Η Μαρίνα Σπανού έγινε κάτι σαν talk of the town το καλοκαίρι του 2020 βγαίνοντας αυθόρμητα και παρορμητικά να τραγουδήσει στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ταλαντούχα τραγουδίστρια και τραγουδοποιός, η 19χρονη κόρη του ηθοποιού Χρήστου Σπανού και της μουσικού Μελίνας Παιονίδου συνάντησε στους (πεζο)δρόμους της πόλης το κοινό της (που της έκανε μαζικά follow σε Instagram και TikTok), έγραψε ερωτικά τραγούδια-φόρους τιμής στο «Παγκράτι», στην «Πλάκα» και στο «Κουκάκι» και κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό τον πρώτο της δίσκο με τίτλο «Κι αν ποτέ μαραθεί» – όλα αυτά σπουδάζοντας παράλληλα υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Αναμένοντας με περιέργεια και ανυπομονησία να δούμε τι άλλο μας επιφυλάσσει, της ζητήσαμε να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις.
Ποια είναι η µεγαλύτερη δυσκολία που αντιµετωπίζει κανείς τραγουδώντας στον δρόµο;
«Ο αυθορμητισμός που επικρατεί στον πεζόδρομο είναι το πιο γοητευτικό του στοιχείο αλλά και το πιο ζόρικο. Με την ίδια χαρά που κάποιος περαστικός στέκεται να σε ακούσει, σε χειροκροτεί, σου χαμογελά, σου μιλάει ίσως, με την ίδια ευκολία μπορεί να σε πλησιάσει με κάθε τρόπο. Eχει την αίσθηση ότι του δίνει αυτό το δικαίωμα η αμεσότητα που εμπνέει ο χώρος. Επίσης, ο δρόμος ανήκει σε όλους. Φιλοξενεί όσους μουσικούς, καλλιτέχνες, πλανόδιους πωλητές αντέχει. Αρκεί να μην παρεμποδίζει ο ένας τον άλλον: κανόνας άγραφος. Είναι ανταγωνιστικό το περιβάλλον. Eχω περάσει και δυόμισι ώρες περπατώντας με την κιθάρα μου στην πλάτη γύρω από την Ακρόπολη ψάχνοντας ελεύθερο σημείο. Την πρώτη φορά που βγήκα στον δρόμο βρήκα ένα κενό στην Αποστόλου Παύλου. Eβγαλα τον εξοπλισμό μου και με πλησίασε ένας μουσικός φωνάζοντας πως του πήρα τη θέση που είχε κρατήσει από το πρωί. Αν δεν ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη μου να τραγουδήσω, ίσως να είχα φύγει. Iσως να μην ξεκινούσα ποτέ και να μου έμενε μόνο η γεύση από την γκρίνια αυτού του αγουροξυπνημένου μουσικού».
Σπουδάζετε στη Δραµατική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πώς ονειρεύεστε την πορεία σας; Πώς θα θέλατε να συνδυαστούν η µουσική µε την τέχνη της υποκριτικής;
«Αυτή τη στιγμή μουσική και θέατρο είναι δύο γραμμές κάπως παράλληλες. Το ένα μου πόδι κινείται στη μία και το άλλο στην άλλη. Είμαι στο δεύτερο έτος της σχολής του Εθνικού Θεάτρου και διανύω τον δεύτερο χρόνο της μουσικής μου διαδρομής. Πότε-πότε οι γραμμές συγκλίνουν – πώς συγκλίνουν οι κάπως παράλληλες γραμμές δεν ξέρω να σας πω, αλλά αισθάνομαι πως ενίοτε έρχονται κοντά και ανταλλάσσουν πράγματα. Oταν τελειώσω τις σπουδές, θα ήθελα να συνυπάρχουν αυτές οι δύο τέχνες στη ζωή μου. Ή μάλλον να υπάρχω εγώ μέσα σε αυτές. Θα τα καταφέρω, πιστεύω. Είναι ζωτικής σημασίας».
Ποιοι καλλιτέχνες σάς έχουν ασκήσει τη µεγαλύτερη επιρροή;
«Eχω σε εκτίμηση πολλούς έλληνες και ξένους μουσικούς των οποίων την πορεία – καλλιτεχνική και μη – παρακολουθώ και παρατηρώ. Θέλω να τους επαινέσω όλους αλλά φοβάμαι πως κάποιον θα ξεχάσω. Επομένως, θα αναφέρω τη δική μου αφετηρία και το μέρος που η συγκίνησή μου είναι πολύ πυκνή, το έργο δηλαδή του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη. Γεννήθηκα μέσα στις μουσικές και στα τραγούδια τους και επέλεξα συνειδητά στη συνέχεια να υπάρχουν στα ακούσματά μου.
Η ατμόσφαιρά τους με ενδιαφέρει όχι μόνο μουσικά αλλά και ως ατμόσφαιρα ζωής. Κάπως έτσι τους κρατάω μέσα μου».
Μεγαλώσατε σε οικογενειακό περιβάλλον όπου η τέχνη έπαιζε πρωταρχικό ρόλο. Σκεφτήκατε ποτέ να λοξοδροµήσετε;
«Νομίζω πως αν το είπα ποτέ, έλεγα ψέματα στον εαυτό μου. Oταν ήμουν πολύ μικρή, δήλωνα ότι ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας, μαγείρισσα, δασκάλα, δικηγόρος, ψυχολόγος, ζωγράφος – η λίστα δεν έχει τέλος. Μετά κατάλαβα πως θέλω απλώς να τα κάνω όλα μαζί. Κάπως έτσι αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Παντοδύναμη βασικά, αλλά κυρίως ηθοποιός. Παλεύω και για τα δύο. Δεν θα μπορούσα ωστόσο να φανταστώ τον εαυτό μου να μην ασχολείται με τη δημιουργική έκφραση με οποιονδήποτε τρόπο».
Τι αποτελεί έµπνευση για τα τραγούδια σας;
«Ερωτεύομαι δυνατά και συνήθως δεν μπορώ να το φωνάξω. Ή δεσμεύω τον εαυτό μου έτσι ώστε να μην μπορώ να φωνάξω για να μου φαίνεται πιο ελκυστική η συνθήκη. Τα τραγούδια μου λοιπόν είναι ο μόνος χώρος στον οποίο νιώθω ελεύθερη να πω αυτά που όντως θέλω να πω. Χωρίς περιτυλίγματα. Τις περισσότερες φορές πρώτα συμβαίνει το γεγονός και μετά έρχεται το τραγούδι. Μεσολαβούν η επεξεργασία και η ρομαντικοποίηση του γεγονότος, μια διαδικασία την οποία έχουμε αναλάβει συνεργατικά εγώ και ο χρόνος που περνάει. Οι άνθρωποι και ο ερωτισμός τους, οι επιπλοκές όλων αυτών, οι δικές μου εμπλοκές, μπλεξίματα ή δεσίματα και τα αντίστροφά τους: αυτά με κινούν».
Ποιες πέντε λέξεις θα χρησιµοποιούσατε για να περιγράψετε το άλµπουµ σας σε κάποιον που δεν έχει ακούσει ούτε µισή νότα του;
«»Λίγο ακόμα να μέναμε μαζί» (ή αλλιώς «θα μπορούσε να πάει καλύτερα»)».
Τι άλλο να περιµένουµε από εσάς στο εγγύς µέλλον;
«Θα ανταμώσουμε σε συναυλίες. Με περισσότερο ήλιο σίγουρα. Από την άνοιξη θα αρχίσουμε να βρισκόμαστε ξανά και το καλοκαίρι ίσως να τα λέμε πιο συχνά. Eχω κάποια τραγούδια στο συρτάρι, ορισμένα πιο φρέσκα και άλλα λίγο πιο vintage. Θα αρχίσουν να βρίσκουν τον δρόμο τους προς τον κόσμο σιγά-σιγά».
Ανήκετε στην Generation Z. Τι θεωρείτε ότι χαρακτηρίζει τη γενιά σας;
«Θεωρώ πως είμαστε η γενιά της ανθεκτικότητας. Η πρόθεσή μου δεν είναι να υποτιμήσω άλλες γενιές ως προς αυτό το χαρακτηριστικό – ή γενικότερα -, ούτε να αβαντάρω τη δική μου γενιά περισσότερο από όσο μου επιτρέπει η αισιοδοξία μου. Ωστόσο, οι ρυθμοί τρέχουν, οι καταστροφές εντείνονται, η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση έχει ανέβει σε άλλο επίπεδο πολυπλοκότητας».
Για ποιο κοινωνικοπολιτικό ζήτηµα θα βγαίνατε στον δρόµο;
«Θα έβγαινα στον δρόμο να διεκδικήσω την αυτονόητη επαγρύπνηση απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή βίας, είτε προέρχεται από ανώτερους μηχανισμούς καταστολής και αντικατοπτρίζει κάποια κατάχρηση εξουσίας είτε προέρχεται από ανθρώπους που πιστεύουν πως έχουν δικαίωμα να επιδείξουν τη δύναμη που νομίζουν πως έχουν. Αναφέρομαι σε άνδρες και γυναίκες, στα παιδιά και στον σχολικό εκφοβισμό, σε ρατσιστές, ομοφοβικούς, σεξιστές και όλα τα συναφή. Προσπαθώ, ακολουθώντας τον δικό μου δρόμο, να αντιταχθώ στη βία χωρίς αυτό να σημαίνει πως η φωνή μου έχει απαραίτητα μια κοινωνικοπολιτική χροιά. Μερικές φορές ίσως αρκεί να φτιάξουμε έναν κόσμο, έστω και μουσικό, που η βία δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό του».