Εφέτος κλείνουν ουσιαστικά 50 χρόνια κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η κρίση ξεκίνησε το 1973, αν και οι απαρχές της βρίσκονται στο 1955, όταν κυρίως λόγω Κυπριακού και τουρκικών αγριοτήτων στην Κωνσταντινούπολη τερματίστηκε η ελληνοτουρκική φιλία που εγκαθίδρυσαν οι Ελ. Βενιζέλος, Κ. Ατατούρκ και Ι. Ινονού από το 1930. Από το 1973 και μέχρι σήμερα δεν έχει σημειωθεί απολύτως καμία πρόοδος για την επίλυση της κρίσης. Το αντίθετο, τα πράγματα επιδεινώθηκαν με ευθύνη κυρίως της Τουρκίας λόγω πράξεων/τετελεσμένων αλλά όχι αποκλειστικά (εξαιτίας πρωτίστως παραλείψεων και της Ελλάδας). Βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν, με μάλλον σκοτεινό τον ορίζοντα.
Μπορούμε να αντλήσουμε ορισμένες κύριες διαπιστώσεις, μαθήματα από τα 50 χρόνια της κρίσης; Οπωσδήποτε η αφετηριακή διαπίστωση υποβάθρου είναι ότι όταν κυριαρχούν σε οποιαδήποτε πλευρά ανορθολογισμός, ακραίος μαξιμαλισμός, τοξικός εθνικισμός, απουσία ενσυναίσθησης (αδυναμία κατανόησης της «αλήθειας των άλλων» – Ν. Θέμελης), απόρριψη κάθε έννοιας έστω οριακών έντιμων συμβιβασμών, και μάλιστα με διακομματική συναίνεση, δεν μπορεί να λυθεί κανένα απολύτως πρόβλημα. Και στο πλαίσιο αυτό εγείρονται ερωτήματα για τα μέσα επίλυσης και τον τρόπο που χρησιμοποιείται για την επίλυση των προβλημάτων, όπως π.χ. η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS – 1982) και η νομικίστικη/λεγκαλίστικη ερμηνεία της που τη μετατρέπει τελικά σε μέσο μη επίλυσης και προστασίας των δικαιωμάτων. Από εκεί και πέρα πέντε βασικές διαπιστώσεις:
Πρώτον, με την πάροδο του χρόνου η Τουρκία γίνεται περισσότερο επιθετική, απειλητική, διεκδικητική, θέτοντας νέα θέματα στην agenda εις βάρος της Ελλάδας. Το 1973 υπήρχε ουσιαστικά ένα ζήτημα για διευθέτηση μεταξύ των δύο χωρών: η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (κυρίως νησιωτικής υφαλοκρηπίδας, με επίδικο τους υποτιθέμενους ενεργειακούς πόρους στο Αιγαίο, οι οποίοι και αν ακόμη υπάρχουν έχασαν τη σημασία τους λόγω εξελίξεων – κλιματικής κρίσης) – με κάποια άλλα στο υπόβαθρο (επέκταση εύρους χωρικών υδάτων, εναέριος χώρος, κ.λπ.). Από τότε έχουν προστεθεί από την Τουρκία τουλάχιστον τέσσερα μείζονος σημασίας θέματα: (α) Το casus belli, η αιτία πολέμου δηλαδή, εάν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, έστω κι αν αυτό συνιστά δικαίωμα που απορρέει από τη σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS – 1982). Το casus belli διατυπώθηκε από την Τουρκία (Εθνοσυνέλευση) το 1995 μετά την επικύρωση από την Ελλάδα της εν λόγω Σύμβασης και έκτοτε παραμένει σε ισχύ παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της Ελλάδας για άρση του. Η Τουρκία ρητορικά το επαναδιατυπώνει με μεγαλύτερη έμφαση. (β) Οι «γκρίζες ζώνες», που προστέθηκαν το 1996, μετά την κρίση των Ιμίων, αν και τα σπέρματα της θέσης αυτής υπήρχαν από παλαιότερα. Πρόκειται για έωλη θέση της Αγκυρας σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δήθεν στο Αιγαίο βράχοι, βραχονησίδες, ακόμα και μικρά νησιά με αμφιλεγόμενη κυριαρχία, καθώς η κυριαρχία τους δεν έχει καθοριστεί ρητά από τις Συνθήκες (Λωζάννης – 1923 και Παρισίων – 1947) και συνεπώς το καθεστώς τους θα πρέπει να ξανασυζητηθεί. Βέβαια οι Συνθήκες είναι απολύτως σαφείς και καμιά συζήτηση δεν χωρά για την κυριαρχία τους. Παρά ταύτα, η Αγκυρα επιμένει ανεβάζοντας τον αριθμό των γκρίζων ζωνών από 18 έως 156! (γ) Το 2021 η Αγκυρα κατασκεύασε μια ακόμα έωλη θέση υποστηρίζοντας ότι (δήθεν) η αποστρατιωτικοποίηση συνιστά προϋπόθεση για την ελληνική κυριαρχία των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Τη θέση αυτή έχει καταθέσει στον ΟΗΕ και επαναλαμβάνει σταθερά. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται σε καμιά Συνθήκη. (δ) Το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στα ζητήματα αυτά θα μπορούσε να προστεθεί και το Κυπριακό, αν και όχι αμιγώς ελληνοτουρκική διαφορά. Με την πάροδο του χρόνου η Τουρκία σκλήρυνε τη θέση της, υποστηρίζοντας τώρα τη λύση «των δύο κρατών» και εγκαταλείποντας αυτήν της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας (ΔΔΟ) που στηρίζεται από τον ΟΗΕ.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι «ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ των ελληνικών απόψεων και συμφερόντων» και υπήρξε λάθος που δεν επιλύσαμε τα προβλήματα όταν είχαμε την ευκαιρία. Μολονότι στο υπόβαθρο υπήρχε πάντοτε η αδιαλλαξία της Τουρκίας, ωστόσο το 2004 είχαμε την ευκαιρία να τα επιλύσουμε με βάση τις ρυθμίσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι (1999) και τα συμπεράσματα των διμερών συνομιλιών, αλλά η Αθήνα επέλεξε να μην προχωρήσει τότε προς την κατεύθυνση αυτή. Επίσης την περίοδο 1975-1980 φθάσαμε με πρωτοβουλίες του Κ. Καραμανλή πολύ κοντά στη λύση, αλλά η αδιαλλαξία της Αγκυρας δεν επέτρεψε την επιτυχή έκβαση (προσέγγιση Καραμανλή – Ντεμιρέλ για προσφυγή σε Χάγη/ΔΔΧ, πρόταση για Σύμφωνο Φιλίας και ελέγχου των εξοπλισμών, προσέγγιση Καραμανλή – Ετζεβίτ, κ.ά.).
Στο Κυπριακό χάσαμε τουλάχιστον δύο ευκαιρίες λύσης: το 2004 (σχέδιο Ανάν, το οποίο είχε υποστηρίξει και ο σημερινός πρόεδρος της Κύπρου Ν. Αναστασιάδης) και το 2017 στο Κραν Μοντανά, με ευθύνη πρωτίστως της Λευκωσίας.
Δεύτερον, όσο απομακρύνεται η Τουρκία από την Ευρώπη/ΕΕ τόσο περισσότερο επιθετική γίνεται. Η θεσμική σχέση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση χρονολογείται από το 1963 (υπογραφή συμφωνίας σύνδεσης Αγκυρας), με τελικό στόχο την πλήρη ένταξη της χώρας στην Ενωση. Η ιστορία από τότε και μέχρι σήμερα δείχνει ότι κάθε φορά που η σχέση δούλευε ομαλά η Τουρκία ήταν περισσότερο συνεργάσιμη με την Ελλάδα και λιγότερο επιθετική. Ιδιαίτερα μετά το 1999, όταν επίσημα ανακηρύχθηκε υποψήφια (candidate) για ένταξη χώρα και δρομολογήθηκε η έναρξη των σχετικών διαπραγματεύσεων, η Τουρκία με πρωθυπουργό τον Ταγίπ Ερντογάν επέδειξε προθυμία για την επίλυση των διαφορών με την Ελλάδα (ήταν άλλωστε όρος για την ένταξη – Ελσίνκι).
Ουδείς μπορεί να γνωρίζει εάν ο Ερντογάν θα συνέχιζε σε βάθος χρόνου την πολιτική αυτή και δεν θα διολίσθαινε τελικά στον νεοοθωμανικό επεκτατισμό, όπως και έκανε. Γνωρίζουμε όμως ότι διολίσθησε από το 2007 και μετά, όταν η Γαλλία (πρόεδρος Ν. Σαρκοζί) με τη βοήθεια της Γερμανίας (καγκελάριος Α. Μέρκελ) έκλεισε την πόρτα ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση λέγοντας ότι μια ισλαμική χώρα δεν μπορεί να έχει θέση στην ΕΕ! Τυπικά βέβαια δεν έχουν διακοπεί οι διαπραγματεύσεις ένταξης, αλλά η προοπτική για κάτι τέτοιο έχει χαθεί, καθώς η σημερινή Τουρκία δεν πληροί βασικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να έλθει πλησιέστερα μέσω μιας ειδικής σχέσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση (με τον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης, κ.λπ.). Αλλωστε η Ενωση θεωρεί την Τουρκία «εταίρο-κλειδί» (key partner) που δεν θα ήθελε να χάσει. Και μια προσέγγιση ΕΕ – Τουρκίας θα ήταν ευεργετική και για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στον χρόνο.
Τρίτον, όσο πιο αυταρχική και εσωτερικά (οικονομικά και κοινωνικά) ασθενής είναι η Τουρκία τόσο περισσότερο επιθετική η εξωτερική της συμπεριφορά. Είναι γνωστό το αξίωμα στις διεθνείς σχέσεις ότι «οι δημοκρατίες δεν καταφεύγουν στον πόλεμο, τα αυταρχικά καθεστώτα καταφεύγουν». Και αν και το αξίωμα έχει διαψευστεί σε ορισμένες περιπτώσεις, η περίπτωση της Τουρκίας φαίνεται να το επιβεβαιώνει. Ενα αυταρχικό καθεστώς που κατά κανόνα δεν σέβεται το κράτος δικαίου δεν σέβεται και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και τις διεθνείς συνθήκες. Ελκεται περισσότερο από τη χρήση της βίας ως μέσου για την επίλυση διαφορών ή για την προώθηση στόχων εξωτερικής πολιτικής. Πολύ περισσότερο εάν το αυταρχικό αυτό καθεστώς έχει πίσω του μια αυτοκρατορία, στη συγκεκριμένη περίπτωση την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και υποφέρει από τη νοσταλγία της και εμπνέεται από αυτήν. Ολες οι χώρες-διάδοχοι αυτοκρατοριών υποφέρουν από κάτι τέτοιο (ακόμα και το Ην. Βασίλειο, το οποίο αποχώρησε από την ΕΕ για αυτόν τον λόγο). Επιπλέον σε ένα αυταρχικό καθεστώς η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής είναι προσωποπαγής. Δεν ελέγχεται και δεν περιορίζεται από κανένα θεσμικό αντίβαρο. Στην περίπτωση της Τουρκίας, από τον πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, με όλες τις δυνατές αυθαιρεσίες και απρόβλεπτες μεταπτώσεις. Και η επίλυση προβλημάτων με όμορη χώρα γίνεται πολύ πιο δύσκολη εάν η τελευταία είναι δημοκρατία όπως η Ελλάδα, που λειτουργεί με βάση το δίκαιο και τα θεσμικά πλαίσια.
Η κατάσταση γίνεται ακόμα δυσκολότερη όταν το αυταρχικό καθεστώς είναι ασθενές σε μετάβαση – αντιμετωπίζει εσωτερική οικονομική και κοινωνική κρίση και τελικά κρίση νομιμοποίησης. Καθώς κατά κανόνα στην περίπτωση αυτή επιχειρεί να κάνει εξαγωγή της κρίσης στο εξωτερικό πεδίο προκειμένου να αλλάξει την πολιτική agenda. Με επίκληση του τοξικού εθνικισμού προσπαθεί να κερδίσει σε νομιμοποίηση.
Τέταρτον, όσο πιο περικυκλωμένη και ανασφαλής αισθάνεται η Τουρκία τόσο πιο επικίνδυνα επιθετική γίνεται. Η Τουρκία πάσχει, υποφέρει βαθύτατα από το σύνδρομο της περικύκλωσης και της διάλυσης (σύνδρομο των Σεβρών). Και κάθε φορά που προσλαμβάνει / έχει την αντίληψη (perception) ότι οι «απ’ έξω» επιχειρούν να την περικυκλώσουν και να την αποκλείσουν σε ένα περιορισμένο πεδίο, αντιδρά επιθετικά. Δεν είναι κάτι ασύνηθες. Το έχει εξηγήσει θεωρητικά ο πρόσφατα αποθανών καθηγητής R. Jervis, ο οποίος έγραψε πως όταν μια χώρα αισθάνεται ότι αποκλείεται, ότι χάνει, τότε είναι πολύ περισσότερο πρόθυμη να αναλάβει τον κίνδυνο της προσφυγής στη βία, στον πόλεμο. Αυτό ακριβώς κάνει λ.χ. η Ρωσία. Αισθάνεται καλώς ή κακώς ότι το ΝΑΤΟ με τη διεύρυνσή του την περικυκλώνει και γι’ αυτό έκανε τον πόλεμο στη Γεωργία (2008) και στην Ουκρανία (2014), προσάρτησε την Κριμαία (2014) και απειλεί με νέο πόλεμο την Ουκρανία.
Η Τουρκία για δικούς της λόγους αισθάνεται ότι αποκλείεται από την Αν. Μεσόγειο και το λέει με κάθε τρόπο. Οτι Ελλάδα, Κύπρος και άλλες χώρες επιχειρούν να τη «στριμώξουν» σε μια περιορισμένη λωρίδα θάλασσας. Μπορεί η πρόσληψη αυτή να είναι άδικη και ευθύνη να φέρει η Τουρκία για τον αποκλεισμό. Αλλά η τελευταία επικαλείται τον EastMed, τις τριμερείς συμπράξεις, τις οριοθετήσεις κλπ., έστω κι αν όλα αυτά είναι καθ’ όλα νόμιμα. Και βεβαίως αντιδρά με έκνομες ή επιθετικές ενέργειες (παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο οριοθέτησης, έξοδος «Ορούτς Ρέις» 2020, κ.λπ.).
Τέλος, η πέμπτη διαπίστωση είναι εξόχως δυσάρεστη για την πλευρά μας αλλά είναι πάντως αληθής. Και λέγει ότι η Ελλάδα όσο προσπαθεί μέσω εξοπλισμών και συμμαχιών να γίνει περισσότερο ισχυρή και ασφαλής τόσο περισσότερο απειλούμενη καθίσταται ταυτόχρονα. Η διαπίστωση αυτή δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εσφαλμένο συμπέρασμα. Οι λελογισμένοι εξοπλισμοί και λειτουργικές συμμαχίες (όπως λ.χ. με Γαλλία) είναι αναγκαίες. Οπως επίσης η προσχώρηση της χώρας στην ΟΝΕ (και) ως επένδυση ασφάλειας για τη χώρα. Λέγει όμως ότι εξοπλισμοί και συμμαχίες από μόνες τους δεν μετριάζουν και πολύ λιγότερο δεν απαλλάσσουν την Ελλάδα από την απειλή που αντιμετωπίζει, καθώς μεταξύ άλλων οδηγούν σε ένταση εξοπλισμών και στην άλλη πλευρά. Το βλέπουμε. Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Και αυτό δεν είναι άλλο από μια επεξεργασμένη συνολική ορθολογική στρατηγική για την επίλυση των προβλημάτων και προστασίας της ελληνικής κυριαρχίας στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, που αυτή τη στιγμή δεν είναι ορατή. Αλλά η Ελλάδα ως ισχυρή χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (και του ΝΑΤΟ) μπορεί να χαράξει και να εφαρμόσει τη στρατηγική αυτή χωρίς περιττές φοβίες και ανασφάλειες. Ενώ παράλληλα να εντατικοποιήσει τη νεολειτουργική προσέγγιση έμφασης σε θέματα χαμηλής πολιτικής (οικονομικά κ.λπ.) που ενδιαφέρουν άμεσα τις δύο χώρες.
*Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το τελευταίο του βιβλίο «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης».