και μεταλαμπαδεύει την αισιοδοξία και την αγάπη.

Επανεκκίνηση, λοιπόν, επιστροφή στις αίθουσες συναυλιών. Σας στοίχισε, αλήθεια, πολύ η αποµόνωση της πανδηµίας;

«Θα έλεγα πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας έμαθα πολλά και διάφορα. Eνα από τα πιο χρήσιμα είναι πως δεν είμαι τόσο ανεπίδεκτη στα θέματα της τεχνολογίας, όπως π.χ. στη χρήση του Zoom. Εμαθα να κάνω παρουσιάσεις και πολλά άλλα πράγματα στο Διαδίκτυο, καθώς μεταξύ άλλων στο Curtis Institute of Music έπρεπε να διδάξουμε μέσω Zoom και όχι με φυσική παρουσία. Νομίζω πως έμαθα να υιοθετώ την τεχνολογία, αν και δεν νομίζω πως θα αντικαταστήσει την πρόσωπο με πρόσωπο επαφή. Χάρη σε αυτήν μπόρεσα να διατηρήσω την επαφή μου με τους σπουδαστές μου, με τα παιδιά και με τους ηλικιωμένους, να πραγματοποιήσω τα προγράμματα των οργανισμών όπου δραστηριοποιούμαι – είχαμε προγράμματα και για την COVID-19… Μπόρεσα και να αναθέσω ένα κομμάτι, να γίνουν πρόβες και να παρουσιαστεί live, πάντα μέσω Internet. Eμαθα πολλά και πραγματικά χαίρομαι που είχα αυτή την ευκαιρία».

Η απόλυτα θετική αντιµετώπιση µιας δύσκολης κατάστασης…

«Δεν με πείραξε το ότι ήμουν κλεισμένη στο σπίτι και δεν μπορούσα να βγω, γιατί είχα τόσα πολλά να κάνω στο Zoοm που δεν υπήρχε χρόνος για να βγω. Επιπλέον, μπόρεσα να μελετήσω, να ασχοληθώ με τον εαυτό μου – να τον κρατήσω σε φόρμα και να φροντίσω την υγεία μου – οπότε πράγματι δεν περίσσευε χρόνος, ήμουν χαρούμενη που δεν χρειαζόταν να βγω. Μπόρεσα να παραμείνω ασφαλής και υγιής και παραγωγική. Επιπλέον, αισθάνομαι ευγνώμων που ήμουν στο σπίτι μαζί με τη μητέρα μου».

Αναφερθήκατε στο εκπαιδευτικό-ακτιβιστικό έργο σας µε το οποίο ασχολείστε εδώ και χρόνια. Τι σας σπρώχνει στον ακτιβισµό;

«Ξεκίνησα επιθυμώντας να φέρω τη μουσική κοντά σε εκείνους που για διάφορους λόγους δεν είχαν εύκολη πρόσβαση. Aρχισα να εργάζομαι με ηλικιωμένους και με παιδιά. Η αρχή όλων των δραστηριοτήτων μου βρίσκεται, νομίζω, εκεί: Hθελα να μοιράζομαι τη μουσική. Είδα πως ένας καλός τρόπος ήταν να το κάνω μέσα από την εκπαίδευση, και έτσι ίδρυσα το «Midori and Friends» και ξεκίνησα δραστηριότητες στα σχολεία. Αυτό άρχισε να αναπτύσσεται, να εξελίσσεται και να με εμπνέει να προχωρώ περισσότερο. Είναι μια απασχόληση που πραγματικά την απολαμβάνω, όταν βρίσκομαι στα στρατόπεδα των προσφύγων, όταν πηγαίνω ακόμα και σε περιοχές τόσο απομονωμένες που οι κάτοικοί τους μπορεί να βλέπουν κάποιον που δεν προέρχεται από τη χώρα τους για πρώτη φορά στη ζωή τους. Μιλάω για χωριά που δεν έχουν περιληφθεί ακόμα στους χάρτες. Μου αρέσει τόσο πολύ να μοιράζομαι τη μουσική! Oλα ξεκινούν από αυτό το πάθος μου: Η κεντρική ιδέα είναι να παραμείνω συνδεδεμένη με την εκάστοτε κοινότητα, να εμπλακώ στην εκάστοτε κοινότητα, να μπορέσω πραγματικά να συνεισφέρω παραμένοντας χρήσιμη και δραστήρια».

Ξεκινήσατε πολύ νέα. Πότε ακριβώς εκδηλώθηκε αυτό το πάθος;

«Μεγάλωσα παρατηρώντας τα μέλη της οικογένειάς μου. Eβλεπα πως ό,τι και αν έκαναν, πάντα συμμετείχαν στην κοινωνία με πολύ ενεργό τρόπο. Μεγάλωνα περιτριγυρισμένη από αυτή την ενέργεια. Επειτα γνώρισα και επηρεάστηκα από πολύ νωρίς από υπέροχους μουσικούς που μου μίλησαν για την ανάγκη να κάνουμε τη μουσική πιο προσιτή στους ανθρώπους. Είδα καλλιτέχνες όπως ο Λέοναρντ Μπερνστάιν και ο Aϊζακ Στερν, οι οποίοι άνοιξαν δρόμους στους μουσικούς να συμπεριφέρονται ως ενεργοί πολίτες, να γίνονται ακτιβιστές. Ηθελαν να προσφέρουν στην κοινωνία. Πράγματι άνοιξαν δρόμους, ειδικά ο Στερν μίλησε για την ευθύνη τού να είσαι άνθρωπος, λέγοντας πως είναι πιο σημαντική από το να είσαι μουσικός. Θεωρούσε πως τα επαγγέλματά μας μπορούν να παίξουν σημαντικούς ρόλους στην κοινωνία».

Ποιος λοιπόν ο ρόλος της µουσικής στην κοινωνία; Της µουσικής, ας πούµε, του Μπετόβεν; Του αφιερώσατε την πιο πρόσφατη ηχογράφησή σας καθώς και την επικείµενη εµφάνισή σας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Γιατί στον Μπετόβεν;

«Νομίζω πως η ερώτηση που θα μπορούσε να τεθεί είναι «Γιατί ο Μπετόβεν τώρα;», και εγώ θα μπορούσα να απαντήσω και πάλι με ερώτηση: «Γιατί όχι ο Μπετόβεν τώρα;». Γιατί αυτή η μουσική μιλάει σε όλους μας, νομίζω πως είναι κάτι με το οποίο μπορούμε να ταυτιστούμε. Γνωρίζουμε τους αγώνες αυτού του ανθρώπου, γνωρίζουμε τις απογοητεύσεις του, τις επιτυχίες του, τις στιγμές της ευτυχίας του, τα ακούμε όλα αυτά στη μουσική του. Το γεγονός ότι πέρασε δυσκολίες μεγάλες αλλά μπόρεσε να γράψει την πιο απίστευτα όμορφη μουσική, κάτι τόσο έξω από αυτόν τον κόσμο, κάτι υπεράνθρωπο, αν και ήταν άνθρωπος, νομίζω πως αποτελεί την επιβεβαίωση της ανθεκτικότητας των ανθρώπων, την επιβεβαίωση πως υπάρχει κάτι μοναδικό και παντοδύναμο».

Πώς είναι η ζωή σας; Εξασκείστε πολύ; Σε καθηµερινή βάση;

«Εξασκούμαι καθημερινά, ακόμα και τις ημέρες που έχω συναυλία! Αυτό σημαίνει και πως μπορεί το πρωί να μελετώ ένα κομμάτι διαφορετικό από εκείνα που θα παρουσιάσω το βράδυ. Για να είναι τα χέρια μου, το σώμα μου, σε κατάσταση ετοιμότητας, αλλά και για να είμαι ψυχολογικά έτοιμη, χρειάζομαι μερικές ώρες εξάσκησης και συγκέντρωσης, τον δικό μου χρόνο, τον δικό μου χώρο. Είναι μια συνθήκη που την έχω ανάγκη. Εξάλλου, λατρεύω τη μελέτη και την εξάσκηση, γιατί αποτελούν χρόνο διεγερτικό πνευματικά και χρόνο χαλάρωσης την ίδια στιγμή – μια στιγμή που κανένας δεν μπορεί να διακόψει».

Ποια είναι η ρουτίνα σας πριν από µια παράσταση;

«Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη ρουτίνα, είμαι αρκετά ευέλικτη. Μου αρέσει να έχω κάνει καλό ζέσταμα, να νιώθω ξεκούραστη, δεν μου αρέσει να είμαι πεινασμένη, θέλω να είμαι σε μια κατάσταση που να μου επιτρέπει να συγκεντρωθώ. Αυτό δεν είναι δύσκολο για εμένα. Επομένως και την ημέρα μιας εμφάνισης τη ζω όπως οποιαδήποτε άλλη ημέρα. Θα συμβούλευα και τους άλλους να μην κάνουν ιδιαίτερα πράγματα πριν από μία συναυλία, αλλά να συνεχίσουν αυτά που κάνουν συνήθως στην καθημερινή ζωή τους, ώστε όλα να είναι νορμάλ, ήρεμα, γεγονός που θα τους επιτρέψει να παραμείνουν συγκεντρωμένοι στη μουσική και να την απολαύσουν».

Σας αρέσει να ηχογραφείτε; Είναι για εσάς µεγάλη η διαφορά ανάµεσα στην αίθουσα συναυλιών και στο στούντιο ηχογραφήσεων;

«Ποτέ δεν σκέφτηκα να κάνω ηχογραφήσεις για εμπορικούς λόγους. Πάντα τις σκέφτομαι ως μια καταγραφή της καλλιτεχνικής μου εξέλιξης και ωρίμανσης από σημείο σε σημείο. Το CD με τον Μπετόβεν επρόκειτο να είναι η ηχογράφηση μιας live συναυλίας. Λόγω της COVID-19 η συναυλία ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή και είμαστε ευγνώμονες που τελικά μας επιτράπηκε να συνεχίσουμε με την ηχογράφηση. Η συναυλία έγινε έπειτα από ενάμιση χρόνο στη Λουκέρνη με τον δίσκο να έχει ήδη κυκλοφορήσει, και αυτό ήταν υπέροχο. Πάντως, δεν νομίζω πως κάνω κάτι ιδιαίτερο σε μια ηχογράφηση που δεν θα το έκανα σε μία συναυλία».

Ποια από τις ηχογραφήσεις σας είναι η αγαπηµένη σας;

«Δεν έχω αγαπημένη ηχογράφηση. Στην πραγματικότητα δεν ακούω τις παλαιότερες ηχογραφήσεις μου, εκτός αν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο πρέπει να το κάνω».

Τι σηµαίνει για εσάς επιτυχία;

«Το μέτρο της επιτυχίας για εμένα είναι να είναι κανείς χρήσιμος και να υπηρετεί το γενικό καλό, εν προκειμένω μέσω της μουσικής. Αυτός είναι ο στόχος, να παίζω και να μοιράζομαι τη μουσική και μέσα από αυτό να συμμετέχω σε αυτή την κοινωνία, σε αυτόν τον κόσμο, ελπίζοντας πως αυτό που κάνω είναι κάτι που μπορεί να καταστήσει τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος».

Eπειτα από τόσα πολλά χρόνια καριέρας, εξακολουθείτε να απολαµβάνετε αυτό που κάνετε;

«Eχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε που άρχισα την καριέρα μου και η αίσθηση που έχω κάθε φορά που βγαίνω στη σκηνή, όταν κάνω τα πρώτα βήματα, είναι η ίδια αίσθηση που είχα και τότε, δεν έχει αλλάξει. Εκείνο που έχει αλλάξει είναι κατά πάσα πιθανότητα πως σήμερα έχω μεγαλύτερο ενθουσιασμό από όσον είχα παλαιότερα. Το να παίζω αυτά τα όμορφα έργα πολλές φορές, ξανά και ξανά, το να μπορώ να επιστρέφω και να κάνω μουσική με τους συναδέλφους μου, οι συνεργασίες με διαφορετικούς μαέστρους, με διαφορετικούς μουσικούς γίνονται για εμένα όλο και πιο ανταποδοτικές. Eτσι, η διαδικασία της συναυλίας έχει γίνει ακόμα πιο ευχάριστη από όσο ήταν. Πάντα υπήρχε απόλυτος ενθουσιασμός, ένα πολύ ιδιαίτερο συναίσθημα, το οποίο νιώθω πως τώρα είναι πιο έντονο. Δεν πίστευα πως θα μπορούσα να το απολαύσω περισσότερο, και όμως μου συμβαίνει!».

 

ΙΝFO

Festival Strings Lucerne & Midori: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», Κυριακή 27 Φεβρουαρίου.