Τώρα που η χώρα εισέρχεται και επίσημα – θα τολμούσαμε να πούμε – σε μακρά προεκλογική περίοδο με τις δύο τηλεοπτικές συνεντεύξεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα στις πρωινές ζώνες της νοικοκυράς και των συνταξιούχων, ίσως είναι χρήσιμο να αποτυπώσουμε μερικές κοινές διαπιστώσεις.
Ασφαλώς οι συνταξιούχοι είναι το πιο αδικημένο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας καθώς εδώ και 12 χρόνια και με τα τρία μνημόνια σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής, χάνοντας τη 13η και 14η σύνταξη, υπέστησαν περικοπές ακόμη και στο ανταποδοτικό τμήμα της σύνταξης, ορισμένες εκ των οποίων κρίθηκαν αντισυνταγματικές, και εξακολουθούν να πληρώνουν διπλή έκτακτη εισφορά (την εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων, δηλαδή ο ένας καλείται να επιδοτεί τη σύνταξη του άλλου, και την έκτακτη εισφορά επί των εισοδημάτων, αυτή της Εφορίας, εφόσον η σύνταξή τους υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ τον μήνα).
Η πιο τραγική δε στιγμή, αυτή που έκλεισε τον κύκλο των μνημονίων, ήταν τα χαμηλά ποσοστά ανταποδοτικότητας των συντάξιμων αποδοχών που όρισε ο νόμος Κατρούγκαλου και οδηγεί στις δραματικές περικοπές των συντάξεων που απονέμονται στους νέους συνταξιούχους. Για την ιστορία, να σημειώσουμε ότι αυτή την κατάφωρη αδικία επανόρθωσε σε έναν βαθμό ο τέως υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης, ο οποίος χάθηκε βέβαια στον e-ΕΦΚΑ και στις ουρές των αιτήσεων για συντάξεις.
Η δεύτερη μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα που αδικήθηκε και αδικείται από την εποχή των μνημονίων είναι οι εργαζόμενοι στο ΕΣΥ – γιατροί, νοσηλευτές και διοικητικοί -, ένας ολόκληρος κλάδος υψηλού επιστημονικού επιπέδου και κατάρτισης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, και, το κυριότερο, οι άνθρωποι οι οποίοι εκλήθησαν να προσφέρουν τις γνώσεις, τις υπηρεσίες, ακόμη και τη ζωή τους τα δύο χρόνια της πανδημίας.
Και ασφαλώς το έκαναν με αυτοθυσία και επιτυχία, γιατί όλες οι μελέτες δείχνουν ότι θα είχαμε χιλιάδες νεκρούς περισσότερους από τον κορωνοϊό (στο πρώτο κύμα της πανδημίας) αν δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της «ιατρικής του πολέμου», αλλά δυστυχώς δεν ανταμείβονται.
Οχι ηθικά, αυτό είναι δεδομένο από το πηγαίο χειροκρότημα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά σε επίπεδο αμοιβών, για το οποίο είναι υπεύθυνο να φροντίσει το κράτος και να αποφασίσει η κυβέρνηση.
Για όσους, ενδεχομένως, ξέχασαν την εποχή του δεύτερου μνημονίου, ακόμη και η τρόικα (ο Ντέκλαν Κοστέλο της ΕΕ, ο Κλάους Μαζούχ της ΕΚΤ και ο Πόουλ Τόμσεν του ΔΝΤ) εισηγήθηκε στην τρικομματική τότε κυβέρνηση ΝΔ – ΠαΣοΚ και ΛΑΟΣ στην κορυφή των μισθολογίων του Δημοσίου να βρίσκεται το ΕΣΥ και να ακολουθούν οι εκπαιδευτικοί (δάσκαλοι και καθηγητές).
Ολοι πλέον αντιλαμβάνονται το βάθος των προβλημάτων που δυστυχώς έχουν συσσωρευθεί στη χώρα και στις πλάτες μας. Γι’ αυτό και οι πολιτικοί αρχηγοί, αυτοί που διεκδικούν την εξουσία ή μερίδιο αυτής, οφείλουν να ξεφύγουν από την εποχή των «θα», να διορθώσουν αδικίες και να ευχαριστούν όλους όσοι κρατούν όρθια αυτή τη χώρα.