Η ερώτηση ακούστηκε στη Βουλή των Ελλήνων, στην πρόσφατη συζήτηση για τα εξοπλιστικά, με ένταση μεγάλη και ύφος δραματικό.
Αντιγράφω σεμνά από τη «Θουκυδίδη Ιστορία» (εκδόσεις Πόλις, σε υπέροχη μετάφραση του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου).
Είπε ο Περικλής του Ξανθίππου, μπροστά στους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου:
«…Ωστόσο εγώ τα πολεμικά κατορθώματα με τα οποία αποκτήθηκε τούτο κι εκείνο, ή εάν κάποτε οι ίδιοι ή οι πατέρες μας αντιμετωπίσαμε ψυχωμένα ένα βάρβαρο ή Ελληνα επιδρομέα, αυτά, επειδή δεν θέλω να μακρηγορώ σε ανθρώπους που τα γνωρίζουν, θα τα αφήσω. Ομως με ποιες αρχές ως βάση τα κατακτήσαμε και με ποιους πολιτικούς θεσμούς και δημόσιο βίο, με ποια ιδιοσυγκρασία φθάσαμε σε αυτή την ακμή, αυτά θα εκθέσω πρώτα, και ύστερα θα προχωρήσω στον έπαινο τούτων των νεκρών…
Εχουμε πολίτευμα που δεν χρειάζεται να αντιγράφει τους θεσμούς των άλλων. Και ονομάζουμε το πολίτευμα αυτό, επειδή δεν αποβλέπει στο συμφέρον των λίγων αλλά των πολλών, δημοκρατία. Σχετικά με τις ιδιωτικές διαφορές, οι νόμοι τις αντιμετωπίζουν όλες με βάση την ισότητα, σχετικά πάλι με την προσωπική ανάδειξη στα δημόσια αξιώματα, καθένας προτιμάται ανάλογα με την εκτίμηση που έχει με βάση όχι την κοινωνική τάξη, αλλά την αξία του. Ούτε πάλι η φτώχεια, με την ασημότητα που τη συνοδεύει έχει αποτελέσει εμπόδιο για κάποιον ο οποίος μπορεί να πράξει κάτι καλό για την πόλη… ως ελεύθεροι άνθρωποι συμπεριφερόμαστε στη δημόσια ζωή και στις μεταξύ μας καθημερινές σχέσεις χωρίς καχυποψία.
Διαφέρουμε όμως από τους αντιπάλους μας και στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα πολεμικά γεγονότα. Την πόλη μας την κρατάμε ανοιχτή σε όλους και ποτέ δεν εμποδίζουμε κανένα ξένο, διώχνοντάς τον, να μάθει ή να δει κάτι που, εάν δεν έμενε κρυφό, θα μπορούσε ίσως κάποιος εχθρός, ο οποίος θα το έβλεπε, να ωφεληθεί. Διότι εμείς στηρίζουμε την εμπιστοσύνη μας όχι τόσο στις ετοιμασίες και τα απατηλά τεχνάσματα, όσο στο δικό μας θάρρος την ώρα της δράσης… Αναλαμβάνουμε κινδύνους… με γενναιότητα που δεν μας την επιβάλλουν οι νόμοι, αλλά απορρέει από τον τρόπο της ζωής μας…
Αγαπάμε την ομορφιά παραμένοντας απλοί. Αγαπάμε τη θεωρητική σκέψη χωρίς αυτό να μας αποχαυνώνει. Είμαστε σε θέση οι ίδιοι να φροντίζουμε για τα δικά μας πράγματα και για τα πολιτικά, και παρά τις διάφορες ασχολίες που καθένας μας έχει, δεν είμαστε ανεπαρκώς κατατοπισμένοι στα πολιτικά. Διότι είμαστε οι μόνοι που όποιον δεν συμμετέχει καθόλου σε αυτά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο πολίτη, αλλά άχρηστο…
Την πιο μεγάλη δύναμη ψυχής θα ήταν σωστό να κριθεί ότι την έχουν όσοι γνωρίζουν ολοκάθαρα ποια είναι τα φοβερά και ποια τα ευχάριστα και εντούτοις δεν υποχωρούν εξαιτίας αυτού μπροστά στους κινδύνους…».
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.