Το Μάιο του 2021, η δολοφονία της Καρολάιν Κράουτς από τον σύζυγό της Μπάμπη Αναγνωστόπουλο συγκλόνισε το πανελλήνιο. Η υπόθεση έγινε μια από τις κύριες ειδήσεις και στον ξένο Τύπο, απασχολώντας τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης για πολλές ημέρες.
Τώρα, η πλατφόρμα My5 του βρετανικού τηλεοπτικού δικτύου Channel 5 πρόσθεσε στην ταινιοθήκη της το true crime ντοκιμαντέρ «Caroline: The Murder That Fooled the World», με θέμα το έγκλημα στα Γλυκά Νερά.
Το άψυχο σώμα της 20χρονης Κράουτς βρέθηκε στις 11 Μαΐου δίπλα στην 11 μηνών κόρη της, στο σπίτι του ζευγαριού. Αρχικά, ο Αναγνωστόπουλος είπε στις ελληνικές αρχές και σε ρεπόρτερ ότι η σύζυγός του δολοφονήθηκε από διαρρήκτες που μπήκαν στο σπίτι που έδεσαν εκείνον στο διπλανό δωμάτιο. Ωστόσο, η χρονική σειρά όπως την αφηγήθηκε είχε κάποια κενά και η αστυνομία τον πήγε στο τοπικό τμήμα για ανάκριση.
Τον Ιούνιο, παραδέχθηκε ότι εκείνος δολοφόνησε τη σύζυγό του αφού είχε στήσει νωρίτερα τη ληστεία.
Κεντρικό θέμα του ντοκιμαντέρ σε παραγωγή του Channel 5 είναι η αστυνομική έρευνα που οδήγησε στην αποκάλυψη της αλήθειας. Το «Caroline: The Murder That Fooled the World» θα είναι διαθέσιμο για προβολή μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου του 2024.
Οι πρώτες κινήσεις του πιλότου
Η πρώτη δημόσια δήλωση του πιλότου έγινε το απόγευμα της 11ης Μαΐου, και ενώ η χώρα δεν μπορούσε ακόμη να συνειδητοποιήσει τη βιαιότητα του πρωτοφανούς εγκλήματος.
Με ψύχραιμη φωνή αλλά εμφανώς ταλαιπωρημένος ο καθ΄ ομολογίαν δράστης μίλησε στις κάμερες των δημοσιογράφων, λέγοντας τα εξής: «Να μην γίνει σε κανέναν άλλον ποτέ ξανά. Τα παιδιά ξέρουν τη δουλειά τους και θα τους πιάσουν. Αυτό που πέρασα εγώ και η οικογένειά μου και η οικογένεια της γυναίκας μου να μην το περάσει ξανά κανείς ποτέ».
Ο 32χρονος πιλότος είχε ήδη βεβαίως δώσει την πρώτη του κατάθεση στους αστυνομικούς.
Ήταν και εκείνη πολύωρη και από ό,τι αργότερα διεφάνη λεπτομερής. Στην κατάθεσή του, κατά πληροφορίες που είχαν δει τότε το φως της δημοσιότητας, είχε αναφέρει: «Τους είπα που είχα κρυμμένα τα λεφτά για να τελειώσει γρήγορα το μαρτύριο. Άκουγα τη γυναίκα μου να φωνάζει συνέχεια για βοήθεια, δεμένη πάνω στο κρεβάτι κι εγώ δεμένος στο πάτωμα. Ουρλιάζαμε και εκλιπαρούσαμε για να μη μας κάνουν κακό. Το μωρό έκλαιγε, η γυναίκα μου φώναζε πνιχτά και κάποιος ή κάποιοι έψαχναν το σπίτι να βρουν κι άλλα χρήματα και κοσμήματα. Ξαφνικά έφυγαν από το δωμάτιο, ενώ σταμάτησα να ακούω και τη φωνή της συζύγου μου».
Είχε, δε, τότε προσθέσει ότι και οι τρεις δράστες φώναζαν επανειλημμένα: ‘πού είναι τα λεφτά; «δείχνοντας απειλητικά μάλιστα το όπλο τους προς το 11 μηνών μωρό τους.
Δύο ημέρες αργότερα, στις 13 Μαϊου, και ενώ η προανάκριση της ΕΛ.ΑΣ συνεχίζονταν με βασικό σενάριο την ύπαρξη τουλάχιστον δύο ή και τριών δραστών, σε νέες του δηλώσεις ο 32χρονος θα υποστηρίξει ότι «μέχρι τη στιγμή που έφτασαν οι αστυνομικοί στο σπίτι τους στα Γλυκά Νερά και τον έλυσαν, δεν είχε αντιληφθεί ότι η σύζυγός του Καρολάιν είχε πεθάνει».
Μιλώντας σε δημοσιογράφους, ο 32χρονος πιλότος είπε πως «κατάλαβε ότι η σύζυγός του ήταν νεκρή όταν τον έλυσαν οι αστυνομικοί».
Πέντε ημέρες αργότερα, μέσω των social media, ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος αποχαιρετούσε την Καρολάιν με μια φωτογραφία από τον γάμο τους σε κάποιο ταξίδι στην Πορτογαλία και γράφοντας: «για πάντα μαζί. Καλό ταξίδι αγάπη μου».
Αδιέξοδο και υποψίες
Δεκατέσσερις ημέρες μετά το σκληρό πρωινό της 11ης Μαϊου, και ενώ στο μεταξύ οι πιθανολογούμενοι δράστες έχουν προκηρυχθεί με 300.000 ευρώ, γύρω από τον 32χρονο πιλότο αρχίζει να δημιουργείται ένα παράδοξο: Οι έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. ως προς την ύπαρξη σκληρών κακοποιών οδηγούντο σταδιακά σε αδιέξοδο, ενώ οι καταθέσεις του 32χρονου έδιναν πληθώρα στοιχείων που έμοιαζαν όμως να δημιουργούν εγγενώς, σκοτεινά σημεία.
Τους αστυνομικούς που χειρίζονταν την υπόθεση απασχολούσαν μια σειρά ερωτημάτων με κυριότερα τα εξής:
Πρώτον, το γεγονός ότι η κάμερα στο εσωτερικό του σπιτιού δεν καταστράφηκε κατά την σχεδόν πάγια πρακτική των δραστών αλλά, αντιθέτως, της είχε αφαιρεθεί η κάρτα μνήμης, κίνηση που δεν θεωρείται συνηθισμένη.
Δεύτερον, προβληματισμό για τον τρόπο που κινήθηκαν οι δράστες προκαλούσαν οι πληροφορίες ότι η κοπέλα δεν είχε πάνω της ίχνη προηγηθείσης πάλης κάτι που θα παρέπεμπε σε επείγουσα ανάγκη να αμυνθεί.
Τρίτον, στο κενό είχαν πέσει οι προσπάθειες να εντοπιστεί ξένο γενετικό υλικό στην ταινία με την οποία οι δράστες τύλιξαν το πρόσωπο του 32χρονου πιλότου αφήνοντας, προφανώς μέσα στη σπουδή τους, ακάλυπτο το μάτι του.
Τέλος, η επιλογή των δραστών να δέσουν με σχοινί τα χέρια και τα πόδια του 32χρονου συζύγου αλλά να ακινητοποιήσουν με ρούχα την 20χρονη καθιστούσε ακόμη πιο θολό το τοπίο της εξιχνίασης.
Είναι εκείνα τα αδιέξοδα που εξώθησαν τον 32χρονο και πάλι ψύχραιμα να τοποθετηθεί, δηλώνοντας: «Δεν υπάρχει κάτι. Ό,τι είναι από την αστυνομία. Ό,τι θέλετε από την αστυνομία.
Ερωτηθείς, τότε, 25η Μαϊου αν τον φοβίζει το γεγονός ότι οι δράστες δεν έχουν συλληφθεί ο 32χρονος είχε απαντήσει «το ήξερα από την αρχή». «Δεν είναι εύκολο, δεν σταματάει κανείς να δουλεύει. Ό,τι θέλετε από την αστυνομία γιατί ό,τι περνάει παρερμηνεύονται και είναι λάθος».
Ακόμη και την τελευταία ημέρα προτού συλληφθεί, ο 32χρονος φερόταν να δίνει μία διαφορετική εκδοχή για την εσπευσμένη του μεταγωγή στην Αθήνα. Στο μνημόσυνο της Καρολάιν ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, εμφανίστηκε να αγκαλιάζει τη μητέρα της άτυχης Καρολάιν, ενώ όταν ρωτήθηκε για τον λόγο της εσπευσμένης αναχώρησής του, είπε ότι φεύγει επειδή έπιασαν ένα άτομο στο αεροδρόμιο και τον κάλεσαν για να τον αναγνωρίσει.
Το τηλεφώνημα στη γειτόνισσα
Στο ντοκιμαντέρ του Channel 5 συμμετείχε η γειτόνισσα του ζευγαριού, με τις περιγραφές για το τηλεφώνημα που δέχθηκε από τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο -ο οποίος είχε σκηνοθετήσει τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια- το βράδυ της δολοφονίας να είναι συγκλονιστικές.
«Με παίρνει τηλέφωνο στο κινητό μου και ακούω τον Μπάμπη, που εκείνη την ώρα δεν τον καταλάβαινα τι μου έλεγε, σαν να ζητάει βοήθεια. Αλλά δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι μου λέει. Πετάγομαι από το κρεβάτι μου αναστατωμένη, ξυπνάω τον σύζυγό μου. Πάνω στον πανικό μου να ντυθώ, κλείνω το τηλέφωνο. Ξαναπαίρνω τηλέφωνο στη συνέχεια, το σηκώνει και τον ακούω να φωνάζει» περιγράφει στο βρετανικό δίκτυο.
Η ίδια εκφράζει, δε, τη δυσκολία της να πιστέψει αυτό που έχει γίνει, ακόμη και μετά από τόσους μήνες. «Ακόμα και αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν μπορώ να το πιστέψω. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό το παιδί που γνώριζα έφτασε να κάνει αυτό το τρομερό πράγμα. Αυτή την πράξη».
Όπως επισημαίνουν βρετανικά ΜΜΕ, ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος ήθελε να στήσει το «τέλειο έγκλημα». Αφού έπνιξε την Καρολάιν, με απόλυτη ψυχραιμία συνέχισε τη σκηνοθεσία του εγκλήματος. Επόμενο θύμα του, ο αγαπημένος σκύλος της άτυχης μητέρας, τον οποίο έπνιξε και στη συνέχεια κρέμασε στην εσωτερική σκάλα του σπιτιού.
Ο πιλότος -παρατηρούν- φαίνεται ότι είχε προσχεδιάσει το έγκλημα και είχε εμπνευσθεί το στήσιμό του από την άγρια ληστεία που είχε συμβεί στον εκπαιδευτή του μέσα στην πολυτελή κατοικία του, που βρίσκεται στο Αλεποχώρι Μεγάρων, από αδίστακτους κακοποιούς το βράδυ της 17ης Ιουλίου του 2018.
Ο συνάδελφος του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου είχε περιγράψει ότι οι κακοποιοί ήταν τρεις και ο τρόπος που έδρασαν ήταν παρόμοιος με των αδίστακτων ληστών που νόμιζε ότι σκότωσαν τη γυναίκα του Μπάμπη. Είχε αναφέρει μάλιστα χαρακτηριστικά: «Έκαναν στη γυναίκα μου ό,τι έκαναν στην Καρολάιν».
Ο 32χρονος πιλότος, με το άρρωστο μυαλό του, φαίνεται ότι είδε αυτή τη ληστεία σαν «έμπνευση» και αναπαρέστησε ένα πανομοιότυπο έγκλημα.