Οι Κινέζοι όταν θέλουν να καταραστούν κάποιον, του εύχονται να ζήσει σε ενδιαφέροντες καιρούς. Και όντως τούτη η μεταβατική περίοδος που ζούμε μπορεί να φαντάζει ενδιαφέρουσα, αλλά είναι επίσης φανερό ότι περικλείει κινδύνους, προκλήσεις, μα και ευκαιρίες.
Κοινή είναι η πεποίθηση πια ότι ο κόσμος αναδιατάσσεται και οδεύει προς μια νέα γεωπολιτική αρχιτεκτονική. Οι μεγάλες δυνάμεις επανατοποθετούνται συγκρουόμενες και οι περιφερειακές αναδεικνύουν τις διεκδικήσεις τους.
Προκύπτουν τα παραπάνω από την τρέχουσα ουκρανική κρίση και επιβεβαιώνονται από τους εξελισσόμενους παγκοσμίως οικονομικούς ανταγωνισμούς, με προεξάρχοντα τον ποικίλως καταγραφόμενο στον κρίσιμο και πάντα ευαίσθητο τομέα της ενέργειας.
Η Ρωσία του Πούτιν πιέζει μέσω του φυσικού αερίου την Ευρώπη και απαιτεί τη φινλανδοποίηση της Ουκρανίας, επειδή αισθάνεται ότι μπορεί να απειληθεί από το ΝΑΤΟ. Αντιστοίχως οι ΗΠΑ θέλουν την Ευρώπη δική τους και τη Ρωσία ουδέτερη ή καλύτερα ακινητοποιημένη στον προετοιμαζόμενο ανταγωνισμό τους με την Κίνα.
Ωστόσο, η ρωσική, αναθεωρητικού τύπου, διεκδίκηση στη βάση των ιστορικά καταδικασμένων πρακτικών του «ζωτικού χώρου» και των «ζωνών επιρροής», ευνοεί αντίστοιχες αναθεωρητικού τύπου επιδιώξεις από περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο ότι ταυτόχρονα με τη ρωσική διεκδίκηση στην Ουκρανία, είδαμε και την αναβάθμιση της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο, με εξόφθαλμα ανιστόρητες απαιτήσεις επί των νησιών μας.
Η τουρκική ηγεσία αξιοποιεί κατά τα φαινόμενα τη διεθνή συγκυρία και δείχνει να αλλάζει πίστα, ξεπερνώντας κατά πολύ τη μέχρι τώρα γραμμή «γκριζοποίησης» του Αιγαίου και υιοθετώντας τις διακηρυγμένες από τον Ταγίπ Ερντογάν νεοοθωμανικές στοχεύσεις και επιδιώξεις. Εδώ και δυόμισι χρόνια, από το καλοκαίρι του 2019, έχουν διαμορφώσει συνθήκες διαρκούς έντασης, καθιστώντας το περιβάλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων πιο σύνθετο και σίγουρα πιο εύθραυστο. Οπως όλα δείχνουν, η τουρκική ηγεσία αισθάνεται ότι μπορεί να κερδίσει από τις επερχόμενες γεωπολιτικές μετατοπίσεις. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος έχει ευφυώς επισημάνει σε ανύποπτο χρόνο ότι «η εποχή του Ψυχρού Πολέμου μάς θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι διεθνείς συσχετισμοί επηρεάζουν περιφερειακά προβλήματα, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μια περιφερειακού τύπου κρίση ενθαρρύνεται μέσα από τη διακύμανση των συσχετισμών σε υψηλότερο επίπεδο». Ο ίδιος έχει επίσης υπογραμμίσει τον κίνδυνο «να καταστεί η ελληνοτουρκική διένεξη παρακολουθηματικού χαρακτήρα» στο πλαίσιο ενός εντεινόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των υπερδυνάμεων. Υπάρχει δηλαδή ο κίνδυνος να υποβαθμιστεί η ελληνοτουρκική διαφορά στο Αιγαίο και στην Κύπρο και τα δίκαιά μας διαιωνιζόμενα και υποβαθμιζόμενα να χαθούν στον χρόνο.
Μέχρι τώρα η Ελλάδα παρακολουθούσε την εξελισσόμενη τουρκική επιθετικότητα με αμυντικού τύπου κινήσεις. Ενίσχυσε την αποτρεπτική της ικανότητα, αναγέννησε τις συμμαχίες της στην ευρύτερη περιοχή και επαύξησε τους δεσμούς της με τις ΗΠΑ. Ωστόσο πιθανώς δεν αρκούν. Είναι ίσως καιρός για πιο ενεργητικές επιλογές στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Το δόγμα της μετάθεσης των πάντων για αργότερα, κατά τα φαινόμενα έχει εξαντληθεί. Και το κυριότερο, είναι ίσως καιρός οι πολιτικές δυνάμεις να καθίσουν γύρω από ένα τραπέζι, να συζητήσουν διεξοδικά και να χαράξουν μια καθαρή εθνική γραμμή απέναντι στην Τουρκία. Εσωτερικές εντάσεις δεν χωρούν πλέον. Η Ελλάδα επιβάλλεται να αποκτήσει ενιαία έκφραση και γραμμή βασισμένη σε βαθιά επεξεργασία και αξιολόγηση των κινδύνων, των απειλών, αλλά και των ευκαιριών. Με την Τουρκία, εκ της γεωγραφίας και μόνο, θα χρειαστεί να συμβιώσουμε σε αυτή τη δύσκολη γωνιά του πλανήτη. Και γι’ αυτό οφείλουμε πρόνοιες, κάθε μορφής. Μένει σε εμάς πια να μη βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων και να μη μετρήσουμε νέες συμφορές σε τούτους τους τόσο ενδιαφέροντες καιρούς…
ΤΟ ΒΗΜΑ