Θερμή υποδοχή επεφύλαξαν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επαινώντας τους ανανεωμένους δεσμούς μεταξύ των δύο περιφερειακών δυνάμεων μετά από χρόνια ανταγωνισμού, ανεπίσημα μποϊκοτάζ και σκληρές κατηγορίες.
Ο τούρκος πρόεδρος και ο de facto ηγέτης των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Ζαγιέντ αλ Ναγιάν, πρώην αντίπαλοι, υπέγραψαν περίπου 13 συμφωνίες σε άμυνα, εμπόριο, τεχνολογία, γεωργία και άλλους τομείς, μαζί με σημαντικές επενδυτικές δεσμεύσεις από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Το εμβληματικό Μπουρτζ Χαλίφα του Ντουμπάι, το ψηλότερο κτίριο στον κόσμο, φωτίστηκε με τα χρώματα της τουρκικής σημαίας και τις λέξεις «Hos Geldiniz», που στα τουρκικά σημαίνουν «καλωσόρισες». Λίγο περισσότερο από ένα χρόνο πριν, οι πτήσεις Ντουμπάι-Κωνσταντινούπολη είχαν ανασταλεί για μήνες, ενώ απαγορευόταν η πρόσβαση των ΗΑΕ σε τουρκικούς κρατικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους χωρίς VPN.
Χρόνια διενέξεων
Για χρόνια, όπως επισημαίνει το CNBC, η Τουρκία και τα ΗΑΕ βρίσκονταν σε αντίθετες πλευρές περιφερειακών συγκρούσεων λόγω βαθύτατα αντικρουόμενων ιδεολογιών.
Στα χρόνια μετά την Αραβική Άνοιξη, ο Ερντογάν και το Κόμμα του της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης υποστήριξαν τα πολιτικά κινήματα του Ισλάμ σε πολλές χώρες, κάτι που θεωρείται απειλή για τις μοναρχίες του Κόλπου, όπως τα ΗΑΕ.
Στον ανταγωνισμό τους για περιφερειακή επιρροή, η Άγκυρα και το Άμπου Ντάμπι υποστήριξαν τις αντίθετες πλευρές του αιματηρού εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη. Η Τουρκία αντιτάχθηκε σθεναρά στον αποκλεισμό που επέβαλαν τα ΗΑΕ και άλλα κράτη του Κόλπου στο Κατάρ από το 2017 έως το 2021 και ο Ερντογάν είχε κατηγορήσει προηγουμένως τα ΗΑΕ για χρηματοδότηση της απόπειρας στρατιωτικού πραξικοπήματος της Τουρκίας το 2016.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στην αλλαγή
Ορισμένοι βασικοί παράγοντες, σύμφωνα με το αμερικανικό δίκτυο, οδήγησαν στην πρόσφατη αλλαγή.
«Ο μεγαλύτερος μεμονωμένος παράγοντας είναι η κατάρρευση του σχεδίου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στον αραβικό κόσμο, που ήταν η κύρια βάση για τις εντάσεις Τουρκίας-ΗΑΕ την τελευταία δεκαετία» δήλωσε ο Hussein Ibish, ανώτερος επιστήμονας στο Ινστιτούτο των Αραβικών κρατών του Κόλπου στην Ουάσιγκτον.
Η Τουρκία θεωρούνταν στα ΗΑΕ «ως ηγέτης, σε συνεργασία με το Κατάρ, ενός πιθανού δικτύου σουνιτών ισλαμιστών σε όλη την περιοχή που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί ή ακόμα και να ξεπεράσει το δίκτυο σιιτικών ένοπλων συμμοριών του Ιράν σε γειτονικές αραβικές χώρες» είπε ο Ibish.
«Αλλά αυτό δεν προέκυψε. Αντίθετα, η Αδελφότητα έχει σχεδόν καταρρεύσει ως βιώσιμο πολιτικό σχέδιο, επομένως η Τουρκία εμφανίζεται πολύ λιγότερο απειλητική από πριν».
Η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, η οποία έχει σηματοδοτήσει ότι δεν δίνει πλέον «λευκή κάρτα» στους συμμάχους της στον Κόλπο, είναι πιθανότατα ένας ακόμη παράγοντας. Αλλά πιο προφανείς είναι οι οικονομικές ανάγκες και η αποχώρηση και των δύο χωρών από τις περιφερειακές συγκρούσεις υπέρ της διπλωματίας και των επιχειρηματικών δεσμών.
«Νομίζω ότι και για τις δύο πλευρές βλέπουμε την επανεμφάνιση του πραγματισμού μετά από χρόνια αντιπαραθέσεων και τυχοδιωκτισμού στην εποχή του Τραμπ», δήλωσε ο Ryan Bohl, αναλυτής Μέσης Ανατολής και Αφρικής στο Rane Risk Intelligence.
«Τα λεφτά μιλάνε»
Η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται σε κρίση, με πληθωρισμό στο 48,7% και με τη λίρα να έχει απωλέσει περίπου το 48% της αξίας της τον τελευταίο χρόνο. Εν τω μεταξύ, τα ΗΑΕ πιέζουν να διαφοροποιήσουν περαιτέρω την οικονομία τους μακριά από το πετρέλαιο και να ανακάμψουν από το οικονομικό πλήγμα του Covid-19.
«Τα ΗΑΕ θέλουν να επενδύσουν χρήματα και η Τουρκία χρειάζεται χρήματα για επένδυση» είπε ο Ibish. Και το χρονοδιάγραμμα σημαίνει ότι τα Εμιράτα έχουν μπροστά τους μία φθηνή αγορά, χάρη στην υποτίμηση της λίρας.