Δεν υπήρξαν πολλοί λόγοι για γεωπολιτική αισιοδοξία το 2021 και η ζοφερή αυτή τάση συνεχίζεται στην αρχή του 2022. Σχεδόν κάθε μήνα τα τελευταία δύο χρόνια μια νέα επείγουσα κατάσταση κυριαρχεί στην ειδησεογραφία, συμβάλλοντας στην αίσθηση ενός αυξανόμενου κύματος κρίσεων που απειλεί να μας κατακλύσει.
Ο κόσμος πασχίζει να αντεπεξέλθει συγχρόνως στην πανδημία της Covid-19 που φαντάζει ατελείωτη, στην άνοδο ανελεύθερων δυνάμεων σε πολλές χώρες, στην αποτυχία των διεθνών επεμβάσεων που, υποτίθεται, θα σταθεροποιούσαν περιοχές που μαστίζονται από συγκρούσεις, στην αυξανόμενη ένταση ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και στη συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων σε κρίσιμους τόπους. Πέρα από τις άμεσες αυτές ανησυχίες, υπάρχουν και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, μεγάλης μακροχρόνιας απειλής για την ανθρωπότητα, οι οποίες έχουν γίνει πολύ εμφανείς – αλλά οι πολιτικοί ηγέτες ακόμη να οργανώσουν μια επαρκώς δυναμική απάντηση.
Στα μάτια πολλών πολιτών, οι πολιτικοί μοιάζουν να απέχουν πολύ από το να αντιμετωπίσουν τα επείγοντα σημερινά προβλήματα και να οδηγήσουν τον κόσμο μακριά από την καταστροφή. Και η φαινομενικά ατελείωτη σειρά από κρίσεις απειλεί να διαβρώσει την εμπιστοσύνη του κοινού ότι οι ίδιοι οι πολίτες και οι πολιτικοί ηγέτες τους μπορούν να διαμορφώσουν ένα καλύτερο μέλλον.
Η παρούσα δυσφορία μοιάζει με «επίκτητη αδυναμία», φαινόμενο που πρώτοι περιέγραψαν οι ψυχολόγοι Μάρτιν Σέλιγκμαν από το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και Στίβεν Μάιερ από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στη δεκαετία του ’60. Οι Σέλιγκμαν και Μάιερ εξεπλάγησαν όταν είδαν, σε πείραμά τους, ότι οι σκύλοι που είχαν μάθει να αναμένουν ένα ηλεκτροσόκ όταν άκουγαν προηγουμένως έναν ήχο, δεν προσπαθούσαν να αποφύγουν το ηλεκτροσόκ ούτε ακόμη και όταν αργότερα τους προσφέρθηκε η δυνατότητα να ξεφύγουν από αυτό πηδώντας ένα χαμηλό εμπόδιο. Οι ψυχολόγοι συμπέραναν ότι τα ζώα είχαν μάθει πως, ό,τι και αν έκαναν, δεν μπορούσαν να ελέγξουν τη μοίρα τους. Γι’ αυτό απλώς τα παρατούσαν – παρά το γεγονός ότι είχαν την ευκαιρία να ξεφύγουν.
Ο Σέλιγκμαν και οι συνάδελφοί του συνέκριναν τη συμπεριφορά των σκύλων με τα συμπτώματα που επιδεικνύουν οι καταθλιπτικοί άνθρωποι και κατέληξαν ότι η κλινική κατάθλιψη απορρέει από την πραγματική ή πλασματική έλλειψη ελέγχου στην έκβαση μιας κατάστασης. Το ίδιο ισχύει ενδεχομένως για ομάδες ανθρώπων. Μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες, ίσως ακόμη και ολόκληρες κοινωνίες, μπορεί να φθάσουν να πιστεύουν συλλογικά ότι αδυνατούν να επιδράσουν σε θετικές αλλαγές και, ως αποτέλεσμα, παύουν να προσπαθούν.
Αν ισχύει αυτό, η πρόσφατη αλληλουχία κρίσεων και η εμφανής αδυναμία των πολιτικών ηγετών να τις αντιμετωπίσουν μπορεί να υποθάλπουν ένα είδος συλλογικής επίκτητης αδυναμίας. Σύμφωνα με νέα στοιχεία από τον Δείκτη Ασφαλείας του Μονάχου 2022 (Munich Security Index 2022), που βασίζονται σε δημοσκοπήσεις στις χώρες του G7 και στις BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), όσοι συμφωνούν με την πρόταση ότι αισθάνονται αβοήθητοι απέναντι στα παγκόσμια γεγονότα αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα.
Σε όλες τις δημοκρατίες οι «αβοήθητοι» αποτελούν πλειοψηφία: το 57% των ερωτωμένων συμφωνεί με την πρόταση ενώ μόνο το 12% διαφωνεί. Η Κίνα είναι η μοναδική χώρα από τις 12 όπου διαφωνεί περισσότερο από το ένα τέταρτο των ερωτωμένων (27%). Ομοίως, αν και οι αριθμοί είναι ελαφρώς μικρότεροι, η πλειοψηφία ή το μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτωμένων και στις 12 χώρες συμφωνεί ότι η χώρα του δεν έχει κανέναν έλεγχο στα παγκόσμια γεγονότα.
Βεβαίως, μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί γιατί κανείς θα έπρεπε να πιστεύει ότι ο ίδιος ή η χώρα του μπορεί να επηρεάσει τα παγκόσμια γεγονότα. Ομως η υπόσχεση του ελέγχου, ακόμη και η αυταπάτη, υπήρξε κρίσιμο στοιχείο της πολιτικής στη σύγχρονη εποχή, στην οποία οι άνθρωποι υποτίθεται ότι κινούν τα νήματα και όχι ο Θεός ή η μοίρα.
Αυτό βοηθά στο να εξηγήσουμε γιατί η ευρέως διαδεδομένη εντύπωση της απώλειας ελέγχου και η επιθυμία να ανακτηθεί αποτελούν κορυφαία πολιτικά ζητήματα στην εποχή μας. Συνθήματα όπως «Ανακτήστε τον έλεγχο», «Η Αμερική πρώτα», «Στρατηγική αυτονομία» και «Ευρωπαϊκή κυριαρχία» αντικατοπτρίζουν την ίδια υποκείμενη παρόρμηση.
Ο κίνδυνος είναι ότι ένα ευρέως διαδεδομένο αίσθημα συλλογικής ανικανότητας μπορεί να εμποδίσει τον κόσμο από το να αντιμετωπίσει τις σημαντικότερες κρίσεις μέχρι να είναι υπερβολικά αργά για να το κάνει. Κοινωνίες καταβεβλημένες από ένα κύμα έκτακτων καταστάσεων μπορεί να καταλήξουν να αποδεχθούν καρτερικά ό,τι τους συμβαίνει, ακόμη και αν έχουν τα εργαλεία και τους πόρους για να το αλλάξουν.
Αλλά ενώ οι σημερινές προκλήσεις είναι τεράστιες, η ικανότητά μας να αντεπεξέλθουμε θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας. Πιστεύουμε πραγματικά ότι είμαστε συλλογικά αβοήθητοι; Ή είμαστε διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουμε τους συλλογικούς πόρους μας και να εντείνουμε τη διεθνή συνεργασία διότι πιστεύουμε ότι μπορούμε να γυρίσουμε την παλίρροια;
Πάνω απ’ όλα, οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να δείξουν ότι μπορούμε συλλογικά «να ξεμάθουμε την αδυναμία». Οπως κορυφαίοι ηγέτες, σαν τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τον γερμανό καγκελάριο Ολαφ Σολτς, έχουν επανειλημμένως τονίσει, οι δημοκρατίες πρέπει να δείξουν ότι μπορούν να φέρουν αποτελέσματα. Παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η φιλελεύθερη δημοκρατία – ή ίσως εξαιτίας αυτών -, οι ηγέτες πρέπει να εμπνεύσουν μια νέα αίσθηση εμπιστοσύνης στο εσωτερικό των χωρών τους και στο εξωτερικό ότι μπορούν να χειριστούν τις κρίσεις που βρίσκονται ενώπιόν μας.
Υπάρχει και μια θετική πτυχή. Παρά την αγωνία για το μέλλον της δημοκρατίας, τα στοιχεία από τον Δείκτη Ασφαλείας του Μονάχου δείχνουν ότι ο κόσμος πιστεύει ακόμη ότι οι δημοκρατίες είναι ικανότερες από τις μη δημοκρατικές χώρες να λύσουν τα προβλήματα του μέλλοντος. Τώρα πρέπει να το αποδείξουν.
*Ο κ. Τομπίας Μπούντε, διευθυντής Ερευνών και Πολιτικής στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου (η εφετινή 58η Διάσκεψη ολοκληρώνεται σήμερα στο Μόναχο), είναι ερευνητής του Κέντρου για τη Διεθνή Ασφάλεια της Hertie School και συνεκδότης (με τον Μπένεντικτ Φράνκε) του «The Art of Diplomacy: 75 Views Behind the Scenes of World Politics».