Ένα σχέδιο νόμου με πλεονεκτήματα αλλά και με αδυναμίες, παρουσίασε τις προηγούμενες ημέρες στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, προτείνοντας αλλαγές στηλειτουργία των ΑΕΙ. Ο νέος νόμος Πλαίσιο για τα ΑΕΙ αποτέλεσε μια από τις προεκλογικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, ωστόσο χρειάστηκαν δυο χρόνια για να παρουσιαστεί μια τελική μορφή του στον πρωθυπουργό, χωρίς καν αυτή να έχει πάρει το «πράσινο φως». Γιατί; Δυστυχώς για άλλη μια φορά οι αρμόδιοι για τις πολιτικές στο χώρο της παιδείας φαίνεται ότι δεν βλέπουν τα πραγματικά προβλήματα των πανεπιστημίων και χάνουν το «τρένο» των αλλαγών, επικεντρώνοντας σε θέματα εξουσίας και αλλαγών στις πρυτανικές εκλογές τους.
Τα σημεία αντιπαράθεσης
Στη νέα πρόταση που παρουσιάστηκε, τα περίφημα Νέα Συμβούλια των ΑΕΙ θα ελέγχονται πλήρως από ένα «διευρυμένο» πρυτανικό συμβούλιο, τα έξι δηλαδή εσωτερικά εκλεγμένα μέλη τους. Αυτά στη συνέχεια θα επιλέγουν άλλα πέντε εξωτερικά μέλη, όλοι μαζί θα διαλέγουν τον πρύτανη μεταξύ των εσωτερικών μελών και το παραπάνω σύνολο δεν θα ελέγχεται από κανέναν! Από την πρόταση αυτή λείπουν τελείως οι ασφαλιστικές δικλίδες που επιβάλλει η δημοκρατία, καθώς η Σύγκλητος των ΑΕΙ (το ανώτατο όργανο ελέγχου και διαχείρισής τους) υποβαθμίζεται σε ένα όργανο που θα ασχολείται μόνο με ακαδημαϊκά θέματα.
Πρόκειται βέβαια για μια στρεβλωμένη μεταφορά του θεσμού των συμβουλίων των αμερικανικών πανεπιστημίων στην ελληνική πραγματικότητα, που δεν αποκλείει τις συναλλαγές των υποψηφίων με το εκλογικό σώμα, κάτι που αποτελούσε ως σήμερα και το κύριο επιχείρημα κατά της άμεσης εκλογής πρύτανη.
Το πιο χαρακτηριστικό δε σημείο που μοιάζει να «δένει» τον κίνδυνο αυτό στο… συμβόλαιο της νέας πρότασης είναι ότι σχεδιάζεται η εφαρμογή του νέου νόμου (εάν τελικά κατατεθεί) να ξεκινήσει ως εξής: στα νυν πρυτανικά συμβούλια των ΑΕΙ θα προταθεί να συμμετάσχουν στα πρώτα Συμβούλιά τους αυτοτελώς και χωρίς να προηγηθούν εκλογές. Αρα με έναν τρόπο θα ανανεώσουν «αναίμακτα» τις θητείες τους (πιθανά με αντάλλαγμα τη συναίνεσή τους στον νέο νόμο, όπως θα σχολίαζε ο καχύποπτος παρατηρητής).
Είναι δε εξαιρετικά αμφίβολο αν τα παραπάνω θα οδηγήσουν σε ωριμότερες επιλογές για το πανεπιστήμιο σε σχέση με την απευθείας εκλογή του πρύτανή τους από τους καθηγητές. Επιπλέον, μάλλον θα έχουμε Συμβούλια δεύτερης διαλογής, αφού τα εξωτερικά μέλη πιθανότατα θα είναι κυρίως «διακοσμητικά».
Επιπλέον, η κυβέρνηση της ΝΔ έχει ήδη νομοθετήσει νόμο που αφορά τις πρυτανικές εκλογές στα ΑΕΙ (το καλοκαίρι του 2020), ο οποίος επανέφερε τα ενιαία ψηφοδέλτια πρυτάνεων-αντιπρυτάνεων και την εκλογή τους μόνο από τα μέλη Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ). Η νέα πρόταση του υπουργείου Παιδείας δε αποτελεί μάλλον μια προέκταση του νόμου Γαβρόγλου των προηγούμενων ετών και των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς οι αντιπρυτάνεις των ΑΕΙ εκλέγονταν τότε από ενιαίο ψηφοδέλτιο και όχι από κοινό, κάτι που όπως είναι φυσικό θα γίνεται και με το νέο σύστημα εκλογής για τα 6 εσωτερικά μέλη των Συμβουλίων τους. Ο αριθμός των οποίων (έξι) θυμίζει, όπως προαναφέρθηκε, «διευρυμένο, αλλά και ανεξέλεγκτο πρυτανικό συμβούλιο (σήμερα με 4 μέλη)».
Τα συν του νόμου
Αν τα παραπάνω είναι τα «πλην», ο νέος νόμος-πλαίσιο που παρουσίασε το υπουργείο Παιδείας έχει πολλά και σημαντικά θετικά σημεία. Ετσι, στα συν του μπορεί κανείς να συμπεριλάβει τα παρακάτω:
l Οι εκλογικές διαδικασίες παραμένουν για την εκλογή διοίκησης των τμημάτων των ΑΕΙ που διατηρούνται ως η βασική ακαδημαϊκή μονάδα και δεν απορροφώνται διοικητικά από τις σχολές.
l Εσωτερικό «Εράσμους»: Εισάγεται νέος θεσμός εσωτερικής κινητικότητας φοιτητών και φοιτητριών μεταξύ ομοειδών τμημάτων της χώρας. Για παράδειγμα, ένας φοιτητής Μαθηματικών θα μπορεί για ένα 6μηνο να παρακολουθήσει μαθήματα στο τμήμα Μαθηματικών διαφορετικού ΑΕΙ από εκείνο στο οποίο μπήκε.
l Οι φοιτητές ή φοιτήτριες όμως πλέον θα μπορούν να σπουδάζουν σε ένα τμήμα αλλά να παίρνουν μαθήματα και από άλλα τμήματα. Αυτό θα το κάνουν παρατείνοντας τις σπουδές τους, ενώ θα μπορούν να παρακολουθήσουν και μαθήματα από όποιο άλλο τμήμα του πανεπιστημίου του θέλουν, οποιασδήποτε επιστημονικής κατεύθυνσης.
l Απελευθερώνονται όλες οι διαδικασίες στα μεταπτυχιακά προγράμματα των ΑΕΙ και αίρονται και οι περιορισμοί φυσικής παρουσίας (μπορούν να γίνονται μαθήματα και εξ αποστάσεως).
l Θεσπίζεται εκτελεστικός διευθυντή των ΑΕΙ που θα λειτουργεί ως μάνατζερ στη διοικητική και οικονομική διαχείρισή τους.
l Αλλάζουν όλα στις εκλογές των διδασκόντων, όπου θα συγκροτηθεί Μητρώο γνωστικών αντικειμένων για το επιστημονικό αντικείμενο κάθε τμήματος που θα έχει 4ετη ισχύ και δυνατότητα να επικαιροποιείται. Παράλληλα θα υπάρχει Μητρώο εσωτερικών και εξωτερικών εκλεκτόρων ανά επιστημονική περιοχή που θα αναρτάται δημόσια για λόγους διαφάνειας. Τα μέλη των εκλεκτορικών σωμάτων θα επιλέγονται με ηλεκτρονική κλήρωση, έτσι ώστε να αποφευχθεί η δυνατότητα «στημένων» επιλογών.
l Επεκτείνεται και αναβαθμίζεται ο θεσμός της πρακτικής άσκησης των φοιτητών σε σύνδεση με τον παραγωγικό ιστό της χώρας και ιδρύεται Μονάδα πρακτικής άσκησης σε όλα τα ΑΕΙ και υπεύθυνους ανά τμήμα. Επίσης για να προστατευθούν οι φοιτητές και φοιτήτριες των ΑΕΙ καθορίζεται το ελάχιστο ύψος αποζημίωσης (του μισθού που θα λαμβάνουν κατά την άσκησή τους στο 80% του ελάχιστου μισθού).
l Ανταποδοτικές υποτροφίες θα δίνονται μέσα στα ΑΕΙ με ακαδημαϊκά κριτήρια, και σε όποια μορφή σπουδών υπάρχουν δίδακτρα (μεταπτυχιακά κ.λπ.)
l Διευκολύνεται η διαδικασία αποδοχών δωρεών από τα ΑΕΙ. Σήμερα υπάρχει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο καθεστώς στα πανεπιστήμια για την αποδοχή οικονομικών δωρεών από ευεργέτες τους, κάτι που κάνει την προσπάθεια τους να τα βοηθήσουν σχεδόν απαγορευτική. Αλλάζουν οι σχετικές διατάξεις και απλοποιούνται οι διαδικασίες.
l Απλοποιείται η διαδικασία αναγνώρισης πτυχίων του Διεπιστημονικού Οργανισμού Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (ΔΟΑΤΑΠ). Οι νέες διατάξεις για τη λειτουργία του Οργανισμού που προβλέπουν αυτόματη ακαδημαϊκή αναγνώριση των πτυχίων από το εξωτερικό (και τα αντίστοιχα αναγνωρισμένα στη χώρα μας ανώτατα ιδρύματά του). Δημιουργείται έτσι Εθνικό Μητρώο που θα περιλαμβάνει τα αναγνωρισμένα ΑΕΙ του εξωτερικού, στο οποίο θα έχουν πρόσβαση όλα τα πανεπιστήμια της χώρας. Ετσι, όποιος απόφοιτος ζητήσει να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ελλάδα σε μεταπτυχιακό ή διδακτορικό επίπεδο, θα ελέγχεται άμεσα και δεν θα χρειάζεται η μεσολάβηση του ΔΟΑΤΑΠ. Φυσικά εάν το πανεπιστήμιο του εξωτερικού από το οποίο τυχόν αποφοίτησε ένας νέος δεν έχει αναγνωριστεί, θα ακολουθείται όλη η διαδικασία αναγνώρισης που ισχύει και σήμερα.
Οι αντιδράσεις και οι προϋποθέσεις συναίνεσης
Οι προτάσεις του νέου νόμου προκάλεσαν συζητήσεις που ανέβασαν το «θερμόμετρο» τις προηγούμενες ημέρες στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας. Πρυτάνεις που συζητούν να μπουν στα νέα Συμβούλια και άλλοι που διαφωνούν ριζικά με τις προτάσεις που κατατέθηκαν στον Πρωθυπουργό ήδη έρχονται σε αντίθεση, συνθέτοντας έναν νέο διχασμό που θυμίζει τις «ημέρες του 2011». Την περίοδο εκείνη, η ίδια προσπάθεια δημιουργίας πανίσχυρων Συμβουλίων και διορισμένων πρυτάνεων τελείωσε με την υποχώρηση σε συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου, οι οποίες και τελικά οδήγησαν στη συναίνεση του 4009/2011.
Ο τομέας παιδείας του ΚΙΝΑΛ στην ερώτηση του «Βήματος» επισημαίνει έξι σημεία πάνω στα οποία θα μπορούσε να υπάρξει μια ενδεχόμενη συναίνεση σε έναν νέο νόμο-πλαίσιο για τα ΑΕΙ. Οπως αναφέρουν οι εκπρόσωποί του:
l Οποιαδήποτε πρόταση για εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχες μεταρρυθμιστικές προτάσεις και για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, γιατί διαφορετικά οι προτεινόμενες αλλαγές δεν πρόκειται να αποδώσουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι μέχρι τώρα αλλαγές που έχουν γίνει από την κυβέρνηση της ΝΔ είναι τμηματικές, δεν διατυπώνεται κάποιο ενιαίο σχέδιο. Απαιτείται οργανωμένος διάλογος με την επαναλειτουργία του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ).
l Το κεντρικό ζήτημα είναι η ανάγκη στρατηγικού σχεδίου που οφείλει να έχει το κράτος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την ένταξη κάθε ιδρύματος με συγκεκριμένους στόχους και μέτρα. Για το εθνικό επίπεδο είναι υπεύθυνο το υπουργείο με βάση τις εισηγήσεις της Εθνικής Αρχής για την ανώτατη εκπαίδευση (ΕΘΑΕΕ), αλλά σε περιφερειακό επίπεδο πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες της Περιφέρειας που εδρεύει το ίδρυμα για τον καθορισμό των στόχων του και τη χάραξη της στρατηγικής του.
l Η ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ απαιτεί ένα λιτό θεσμικό πλαίσιο ώστε να σταματήσει η συνεχής παρέμβαση του υπουργείου για ακαδημαϊκά ζητήματα.
l Η αναγκαία αναδιάρθρωση του χάρτη των ΑΕΙ πρέπει να λάβει υπόψη της και τις υποδομές που υπάρχουν και κόστισαν πολλά στον έλληνα φορολογούμενο και πρέπει να επαναχρησιμοποιηθούν. Οι υποδομές που απελευθερώνονται από πανεπιστημιακά τμήματα να καλύψουν κατ’ αρχάς τις ανάγκες της τεχνικο-επαγγελματικής εκπαίδευσης.
l Το ζήτημα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ένα σοβαρό ζήτημα που συνδέεται με την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αλλά κυρίως αφορά την επιλογή των φοιτητών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι απαραίτητο το Εθνικό Απολυτήριο ως προαπαιτούμενο για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Συγχρόνως χρειάζονται προγράμματα συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού εξατομικευμένα στα Λύκεια.
l Δυνατότητα κινητικότητας των φοιτητών και φοιτητριών ανάμεσα στα τμήματα με κριτήρια που καθορίζουν τα τμήματα. Αυτό επιτρέπει στους νέους να αλλάξουν κατεύθυνση, να ολοκληρώσουν πιο σύντομα τις σπουδές τους και να είναι ευτυχισμένοι.
Τι λένε οι πανεπιστημιακοί
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη εκφράσει στο παρελθόν τη θέση του καταργώντας τελείως τα Συμβούλια των ΑΕΙ επί των κυβερνήσεών του.
«Η μηχανιστική μεταφορά μοντέλων συστημάτων διοίκησης από πανεπιστήμια του εξωτερικού στα ελληνικά πανεπιστήμια χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η έλλειψη αντίστοιχης κουλτούρας πολλές φορές οδηγεί σε αποτυχίες» λέει σχετικά ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Πάτρας κ. Χρ. Μπούρας. «Χωρίς συναινέσεις, έντιμους συμβιβασμούς και δεσμεύσεις για συνέχεια με αποτίμηση και αξιολόγηση του όποιου μοντέλου θα οδηγηθούμε σε άγονες αντιπαραθέσεις. Η πρότασή μου είναι σαφείς αρμοδιότητες χωρίς επικαλύψεις μεταξύ των διαφόρων οργάνων και αξιολόγηση όλων. Αλλά από μόνη της η αλλαγή του συστήματος διοίκησης, με διάσπαρτα πανεπιστημιακά τμήματα σε πόλεις χωρίς ανθρώπινες και υλικές υποδομές, με φοιτητικές εστίες που προσβάλλουν τον πολιτικό πολιτισμό μας, με μεγάλους αριθμούς εισακτέων και χωρίς κριτήρια εισαγωγής και διάρκειας σπουδών και καμία σύνδεση με την κοινωνία και την παραγωγική διαδικασία είναι από μόνη της συνταγή αποτυχίας. Η χώρα, η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα πρέπει να απαντήσει τι ακριβώς θέλει από τα πανεπιστήμια και τι μπορεί να τους προσφέρει και να τους επιτρέψει να κάνουν, έτσι ώστε να είναι χώροι ποιοτικής εκπαίδευσης, παιδείας, πολιτισμού, έρευνας, εξωστρέφειας και ανάπτυξης. Μόνο τότε θα έχει νόημα η συζήτηση που ανοίγει και ανάλογα με την απάντηση μπορεί να μιλάμε για καταστροφές ή θριάμβους» καταλήγει.
Ο ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Παναγιώτης Πετράκης καταθέτει τη δική του πρόταση και αναφέρει ότι «η διοίκηση των ΑΕΙ μέχρι σήμερα και με τον υπάρχοντα νόμο και δεδομένου των απίστευτων συνθηκών που ζούμε δεν τα έχει πάει άσχημα, παρ’ όλο που είχαμε (πάντοτε) πολύ περισσότερες προσδοκίες και απαιτήσεις. Η σωστότερη λύση θα ήταν, υπό τις παρούσες συνθήκες, να βελτιωθεί το σύστημα εκλογής των πρυτάνεων (με όποιες βελτιώσεις, όπως π.χ. στο θέμα της διοίκησης των οικονομικών) και η Βουλή των Ελλήνων, όπως ακριβώς κάνει με τις Ανεξάρτητες Αρχές, να διορίζει ένα Εποπτικό Συμβούλιο που θα ελέγχει τα πεπραγμένα των πρυτανικών αρχών σε κάθε ΑΕΙ, θα λογοδοτεί στην κοινωνία και θα προτείνει βελτιώσεις. Δηλαδή το Εποπτικό Συμβούλιο θα έχει ελεγκτικό και εισηγητικό χαρακτήρα. Ετσι, δεν θα υπάρξει πολυδιάσπαση του συστήματος αποφάσεων στα ΑΕΙ, ούτε και απώλεια του αυτοδιοίκητού τους αλλά και έλεγχος των πεπραγμένων. Συγχρόνως τα ΑΕΙ θα διορθώνουν και θα επαναπροσανατολίζουν όταν χρειάζεται τις κοινωνικά χρήσιμες δραστηριότητές τους».
Η καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην πρόεδρος του ΙΚΥ Εφη Μπάσδρα επισημαίνει ότι «ίσως κάποτε θα πρέπει να μετρήσουμε το αριθμό των νόμων που έχουν έρθει και έχουν αναιρεθεί από τους επόμενους υπουργούς, την τελευταία δεκαετία για να κατανοήσουμε πλήρως το ατελέσφορο της υπόθεσης. Η δεκαετής κρίση σε συνδυασμό με την πανδημία άφησαν βαθύ αποτύπωμα στα πανεπιστήμιά μας. Κορωνίδα της συζήτησης του νέου νόμου θα αποτελέσει απ’ ό,τι φαίνεται η υπερβάλλουσα ισχύ των νέων συμβουλίων διοίκησης και η υποβάθμιση των πρυτανικών αρχών».
«Δυστυχώς, παρά τις καλές προθέσεις, ανεξέλεγκτες διοικήσεις που λειτουργούν χωρίς θεσμικά αντίβαρα και μηχανισμούς ελέγχου και εξισορρόπησης συνήθως παρεκτρέπονται της λειτουργίας τους. Κάθε νόμος για τα πανεπιστήμια θα πρέπει να έχει κεντρική αναφορά σε αυτούς για τους οποίους δημιουργήθηκαν τα πανεπιστήμια: τους φοιτητές μας. Την εκπαίδευσή τους, την προαγωγή της γνώσης τους, την έρευνα και την πρωτοπορία των νέων ανθρώπων. Θέματα διοίκησης που λύθηκαν μόλις έναν χρόνο πριν από νόμο που έφερε η ίδια ηγεσία του υπουργείου αναιρούνται αφαιρώντας από την αξιοπιστία των προθέσεων» καταλήγει.