Το αποτύπωμα της πανδημίας ήταν και παραμένει βαρύ, με τις ανθρώπινες απώλειες να μαρτυρούν την επώδυνη τούτη διαδρομή των τελευταίων δύο ετών. Παράλληλα, έχουμε θυσιάσει την ελευθερία μας, την ασφάλειά μας, την κανονικότητά μας, την ψυχική μας υγεία… Εάν όμως επιχειρούσε κάποιος να μεταφράσει το κόστος του SARS-CoV-2 σε ευρώ, ποιο θα ήταν το τίμημα που έχουμε πληρώσει;
Ποια είναι δηλαδή η δαπάνη για την εμβολιαστική εκστρατεία; Πόσα χρήματα έχουν ξοδέψει οι πολίτες και το δημόσιο ταμείο για τη διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων; Το αυξημένο φορτίο στο ΕΣΥ και στις ΜΕΘ πόσο κοστολογείται; Και πόσο στοίχισε η χαμένη εργασιακή παραγωγικότητα λόγω της νοσηρότητας που προκάλεσε ο πανδημικός ιός;
Η ερευνητική ομάδα
Τα επίκαιρα αυτά ερωτήματα έθεσε ερευνητική ομάδα, που απαρτίζεται από τον επίκουρο καθηγητή στα Οικονομικά της Υγείας Κώστα Αθανασάκη, τον οικονομολόγο Υγείας – ερευνητή Νίκο Νομικό, τον καθηγητή Πολιτικής Υγείας Κυριάκο Σουλιώτη και τον ομότιμο καθηγητή Οικονομικών της Υγείας Γιάννη Κυριόπουλο, καταλήγοντας σε έναν υπέρογκο… λογαριασμό που μετρά χιλιάδες χαμένες χρόνια ζωής αλλά και δισεκατομμύρια ευρώ.
«Η πανδημία COVID-19 είναι ένα μείζον γεγονός που έπληξε σε μεγάλο βαθμό την υγεία καθώς και την κοινωνική ζωή και την οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Το φορτίο νοσηρότητας και θνησιμότητας το οποίο συνδέεται με την COVID-19 είναι σημαντικό και υπέρτερο οποιασδήποτε υγειονομικής κρίσης στην πρόσφατη ιστορία της χώρας» υπογραμμίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Κυριόπουλος.
Ο απολογισμός των επιπτώσεων της νόσου COVID-19 μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Πάνω από δύο εκατομμύρια πολίτες έχουν διαγνωστεί με τη νόσο και περισσότεροι από ένας στους δέκα νοσούντες χρειάστηκε να νοσηλευθούν σε νοσοκομεία, εκ των οποίων ποσοστό άνω του 10% στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) του συστήματος Υγείας. Στη χειρότερη διάσταση αυτού του φορτίου, η χώρα μετρά ήδη περισσότερους από 24.000 θανάτους από την αρχή της πανδημίας.
Εν τω μεταξύ, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, 4.500 ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 νοσηλεύονται στα νοσοκομεία της χώρας, εκ των οποίων σταθερά οι 500 και πλέον, όντας διασωληνωμένοι και συνεπακόλουθα σε κρίσιμη κατάσταση. Παράλληλα, η χώρα επενδύει σε νέες θεραπείες, με τους ασθενείς που έχουν λάβει ή λαμβάνουν αντι-ιική θεραπεία να αγγίζουν ήδη τους 1.000, με αποτέλεσμα οι παραγγελίες να τρέχουν.
Η αυξημένη ζήτηση για υπηρεσίες Υγείας
Οπως όμως προσθέτει ο κ. Κυριόπουλος, «η πανδημία εναποθέτει και ένα άλλο σημαντικό και ενδεχομένως «σκιώδες» ως προς τη δημόσια συζήτηση βάρος στα συστήματα Υγείας διεθνώς, το οποίο είναι η οικονομική διάσταση, δηλαδή το κόστος της αντιμετώπισης της αυξημένης ανάγκης και ζήτησης για υπηρεσίες Υγείας με στόχο τη βέλτιστη περίθαλψη των νοσούντων, αλλά και των δράσεων για την αναγνώριση και διαχείριση των κρουσμάτων».
Χαρακτηριστικά, με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία και τα εγχώρια δεδομένα, καθώς και αναλόγως του χρονικού σημείου της πανδημίας, κάθε περίπτωση εισαγωγής ασθενούς με SARS-CoV-2 σε κανονική κλίνη απαιτεί 5-9 ημέρες νοσηλείας, ενώ, αντίστοιχα, στην περίπτωση κατά την οποία απαιτηθεί εισαγωγή σε ΜΕΘ, ο μέσος χρόνος παραμονής κυμαίνεται στις 14-21 ημέρες, με περιπτώσεις ασθενών να υπερβαίνουν αρκετά συχνά ακόμη και τις 4 εβδομάδες.
Ετσι, και με βάση την πιο πρόσφατη από τις περιοδικές εκτιμήσεις της οικονομικής επιβάρυνσης για το σύστημα Υγείας της χώρας, το συνολικό άμεσο κόστος της πανδημίας στο χρονικό διάστημα που εκτείνεται από την έναρξή της έως το τέλος του έτους 2021 υπολογίζεται στα 1,77 δισεκατομμύρια ευρώ.
Εξ αυτών, δαπάνη της τάξης των 700 εκατομμυρίων αφορά την ενδονοσοκομειακή διαχείριση και το υπόλοιπο τη διαδικασία των εργαστηριακών ελέγχων (συμπεριλαμβανομένων και των απευθείας πληρωμών των πολιτών για τη διενέργεια rapid test και μοριακού ελέγχου, δεδομένου ότι δεν καλύπτονται από τα ασφαλιστικά ταμεία).
Εκτόξευση κόστους για νοσηλεία σε ΜΕΘ
Είναι σημαντικό δε να υπογραμμιστεί ότι το μέσο κόστος μιας περίπτωσης ασθενούς που θα νοσηλευτεί σε συμβατική κλίνη ανέρχεται σε 3.100 ευρώ, ενώ για τις περιπτώσεις που θα απαιτηθεί νοσηλεία και στη ΜΕΘ το συνεπαγόμενο κόστος είναι κατά πολύ υψηλότερο (34.500 ευρώ).
Συμπερασματικά, όπως υπογραμμίζει ο κ. Αθανασάκης μιλώντας στο «Βήμα», η εκτίμηση αυτή «τοποθετεί τη δαπάνη για τη διαχείριση των περιπτώσεων SARS-CoV-2, ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης για την υγεία στην Ελλάδα, σε τάξη μεγέθους η οποία είναι αντίστοιχη του ετήσιου κόστους διαχείρισης καθενός από τα μείζονα χρόνια νοσήματα – όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, τα νεοπλάσματα κ.ά.».
Ο ίδιος, δε, σημειώνει με νόημα πως πριν από την πανδημία η δαπάνη για την υγεία (δημόσια και ιδιωτική) άγγιζε τα 14,5 δισ. ευρώ, δεδομένο που ρίχνει επιπλέον φως στη νέα «μαύρη τρύπα» που άνοιξε ο πανδημικός ιός τα περασμένα δύο έτη.
Οπως διευκρινίζει η ερευνητική ομάδα, η παραπάνω εκτίμηση δεν συμπεριλαμβάνει, επί του παρόντος, στοιχεία όπως το κόστος για τη διαχείριση της νόσου στην κοινότητα, το κόστος του εμβολιασμού, τις δαπάνες για τα μέτρα προστασίας και τις λοιπές επενδύσεις σε έμψυχο δυναμικό και εξοπλισμό, στις οποίες έχει προβεί το σύστημα Υγείας – τμήματα τα οποία συμπληρώνονται στην ανάλυση σύμφωνα με την εξέλιξη της διαθεσιμότητας των δεδομένων, καθώς οι εκτιμήσεις του κόστους διαχείρισης της κρίσης είναι περιοδικές.
Η δαπάνη για τα εμβόλια
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι συγγραφείς της μελέτης έχουν υπολογίσει πως «η δαπάνη για τα μέχρι στιγμής τέσσερα κυκλοφορούντα εμβόλια ανέρχεται στα 240 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι ενισχύσεις του προϋπολογισμού του ΕΣΥ μέσω έκτακτης χρηματοδότησης από τον Γενικό Προϋπολογισμό υπερβαίνουν το 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ (τμήμα, βεβαίως, των οποίων έχει κατευθυνθεί ήδη για την κάλυψη των δαπανών νοσηλείας οι οποίες εκτιμήθηκαν προηγουμένως)».
Εν τούτοις, «η σχέση του κόστους των εμβολίων με το αντίστοιχο για νοσηλείες και testing είναι περίπου ένα προς δέκα» συμπληρώνει ο κ. Αθανασάκης, επιχειρώντας να αναδείξει το κέρδος που προκύπτει από την εμβολιαστική εκστρατεία σε αντίθεση με τη ζημιά που προκάλεσε ο πανδημικός ιός σε όλα τα επίπεδα. «Συνεπώς, εάν είχε εμβολιαστεί μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, το όφελος θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο, καθώς θα συρρικνωνόταν το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, σε νοσηλείες (ιδίως στις ΜΕΘ) και σε χαμένη παραγωγικότητα».
Οι συνέπειες για τα νοικοκυριά
Παράλληλα, όμως, οι ερευνητές κάνουν ένα βήμα παραπέρα, αναζητώντας να εντοπίσουν πώς η νόσος COVID-19 έχει πλήξει τα νοικοκυριά αλλά και την οικονομία λόγω της νοσηρότητας και της θνησιμότητας, αποκαλύπτοντας με οικονομικούς όρους την αγωνία που έχει διαποτίσει την κοινωνία.
Αναλυτικότερα και όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, «σε όρους πολιτικής υγείας, όμως, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι το άμεσο κόστος αποτελεί πάντα ένα τμήμα της συνολικής κοινωνικής επιβάρυνσης από την εμφάνιση και διαχείριση της νοσηρότητας, ανεξαρτήτως αιτίας· και συμπληρώνεται από την κοινωνική επιβάρυνση («έμμεσο κόστος») η οποία προκύπτει ως απουσία από την εργασία των πασχόντων ή/και των φροντιστών τους. Στην περίπτωση της COVID-19 η επιβάρυνση αυτή είναι σημαντικά υψηλή και επιδρά, εν μέρει, και στους μακρο-οικονομικούς δείκτες της οικονομίας, όπως φάνηκε έντονα κατά το προηγούμενο διάστημα».
Ετσι, και με βάση πολύ συντηρητικές (όπως οι ίδιοι εξηγούν) εκτιμήσεις, η απωλεσθείσα εργασιακή παραγωγικότητα λόγω της πανδημίας εκτιμάται από 0,8 έως 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Αντίστοιχα, το κοινωνικό κόστος, σε όρους απώλειας ευημερίας (που ισοδυναμεί με την απώλεια αγοραστικής δύναμης), από τη θνησιμότητα σε 4,1 δισεκατομμύρια ευρώ.
Θυσία στον βωμό του ιού συνολικά 247.000 έτη ζωής
Τις 11 πρώτες ημέρες του εφετινού Φεβρουαρίου έχασαν τη ζωή τους 1.099 ασθενείς. Υπενθυμίζεται δε πως τη σκυτάλη είχε παραδώσει ο περασμένος, «μαύρος», Ιανουάριος καθώς στις 31 ημέρες του συνολικά 2.710άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Την ίδια ώρα, η ερευνητική ομάδα υπολογίζει πως συνολικά στον βωμό της πανδημίας έχουν θυσιαστεί 247.000 έτη ζωής.
Με φόντο τις εξελίξεις αυτές, οι συγγραφείς της ίδιας μελέτης παρατηρούν πως οι θάνατοι στη χώρα μας ανά εκατομμύριο κατοίκους εκτιμώνται στους 2.314 και είναι υψηλότερα από τους αντίστοιχους μέσους όρους της Ευρωπαϊκής Ενωσης-27 (2.160), της Ευρώπης (2.187) και των χωρών υψηλού εισοδήματος (1.725), γεγονός που αποτελεί ένα σημαντικό σημείο προβληματισμού και περαιτέρω έρευνας.
Πιο συγκεκριμένα, ο δείκτης θνητότητας ανέρχεται στο 1,18%, ελαφρώς χαμηλότερα από την εκτίμηση για την Ευρώπη (1,21%) και υψηλότερα των εκτιμήσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης-27 (1,03%) και των χωρών υψηλού εισοδήματος (1,01%).
«Βεβαίως, ο δείκτης αυτός πρέπει να ερμηνεύεται με πολύ μεγάλη προσοχή, καθώς η εκτίμηση υπόκειται σε σημαντική αβεβαιότητα μετρήσεων. Η Ελλάδα είναι λίγο χαμηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ στο ζήτημα της υπερβάλλουσας θνησιμότητας για το έτος 2021 (Ιούνιος 2021 σε σχέση με τα έτη 2015-2019), σε ποσοστό 8% του συνολικού αριθμού θανάτων (OECD Health at a Glance 2021), αν και οι υπολογισμοί για την εν λόγω μεταβλητή υπόκεινται σε σημαντική διακύμανση, αναλόγως της χρονικής στιγμής της εκτίμησης» τονίζουν οι ειδικοί.
Επιπλέον, όπως προσθέτουν, «σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ η υπερβάλλουσα θνησιμότητα στο τέλος του 2021 ανήλθε σε 10,08%. Η μεγάλη πλειονότητα των θανάτων αφορά πολίτες άνω των 65 ετών (83% των θανάτων). Παρά ταύτα, η θνησιμότητα στις μικρότερες ηλικίες έχει ήδη οδηγήσει στην απώλεια άνω των 60 χιλιάδων παραγωγικών ετών ζωής, ενώ η γενική θνησιμότητα από την COVID-19 έχει ήδη στοιχίσει 247.000 χαμένα έτη ζωής συνολικά».
Σε κάθε περίπτωση, ένα σημαντικό φορτίο της διαχείρισης της νοσηρότητας από SARS-CoV-2 εναποτίθεται στα δοκιμαζόμενα νοσοκομεία, με περισσότερες από 140.000 χιλιάδες εισαγωγές ασθενών από την αρχή της πανδημίας, εκ των οποίων 13.500 εξελίχθηκαν σε εισαγωγές σε ΜΕΘ.
Δεν έχουν υπολογιστεί οι «παραμελημένοι» λόγω της COVID
Στον δυσβάστακτο… λογαριασμό της πανδημίας που επιχείρησε η έρευνα των καθηγητών δεν έχουν υπολογιστεί οι έμμεσες συνέπειες της πανδημίας στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού. Αυτές, δηλαδή, που προκύπτουν ως αποτελέσματα της διαταραχής της συνέχειας της φροντίδας στους χρονίως πάσχοντες, της καθυστέρησης στην αναζήτηση φροντίδας σε αναδυόμενα ατομικά προβλήματα υγείας, της παραμέλησης της πρόληψης, της επιδείνωσης των επιβλαβών συνηθειών για την υγεία (όπως το κάπνισμα και η κακή διατροφή) και άλλων αντίστοιχων φαινομένων τα οποία παρατηρούνται κατά την περίοδο αυτή. Την ίδια, όμως, ώρα οι γιατροί προειδοποιούν, καθώς έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με παραμελημένα περιστατικά, πως οι παράπλευρες απώλειες θα είναι εξίσου σημαντικές.