Παρότι στην ιστορία υπάρχουν ιστορικά απρόοπτα, μείζονες αστοχίες και λάθη, εντούτοις σε γενικές γραμμές ένας πόλεμος δεν ξεσπά εάν δεν υπάρχει ένας ικανός αριθμός δυνάμεων που να τον επιθυμούν και σίγουρα δεν ξεσπά όταν οι δυνάμεις που δεν τον επιθυμούν είναι υπερτερούν εκείνων των επιθυμών. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση της ουκρανικής κρίσης.
Ποιο θέλουν….
Μία ανάφλεξη στην Ουκρανία που θα έπαιρνε ένοπλη μορφή θα αντανακλούσε συγκεκριμένες τάσεις. Ο ρωσικός σχεδιασμός απέναντι στην επέκταση του ΝΑΤΟ, με επίκεντρο την μη ένταξη της Ουκρανίας, είχε οδηγήσει στην επιλογή μιας επίδειξης δύναμης, ήδη από την άνοιξη του 2021, και τη διατύπωση της θέσης ότι εάν υπήρχε κάποια περαιτέρω αρνητική για τη Ρωσία εξέλιξη θα υπήρχαν επιπτώσεις. Άμεσος στόχος ήταν το να αποτραπεί το ενδεχόμενο η κυβέρνηση Ζελένσκι να προχωρήσει είτε σε κινήσεις σε σχέση με τις ανατολικές περιοχές, είτε να προχωρήσει ένταξη στο ΝΑΤΟ. Η τακτική αυτή θύμιζε, ως απειλή, αυτό που είχε γίνει στη Γεωργία το 2008.
Την ίδια στιγμή ένα μέρος του πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου στις ΗΠΑ έκανε σαφές ότι αναζητούσε την αφορμή ώστε η αντιπαράθεση με τη Ρωσία να περάσει σε ένα νέο επίπεδο και να πάρει πιο υλική μορφή η λογική ότι απέναντι στη Ρωσία χρειάζεται ανάσχεση ανάλογη με αυτή που είχε επιδειχτεί απέναντι στην ΕΣΣΔ. Αυτό οδηγούσε σε μια ιδιότυπη επιδίωξη η Ρωσία να «κάνει την κίνηση» ώστε και οι κυρώσεις που θα έκαναν πράξη το ρήγμα να έπαιρναν πιο υλική μορφή και η τα χέρια να λύνονταν στη Δύση για πιο επιθετικό χειρισμό συνολικά των σχέσεων με τη Ρωσία, αλλά και τον δυνητικό «ευρασιατικό» πόλο με την Κίνα (που ήδη αντιμετωπίζεται ως προοπτική απειλή από τις ΗΠΑ).
Η τρίτη πίεση προς την κλιμάκωση είχε να κάνει με την κατάσταση στην ίδια την Ουκρανία. Η εθνικιστική μετατόπιση και του Ζελένσκι, αποτυπώθηκε και στις διάφορες διακηρύξεις για ανάκτηση των ανατολικών επαρχιών και της Κριμαίας, κάτι που με τη σειρά του διαμόρφωνε ακόμη μεγαλύτερο σκηνικό έντασης στην άτυπη εσωτερική συνοριακή γραμμή. Επιπλέον, ενίοτε το κλίμα τροφοδοτούσαν και ορισμένες δυτικές δυνάμεις, αλλά και ομάδες εντός ΗΠΑ, που έβλεπαν σε αυτή την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης το δρόμο για τη στρατηγική τα «ανάσχεσης».
… ποιοι και δεν θέλουν τον πόλεμο
Ωστόσο στην ίδια στιγμή υπάρχει ένα μεγάλο φάσμα από δυνάμεις που μάλλον δεν επιθυμούν τον πόλεμο. Καταρχάς υπάρχουν αρκετά σημάδια ότι η αμερικανική κυβέρνηση ταλαντεύεται και ένα μέρος της κρίνει ότι οι επιπτώσεις μιας σύγκρουσης τώρα θα ήταν πολύ πιο αρνητικές από τα όποια οφέλη. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ ήδη έχουν αντιμετωπίσει όλη την κοινωνική κρίση με την πανδημία και βρίσκονται σε μια φάση οικονομικής ανάκαμψης αλλά με νέες προκλήσεις όπως είναι ο πληθωρισμός.
Σε αυτό το τοπίο, δεν είναι δεδομένο ότι μια μεγάλης κλίμακας διεθνής αναστάτωση, που θα έχει επιπτώσεις και στην παγκόσμια οικονομία, στις τιμές της ενέργειας, στα χρηματιστήρια κ.λπ. είναι κάτι που ήθελε η κυβέρνηση Μπάιντεν στον ορίζοντα των Mid-Tem Elections, δηλαδή των εκλογών που θα γίνουν τον Νοέμβριο και περιλαμβάνουν την εκλογή του συνόλου των αντιπροσώπων και του ενός τρίτου των γερουσιαστών. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση Μπαίντεν θα ήθελε να επιδείξει μια γεωπολιτική επιτυχία, ότι δηλαδή «απέτρεψε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία», χωρίς το κόστος της σύγκρουσης, έστω και με τον κίνδυνο ο τρόπος που παρουσίασε τον κίνδυνο να έχει χαρακτηριστικά διόγκωσης.
Επίσης ούτε η Ρωσία θέλει να εμπλακεί σε έναν πόλεμο και να υποστεί τόσο το κόστος μιας παρατεταμένης εμπλοκής όσο και των οικονομικών κυρώσεων, παρότι είναι προετοιμασμένη γι’ αυτές και την ίδια στιγμή έχει τη δυνατότητα των πολύ σκληρού χτυπήματος στην Ουκρανία. Το Κρεμλίνο ξέρει ότι όλα αυτά θα έχουν τελικά μεγάλο κόστος το οποίο και επιθυμεί να αποφύγει, ελπίζοντας ότι ασκώντας πίεση θα εξασφαλίσει περισσότερα.
Την ίδια στιγμή η ουκρανική κυβέρνηση έχει κάνει σαφές ότι επίσης δεν επιθυμεί πόλεμο, γιατί κατανοεί ότι σε κάθε περίπτωση η Ουκρανία και οι πολίτες της θα είναι οι μεγάλοι χαμένοι τυχόν αντιπαράθεσης, πληρώνοντας βαρύ τίμημα και σε ανθρώπους και σε υποδομές.
Και βέβαια δεν επιθυμούν την ένοπλη κλιμάκωση οι ευρωπαϊκές χώρες, γιατί γνωρίζουν ότι η Ευρώπη θα έχει μόνο κόστος από μια τέτοια εξέλιξη, είτε σε σχέση με την εκτίναξη του κόστους ενέργειας είτε με τις πολλαπλές επιπτώσεις μιας συνολικότερης γεωπολιτικής ανάφλεξης.
Η δύσκολη ισορροπία
Βεβαίως η μη επιθυμία πολέμου δεν σημαίνει από μόνη της και ευόδωση διαπραγματεύσεων για επίλυση των ανοιχτών ζητημάτων, κάτι που με τη σειρά του συντηρεί τον κίνδυνο του πολέμου.
Η άμεση δυσκολία είναι να βρεθεί ένας τρόπος ώστε η αποκλιμάκωση της έντασης να γίνει με τρόπο που να μην φαντάζει μονομερής υποχώρηση, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει δύο παράλληλες και όχι απαραίτητα συγκλίνουσες αφηγήσεις, όπου οι ΗΠΑ θα υποστηρίζουν ότι η απειλή των κυρώσεων έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, ενώ η Ρωσία θα μπορεί να λέει ότι ο τρόπος που χρησιμοποίησε την ένοπλη απειλή ήταν ο καταλύτης.
Η μεσοπρόθεσμη δυσκολία αφορά ακριβώς το τι θα γίνει με τη διπλωματία. Και εδώ η απόσταση ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι μεγάλη. Η Ρωσία ζητά την επιστροφή σε μια αντίληψη της συλλογικής ασφάλειας της δεκαετίας του 1990, όταν ακόμη οι ΗΠΑ υπόσχονταν τη με επέκταση του ΝΑΤΟ, την ώρα που στην πραγματικότητα πολύ πριν την ουκρανική κρίση – οι ιστορικοί του μέλλοντος μάλλον θα εντοπίσουν τη σημασία των βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία το 1999 ως σημείο καμπής – η επιλογή ήταν ακριβώς αυτή. Οι ΗΠΑ και άλλες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ μπορεί να επισημαίνουν ότι δεν επίκειται ή ότι «δεν είναι στην ημερήσια διάταξη» η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, όπως εμμέσως πλην σαφώς παραδέχεται και η ουκρανική κυβέρνηση, αλλά αυτό απέχει από το να είναι δέσμευση. Και βέβαια είναι ένα ερώτημα εάν το ΝΑΤΟ μπορεί να αλλάξει δόγμα και να επιστρέψει σε μια άλλη λογική για την ασφάλεια στην Ευρώπη, ακόμη και εάν δέχεται να συζητήσει κάποια ζητήματα.
Την ίδια στιγμή υπάρχει και το ίδιο το θέμα της ουκρανικής κρίσης. Εδώ το κρίσιμο σημείο είναι οι συμφωνίες του Μινσκ. Αυτές όντως προσφέρουν μια διέξοδο, που απαντούν και στο ερώτημα της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας και της υπέρβασης μιας διαίρεσης που έχει στοιχίσει πάρα πολύ στη χώρα. Να το πούμε σχηματικά το πλέγμα των προβλέψεων των Συμφωνιών του Μινσκ είναι αυτό που μπορεί να επιτρέψει μια εδαφικά ακέραιη Ουκρανία που θα υπερβαίνει το τραύμα της διαίρεσης. Η πρόβλεψη για νομοθετικές και συνταγματικές αλλαγές που θα προσφέρουν μια μορφή αυτοκυβέρνησης των ανατολικών επαρχιών, σε αυτό κατατείνουν. Όμως, απαιτούν όχι μόνο διάλογο μεταξύ των εκπροσώπων των «αυτονομιστών» και της ουκρανικής κυβέρνησης, τον οποίο το Κίεβο μέχρι τώρα αρνείται, αλλά και νομοθετικές έμπρακτες πρωτοβουλίες που έρχονται σε σύγκρουση με ένα ορισμένο κλίμα εθνικισμού που τις αντιμετωπίζει ως «υποχώρηση». Την ίδια στιγμή το θέμα διατηρεί μια ιδιαίτερη φόρτιση στη Ρωσία εάν κρίνουμε ότι π.χ. ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα, που είναι η κύρια δύναμη της αντιπολίτευσης που προώθησε το ψήφισμα της Δούμας που ζητά την αναγνώριση των ανατολικών επαρχιών (ψήφισμα που βεβαίως δεν έχει κάποια θεσμική επίπτωση).
Τα μηνύματα των τελευταίων ημερών
Τις τελευταίες μέρες υπήρξαν διάφορα μηνύματα που συνέτειναν στην ανάγκη να υπάρξει περισσότερη διπλωματία. Ο διάλογος Λαβρόφ και Πούτιν την Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου για την ανάγκη να συνεχιστεί η διαπραγμάτευση, η κατ’ επανάληψη διατύπωση της θέσης από ρωσικά χείλη ότι οι απαντήσεις που έχουν λάβει για τα ζητήματα συλλογικής ασφάλειας δεν είναι ικανοποιητικές όμως έχουν στοιχεία που μπορούν να συζητηθούν, το διάγγελμα Ζελένσκι στις 14/02 που ουσιαστικά απέρριπτε το ενδεχόμενο επίθεσης στις 16/02, η μερική – και ούτως ή άλλως προγραμματισμένη – απομάκρυνση κάποιων ρωσικών στρατιωτικών μονάδων, η δήλωση του γερμανού καγκελαρίου ότι Όλαφ Σολτς ότι ο Ζελένσκι δεσμεύτηκε ότι θα προχωρήσει στις νομοθετικές και άλλες θεσμικές αλλαγές που περιλαμβάνουν οι Συμφωνίες του Μινσκ, η δήλωση Μπάιντεν ότι επιμένει και στο δρόμο της διπλωματίας όλα αυτά κατατείνουν στην ίδια κατεύθυνση.
Αυτό παραπέμπει σαφώς στην επιλογή ότι δεν πρέπει να υπάρξει τώρα ένοπλη κλιμάκωση. Ωστόσο το ερώτημα της διπλωματίας, στην οποία όλοι θέλουν, διακηρυκτικά τουλάχιστον, να της δώσουν χώρο, δεν είναι τόσο απλό. Απαιτεί να ξεπεραστούν πραγματικές αποστάσεις ως προς την αντίληψη της συλλογικής ασφάλειας και μια πραγματική διάθεση «ειρηνικής συνύπαρξης» για να θυμηθούμε το λεξιλόγιο του προηγούμενου Ψυχρού Πολέμου, αλλά και αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ δυνάμεων που είναι, όπως και να το δει κανείς, υπερδυνάμεις.