Στην Ελβετία, εδώ και δεκαετίες, απαγορεύεται διά… ροπάλου και με την απειλή βαρύτατων ποινών η δημοσιοποίηση στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν τις τράπεζες – οι οποίες και αποτελούν τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας. Αρχικά, οι σχετικές διατάξεις αφορούσαν μόνο στελέχη του κλάδου – σχετικά πρόσφατα, όμως, διευρύνθηκαν ώστε να καλύπτουν και άλλους, ανάμεσά τους και δημοσιογράφους.
Αυτό, ωστόσο, δεν απέτρεψε την αποκάλυψη των «μυστικών» που κλονίζουν την Credit Suisse και ολόκληρη τη χώρα από 47 παγκοσμίως γνωστά ΜΜΕ («The Guardian», «Le Monde», «New York Times» και άλλων). Πλέον, η τράπεζα προσπαθεί να ανασυνταχθεί. Διαψεύδει τις κατηγορίες, ισχυρίζεται πως ό,τι έχει συμβεί αφορά το παρελθόν και οι περισσότεροι «ύποπτοι» λογαριασμοί έχουν κλείσει, ενώ κάνει λόγο για «αποσπασματικά και ανακριβή» στοιχεία.
Οι δε ρυθμιστικές Αρχές της Ελβετίας, της οποίας η Credit Suisse είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα, διαβεβαιώνουν πως βρίσκονται σε στενή επαφή μαζί της. «Εδώ και χρόνια, οι εποπτικές δραστηριότητές μας επικεντρώνονται, μεταξύ άλλων, στη συμμόρφωση με τους κανονισμούς για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» αναφέρει σχετική ανακοίνωση.
Στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο, ωστόσο, πολλοί δεν πείθονται και ζητούν σκληρά μέτρα. Οχι μόνο σε βάρος της τράπεζας, αλλά συνολικά της Ελβετίας – η οποία έχει βρεθεί στο στόχαστρο μετά και την πρόσφατη απόφασή της να διαρρήξει την προνομιακή συμφωνία με την ΕΕ.
Για του λόγου το αληθές, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, η μεγαλύτερη πολιτική ομάδα της Ευρωβουλής, αλλά και οι Σοσιαλιστές και «Η Δημοκρατία Μπροστά!» του Εμανουέλ Μακρόν, ζήτησε να εξεταστεί το ενδεχόμενο η Ελβετία να ενταχθεί στη «μαύρη λίστα» που περιλαμβάνει σήμερα 21 χώρες οι οποίες θεωρούνται «παράδεισοι» για το ξέπλυμα χρήματος από εγκληματικές ή παράνομες δραστηριότητες. «Οταν οι ελβετικές τράπεζες αποτυγχάνουν να εφαρμόσουν κατάλληλα τα διεθνή πρότυπα (…), τότε η ίδια η Ελβετία καθίσταται ένας χώρος υψηλού ρίσκου» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μάρκους Φέρμπερ, συντονιστής του ΕΛΚ για ζητήματα οικονομίας.
Αλλωστε, όπως σημειώνουν τα Μέσα που έφεραν στο φως το σκάνδαλο, οι ίδιες πρακτικές εξακολουθούν να εφαρμόζονται και σήμερα στους κόλπους της Credit Suisse. Ισως εάν άνοιγαν το στόμα τους ορισμένοι από τους επιφανείς πελάτες της να μην υπήρχε αμφιβολία – μόνο που δεν πρόκειται να το κάνουν, μια και ισχύει (και εδώ) μια ιδιότυπη «ομερτά».
Τρεις πρωταγωνιστές
Κασίμ – Τζομάρτ Τοκάγεφ: Ο «αδιάφθορος» του Καζακστάν
Ενας από τους πρωταγωνιστές φαίνεται πως είναι ο Κασίμ – Τζομάρτ Τοκάγεφ. Ο πρόεδρος του Καζακστάν, ο οποίος τον περασμένο Ιανουάριο και εν μέσω μαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων (που προκάλεσαν και τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας) επιχείρησε να ρίξει την ευθύνη για τη διαφθορά και τις ανισότητες στον προκάτοχο και μέντορά του Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ και στους ολιγάρχες οι οποίοι τον πλαισιώνουν.
Ωστόσο, η αποκάλυψη των «Μυστικών της Ελβετίας» τον εκθέτει, αποκαλύπτοντας ότι προέρχεται από την ίδια «μήτρα», καθώς διαθέτει αξιοσημείωτο πλούτο στο εξωτερικό – και ιδιαίτερες παρτίδες με την Ελβετία, όπου το διάστημα 2011-13 ήταν διευθυντής του γραφείου του ΟΗΕ στη Γενεύη.
Το 1998, συγκεκριμένα, είχε ανοίξει στην Credit Suisse έναν λογαριασμό στο όνομα της συζύγου και του γιου του, στον οποίο, εκτός των άλλων, κατατέθηκαν περίπου ένα εκατ. ευρώ το 2005, όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών. Επίσης, σύμφωνα με τα «Pandora Papers», ο Τοκάγεφ βρισκόταν σε διαρκή αναζήτηση παραδείσων. Ετσι, μόλις έκλεισε ο παραπάνω λογαριασμός, το 2011, ιδρύθηκαν δύο υπεράκτιες εταιρείες στις Παρθένους Νήσους, που είχαν συναλλαγές με δύο άλλες ελβετικές τράπεζες.
Παράλληλα, μια άλλη εταιρεία συμφερόντων της ίδιας οικογένειας, στο Ηνωμένο Βασίλειο, διέθετε το 2014 περιουσιακά στοιχεία περίπου 6,1 εκατ. ευρώ – ενώ ο 38χρονος γιος του Τιμούρ έχει σημαντική ακίνητη περιουσία στην Ελβετία.
Ακόμη κι έτσι, πάντως, οι Τοκάγεφ δεν μπορούν ακόμη να συγκριθούν με τους Ναζαρμπάγεφ, που φέρονται (σύμφωνα με το Radio Liberty/Radio Free Europe) να διαθέτουν ακίνητη περιουσία σχεδόν 650 εκατ. ευρώ σε Ευρώπη και ΗΠΑ, καθώς και καταθέσεις άνω των 16 εκατ. ευρώ στην Credit Suisse.
Αμπντάλα και Ράνια: Το βασιλικό ζεύγος της Ιορδανίας
Εξέχοντες πελάτες της Credit Suisse είναι και το βασιλικό ζεύγος της Ιορδανίας.
Το 2011, καθώς ξεσπούσε η Αραβική Ανοιξη, ο Αμπντάλα – ένας από τους μακροβιότερους μονάρχες παγκοσμίως – άνοιξε δύο νέους λογαριασμούς, οι οποίοι έγιναν πέντε μέσα στην επόμενη πενταετία, ενώ ένας ακόμη ήταν στο όνομα της Ράνια. Ενας από αυτούς τους λογαριασμούς φέρεται ότι περιείχε λίγο αργότερα κάπου 200 εκατ. ευρώ.
Στο ίδιο περίπου διάστημα μετακινούνταν τεράστια ποσά ανάμεσα στους ελβετικούς του λογαριασμούς – σε μια περίοδο που η χώρα ζητούσε βοήθεια από το ΔΝΤ, υποσχόμενη ότι ο λαός θα «έσφιγγε το ζωνάρι».
Παρ’ όλα αυτά, οι δικηγόροι της οικογένειας ισχυρίζονται ότι όλα έγιναν νομοτύπως και πως τα χρήματα προέρχονται από κληρονομιά, ενώ, σύμφωνα με τους νόμους της Ιορδανίας, δεν φορολογούνται…