Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συζήτησης στη Βουλή σχετικά με την πρόταση δυσπιστίας, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ εμφανίστηκε ως θεματοφύλακας της μνήμης του Δημοκρατικού Στρατού, χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, μια προσβλητική παραφθορά του ονόματος του καθηγητή Σεργκέι Ραντσένκο. Ο Ραντσένκο, κατά το προηγούμενο διάστημα, είχε δημοσιεύσει μέσω Τwitter μερικά ντοκουμέντα από τα αρχεία της Ρωσίας, τα οποία αναφέρονταν στο ΚΚΕ και στις σχέσεις του με την ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Οι σχετικές αναφορές του Δημήτρη Κουτσούμπα θα πρέπει να ιδωθούν στο πλαίσιο μια πολύ παλιάς σχέσης των κομμουνιστικών κομμάτων με την ιστορία. Η ιστορία υπήρξε πάντοτε για τα κομμουνιστικά κόμματα μια πηγή εξαγωγής συμπερασμάτων και ταυτόχρονα μια υπόθεση του παρόντος, που έπρεπε να συμβαδίζει με τις ανάγκες της τρέχουσας συγκυρίας και τακτικής. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στα κείμενα του ΚΚΕ περί ιστορίας που εκδόθηκαν μετά την «αποσταλινοποίηση» και την καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη το 1956 για να δει πώς περιθωριοποιήθηκε η μνήμη του Δημοκρατικού Στρατού. Η μνήμη αυτή, που στο επίπεδο του κομματικού λόγου καλύφθηκε πλήρως από τις αναφορές στην Αντίσταση, επρόκειτο να ανακάμψει κατά τη δεκαετία του 1990. Στο εξής, δεν ήταν μόνο η νέα πολιτική κατεύθυνση που ακολούθησε το ΚΚΕ μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ που οδηγούσε σε μια νέα ανάγνωση της δεκαετίας του 1940. Ηταν και η οπωσδήποτε θεμιτή επιλογή του να ενισχύσει τους δεσμούς αίματος που το ένωναν με ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας, σε μια ιστορική συγκυρία που ορισμένα από τα σημαντικότερα κομμουνιστικά κόμματα αφανίζονταν από τους πολιτικούς χάρτες των χωρών τους.
Με αυτή την έννοια, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει η ένταση με την οποία το ΚΚΕ αναφέρεται στα γεγονότα του παρελθόντος. Αυτό που θα πρέπει να εκπλήσσει είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ραντσένκο αντέδρασε μέσω του Τwitter. Ο καθηγητής, αφού συμβούλευσε τον Κουτσούμπα να διαβάζει περισσότερα αρχειακά ντοκουμέντα, επανήλθε δηλώνοντας ότι «φυσικά» είναι αντικομμουνιστής. Ως αντικομμουνιστής, ο Ραντσένκο επιτρέπει στον εαυτό του να γεμίζει τα κοινωνικά δίκτυα με ντοκουμέντα, χωρίς να ενδιαφέρεται αν αυτά λένε πραγματικά κάτι νέο, χωρίς να τα σχολιάζει και χωρίς να επιχειρεί να τα εντάξει σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Αυτή θα ήταν σε πολύ αδρές γραμμές η δουλειά του ιστορικού, την οποία, ωστόσο, δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει κάποιος που αναφέρεται στο παρελθόν για να εξυπηρετήσει επιδιώξεις του παρόντος.
Ενας κίνδυνος που ανακύπτει από τη δημόσια αντιπαράθεση Ραντσένκο – ΚΚΕ, έτσι όπως αυτή αναπαράχθηκε από μερίδα του Τύπου, είναι ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος να θεωρηθεί ως μια σύγκρουση που υποκινήθηκε από ξένες δυνάμεις. Αν και το διεθνές περιβάλλον καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την τακτική και του ΚΚΕ και των αντιπάλων του, οι αιτίες και η δυναμική του Εμφυλίου θα πρέπει να εξετάζονται επίσης σε σχέση με την κοινωνία εντός της οποίας ξέσπασε αυτός ο πόλεμος.
Για τα αγεφύρωτα χάσματα που είχαν δημιουργηθεί στην ελληνική κοινωνία δεν λένε σχεδόν τίποτα τα ντοκουμέντα που δημοσίευσε ο Ραντσένκο στο Τwitter. Αν ο ίδιος ακολουθούσε με συνέπεια τη συμβουλή που έδωσε στον Κουτσούμπα και διάβαζε ένα μικρό μόνο μέρος των αμερικανικών αρχείων για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, θα έβρισκε ένα πλήθος περιγραφών των αντιθέσεων που δίχαζαν την ελληνική κοινωνία μετά το τέλος του πολέμου. Ιδιαίτερα το αμερικανικό Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών συνέτασσε συχνά αναφορές που περιέγραφαν το φαινόμενο της λευκής τρομοκρατίας, το οποίο λειτούργησε καταλυτικά στην απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ να καταφύγει στα όπλα, ενώ από τα εκατοντάδες έγγραφα του στρατιωτικού τμήματος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα προκύπτουν σημαντικά στοιχεία τόσο για τη δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού όσο και για τα ερείσματά του στις τοπικές κοινωνίες.
Μια άλλη σημαντική αρχειακή πηγή για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, η οποία έχει αρχίσει να αξιοποιείται κατά τα τελευταία χρόνια, είναι τα τοπικά Γενικά Αρχεία του Κράτους, στα οποία φιλοξενούνται ποικίλα ντοκουμέντα, από δικαστικά αρχεία και έγγραφα των τοπικών αυτοδιοικήσεων μέχρι αρχεία σχολικών μονάδων και σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Η μοναδικότητα αυτών των αρχείων έγκειται στο γεγονός ότι αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό τις εμπειρίες και τα κίνητρα όλων των ομάδων του πληθυσμού, έτσι ώστε ο ιστορικός να μπορεί να ανασυνθέσει αποσιωπημένες μέχρι πρόσφατα πλευρές του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, οι οποίες συχνά διαπλέκονται με τις ιδιαίτερες αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική επαρχία ήδη από την προπολεμική περίοδο.
Στον ελληνικό Εμφύλιο δεν συγκρούστηκαν απλώς τα δύο στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου. Συγκρούστηκαν οι φτωχοί με τους πλούσιους, οι φτωχοί με τους λιγότερο φτωχούς, οι σλαβόφωνοι με τους πρόσφυγες, οι αριστεροί με τους δεξιούς, οι δυνάμεις της Αντίστασης με τις δυνάμεις του δοσιλογισμού, ακόμη και οι γυναίκες με τους άνδρες ή οι νέοι με τους ηλικιωμένους. Οι όροι των συγκρούσεων αυτών ήταν συχνά υλικοί, αλλά ήταν επίσης εθνοτικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί και ηθικοί.
Η ιστορική έρευνα, αν και γίνεται από άνδρες και γυναίκες που αναπόφευκτα έχουν ο καθένας και η καθεμία μια διαφορετική ιδεολογική συγκρότηση, δεν μπορεί να διεξάγεται υπό το βάρος πολιτικών ποδηγέτησης της συλλογικής μνήμης. Οι ιστορικοί (και οι πολιτικοί επιστήμονες) δεν μπορούν να ερμηνεύουν τα ντοκουμέντα κατά το δοκούν και να προτιμούν να προπαγανδίζουν, αντί να ενθαρρύνουν το κοινό της ιστορίας να σκεφτεί κριτικά γύρω από το παρελθόν, δίνοντάς του την όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα. Και η πληρέστερη εικόνα δεν είναι φυσικά τα τιτιβίσματα στο Τwitter, ακόμη κι αν αυτά συνοδεύονται από μη υπομνηματισμένα αρχειακά ντοκουμέντα.
Η κυρία Αναστασία Κούκουνα είναι ιστορικός, διδάκτορας του Πανεπιστημίου Λωζάννης («Ελεύθερη Ελλάδα, 1947-1949: Ενα κομμουνιστικό κράτος στην ελληνική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου;», 2021).